Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε στην Αρτα και ζει στην Αθήνα. Δούλεψε στην ΕΡΤ από το 1976 έως το 2003 και σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ. Εχει εκδώσει τα βιβλία: «Πίσω από τον ήχο του νερού» (Βακχικόν, 2022), «Χορός στα ποτήρια» (Βακχικόν, 2023 – α΄ έκδοση Γαβριηλίδης, 2013) και «Γάμπαρη Αμβρακικού» (Βακχικόν 2025 – α΄ έκδοση Γαβριηλίδης 2019).
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Εχω το βιβλίο του Γουίλιαμ Φόκνερ «Ο αχός και το πάθος» (Gutenberg). Το διαβάζω αργά και μεθοδικά, μελετώ τη δομή του και τη φωνή τού κάθε αφηγητή απολαμβάνοντάς την, στην εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Εχω επίσης τη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα «Οι απέθαντοι» (Ικαρος) και τα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά «σε τόπο ξερό» [Ποιήματα 1970-2012], εκδόσεις Πατάκη, στα οποία πάντα επιστρέφω.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου.
«Το ότι γράφεις, σημαίνει πως αμφιβάλλεις». Το έμαθα διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ» (εκδ. Καστανιώτη). Λέει η Μαργκερίτ Ντυράς το 1995 προς το τέλος των ημερών της: «… Στη ζωή έρχεται μια στιγμή, και πιστεύω ότι είναι ολοκληρωτική, απ’ την οποία δεν μπορούμε να απαλλαγούμε, όπου όλα τίθενται υπό κρίση: το ότι γράφεις σημαίνει πως αμφιβάλλεις».
Βρήκατε ποτέ τον μπελά σας επειδή διαβάσατε ένα βιβλίο;
Πριν από πολλά χρόνια όταν διάβασα το «Πίστομα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Η φράση «Βάλ’ το πίστομα μέσα!», με την οποία κλείνει το διήγημα, με συγκλόνισε, στριφογύριζε όλη νύχτα στο κεφάλι μου.
Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
Δωμάτιο – βιβλιοθήκη, παράθυρο. Μπροστά στο παράθυρο ντιβάνι. Εξω βρέχει.
Υπάρχουν κάποια είδη λογοτεχνίας που προτιμάτε και άλλα που αποφεύγετε;
Προτιμώ βιβλία που αφορούν το παρόν και το παρελθόν, αλλά όχι το μέλλον. Αποφεύγω την επιστημονική φαντασία και τις βιογραφίες.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σ’ ένα βιβλίο;
Οι προτιμήσεις μου αλλάζουν με τα χρόνια. Παλιότερα με συγκινούσαν η ιστορία και η πλοκή· τώρα η γλώσσα. Με γοητεύουν οι χαρακτήρες, αλλά με συγκινεί το ύφος, όταν π.χ. η μεταφορά αποκαλύπτει μια διάσταση που δεν μπορούσα να φανταστώ, ζω ένα θαύμα.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο βιβλίο που θα θέλατε να γίνει ταινία;
Οχι. Ενα καλό βιβλίο είναι από μόνο του ταινία. Σκηνοθέτης ο αναγνώστης του. Κάθε αναγνώστης φιλμάρει το βιβλίο απ’ τη δική του γωνία λήψης. Ενα καλό βιβλίο είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια καλή ταινία.
Τι συμβολίζουν οι στάσεις που χωρίζουν τα κεφάλαια στη «Γάμπαρη Αμβρακικού»;
Οι στάσεις του μετρό είναι φορτισμένες με την ιστορία της ονομασίας τους. Ο σταθμός του Συντάγματος, π.χ., δεν αποτελεί απλώς ένα τοπόσημο, κουβαλάει την ιστορία του τόπου. Γι’ αυτό κινώ την ηρωίδα μου, την Αλεξάνδρα, στη σκηνογραφία των σταθμών και χρησιμοποιώ την ονομασία τους ως τίτλο στα κεφάλαια του βιβλίου. Συμβολίζουν τους σταθμούς στη ζωή της Αλεξάνδρας, που είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την πολιτική ιστορία της χώρας. Το μετρό και οι ονομασίες των σταθμών δεν μετακινούν την ηρωίδα μόνο στον πραγματικό τόπο και στον ιστορικό χρόνο, αλλά και μέσα της. Κάνει καθημερινά τη διαδρομή Παλλήνη – Μοναστηράκι για να πάει στη δουλειά της και κατεβαίνει στα υπόγεια του εαυτού της, κοιτάζει κατάματα το τραύμα της και οδηγείται στην αυτογνωσία.
Γιατί αποφασίσατε η ιστορία του βιβλίου να ξεκινάει από το τέλος προς την αρχή, από το πένθος στη ζωή κ.λπ.;
Με ενδιαφέρει το σήμερα, το τώρα, όμως το παρόν διαμορφώνεται από το παρελθόν. Πάω σκάβοντας. Ανασηκώνω τα στρώματα της στάχτης, αφαιρώ τις φερτές ύλες της καταστροφής για να ανακαλύψω την αιτία αυτού του τέλους. Με το βάρος του τραύματος, η επιστροφή στη ζωή περνάει αναγκαστικά μέσα απ’ το πένθος και η μικρή ιστορία καθενός απαιτεί το κάτοπτρο της μεγάλης Ιστορίας για να ερμηνευθεί, αν ποτέ ερμηνευθεί.

