Τέλος καλοκαιριού. Πιθανότατα αρκετοί από εμάς θα αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να απαντήσουν στο κατεξοχήν τουριστικό ερώτημα: Do you speak English? Και είναι εξίσου πιθανό οι περισσότεροι να απάντησαν καταφατικά. Επειδή, όμως, σε λίγο θα έρθει το φθινόπωρο και τα αγγλικά θα μας χρησιμεύουν λιγότερο (λέμε τώρα) απ’ ό,τι το καλοκαίρι, θα ήθελα να επαναφέρω ένα ζήτημα που με απασχολεί σταθερά, αυτό της ελληνικής γλώσσας, η οποία αμφιβάλλω αν σε μερικά χρόνια θα διατηρεί την ευρεία χρήση που έχουν κατοχυρώσει τα θερινά, και όχι μόνον, αγγλικά.
Πρόσφατα μια συγγραφέας μού είπε πως η έφηβη κόρη της συχνά δυσκολεύεται να εκφραστεί στα ελληνικά, προτιμώντας να διατυπώνει τις σκέψεις της στα αγγλικά. Συζητώντας με έναν βιβλιοπώλη για την απαξίωση της ελληνικής γλώσσας ακόμα και στον χώρο του βιβλίου, έμεινα έκπληκτη όταν μου είπε πως αρκετοί νεαροί αναγνώστες έρχονται στο βιβλιοπωλείο αναζητώντας διάσημα ελληνικά έργα μεταφρασμένα στα αγγλικά. Μια φίλη φιλόλογος που διδάσκει Εκθεση σε φροντιστήριο, μου επαναλαμβάνει τη δυσκολία των μαθητών της να αναπαραγάγουν διδακτέες γνώσεις όχι μόνον σε ένα κείμενο τετρακοσίων λέξεων, αλλά και σε σύντομες φράσεις προφορικού λόγου.
Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά δεν είναι. Τα ελληνικά έχουν χάσει το κύρος τους. Πρωτίστως για τους Ελληνες. Θα πει κανείς πως είναι εύλογο ένας άνθρωπος που καταφεύγει στη γλώσσα αποκλειστικά χρηστικά, για να συνεννοηθεί με τους άλλους, να μη νοιάζεται για το συντακτικό και τη γραμματική. Ας είναι και η μητρική του γλώσσα αυτή που κακοποιεί. Ομως, όσο περισσότερο τα ελληνικά φτωχοποιούνται, τόσο περισσότερα βιβλία πεζογραφίας εμφανίζονται που χρησιμοποιούν τη γλώσσα σαν εργαλείο διεκπεραίωσης της μυθοπλασίας. Μιλάω για, δήθεν, λογοτεχνικά βιβλία, οι συγγραφείς των οποίων παραμερίζουν με τρόπο θαυμαστό τόσο τον λόγο όσο και την τέχνη. Πιστεύουν πως η πλοκή από μόνη της αρκεί για να στηρίξει ένα βιβλίο. Φαίνεται επίσης να πιστεύουν πως μπορεί ένα βιβλίο κακογραμμένο να είναι καλό. Τέτοια θαυματουργία δεν έχω ποτέ πετύχει.
«Η γλώσσα ορίζει τη σκέψη»
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Ξεχασμένες λέξεις» (Μεταίχμιο, 2025) ο Αλέξης Πανσέληνος γράφει: «Η γλώσσα ορίζει τη σκέψη». Αυτός ο διαυγέστατος αφορισμός περικλείει την αδήριτη αναγκαιότητα της μητρικής γλώσσας ως του μείζονος μέσου σύλληψης του εαυτού και του κόσμου. Η γλώσσα δεν είναι απλώς λέξεις στη σειρά, αλλά ένα απέραντο πεδίο, όπου φυλάσσονται και απ’ όπου αντλούνται οι απώτατες απεικονίσεις των κινήσεων της ψυχής και του μυαλού. Αν η λογοτεχνία φιλοδοξεί να γίνει το εκμαγείο της αληθινής ζωής, πρώτα απ’ όλα στον λόγο θα καταφύγει. Ακόμα και το πιο εκτραχυμένο φαντασιακό εκκινεί από τη μαθητεία στον ορθό λόγο και τις επιτεύξεις του. Πειραματισμός χωρίς γνώση του βάθους της γλώσσας καταλήγει σε οικτρότητες. Για να παρεκκλίνεις από κάτι οφείλεις να το γνωρίζεις. Στη συλλογή δοκιμίων «Ελεύθερος σκοπευτής» (Μεταίχμιο, 2024) ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γράφει: «Χωρίς σύστημα αναφοράς δεν υπάρχει ούτε σκέψη ούτε δημιουργία».
Η γλώσσα δεν είναι απλώς λέξεις στη σειρά, αλλά ένα απέραντο πεδίο, όπου φυλάσσονται και απ’ όπου αντλούνται οι απώτατες απεικονίσεις των κινήσεων της ψυχής και του μυαλού.
Μια μάστιγα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας είναι η λεγόμενη απλή γραφή, η οποία συχνά εκθειάζεται ως λιτή και αβίαστη. Συνήθως αυτή η απλότητα συμπορεύεται με κοφτές φράσεις, που τάχα δημιουργούν ύφος. Βιβλία αφόρητα βαρετά και αργόσυρτα.
Η πραγματικά αξιοθαύμαστη απλή γραφή προϋποθέτει μεγάλο λογοτέχνη, του μεγέθους, λόγου χάριν, του Θανάση Βαλτινού. Στα έργα του η γλωσσική λιτότητα συνιστά το απόσταγμα της μεθοδικής και επιτήδειας επεξεργασίας ενός τεράστιου γλωσσικού εύρους. Η πύκνωση και η αφαίρεση μαρτυρούν πλούτο, όχι ένδεια. Με πεντακόσιες λέξεις δεν φτιάχνεις λογοτεχνικό ύφος.
Ενα γλωσσικό χαρακτηριστικό των βιβλίων σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας είναι και οι έκτυποι αγγλισμοί τους. Πολλά μυθιστορήματα δίνουν την εντύπωση πως έχουν μεταφραστεί από τα αγγλικά, και μάλιστα από κακότεχνο μεταφραστή. Οι εν λόγω μυθιστοριογράφοι φαίνεται να προκρίνουν τα αγγλικά έναντι των ελληνικών, όχι μόνο ως εκφραστικό μέσο, αλλά και ως αναγνωστική προτίμηση. Από τη στιγμή που διαβάζουν λογοτεχνία στα αγγλικά, θα τους ήταν πιο ευχάριστο να γράφουν επίσης στα αγγλικά. Ας όψεται το εκδοτικό σύστημα. Είναι γνωστό πως οι νεότεροι πεζογράφοι αναζητούν τα πρότυπά τους στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Ενα ακόμη παράδοξο. Γράφουν στα (όποια) ελληνικά, εκδίδονται από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, απευθύνονται σε ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό, ενόσω περιφρονούν τους ομοεθνείς ομοτέχνους τους, ομηλίκους και παλαιοτέρους. Συχνά δεν τους ξέρουν καν.
Συντομογραφίες και κλισέ
Θεωρώ πως ο εξαγγλισμός της ελληνικής λογοτεχνίας συναρτάται με την εξάπλωση του ιδιολέκτου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί η γλώσσα κατακρεουργείται αξιώνοντας μια οικουμενική αύρα. Φυσικά οι συντομογραφίες και τα κλισέ αποθεώνονται. Τα αγγλικά συνεργούν στις δικτυώσεις όπως και τα Emojis. Αλλά και τα μεγαλύτερα κείμενα δεν πάνε πίσω. Ας θυμηθούμε τον Πανσέληνο, «η γλώσσα ορίζει τη σκέψη». Ναρκοθετημένα ήδη από τη γλωσσική ρηχότητα, κείμενα που προσιδιάζουν σε δοκίμια, απολήγουν σε κενολογίες και ακατάσχετο στόμφο.
Εχω την αίσθηση πως η συζήτηση για τη γλώσσα μοιάζει με σχολαστικισμό, με μια ασχολία μάλλον παλαιομοδίτικη, όπως το κέντημα. Ομως, εκείνο που μεταστοιχειώνει ένα κείμενο σε λογοτεχνικό έργο είναι ο λόγος, η κατανόησή του, ακόμα και η παραχάραξή του.
Προφανώς δεν αδιαφορούν όλοι οι συγγραφείς για τη γλώσσα. Υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις κι ας μην αποσπούν την προσοχή που τους αξίζει. Οπως επίσης υπάρχουν αξιόλογοι επιμελητές. Η επιμέλεια αποβαίνει το κακό ριζικό αρκετών βιβλίων. Oι ολιγωρίες της μπορούν να καταστρέψουν έργα δυνάμει αξιοδιάβαστα. Δεν παραθεωρώ καθόλου την ευθύνη των συγγραφέων. Πολλές φορές η επιμέλεια καλείται να αντικρούσει τον απροσμάχητο εγωισμό τους. Ποιος, όμως, τολμάει να τα βάλει με τη συγγραφική ματαιοδοξία;
Μια συγγραφέας, ένας βιβλιοπώλης και μια φιλόλογος συζητούν για τη σημασία της γλώσσας, ανταλλάσσοντας προβληματισμούς σχετικά με τον αντίκτυπο της δουλειάς τους στον στενό και τον ευρύτερο περίγυρό τους. Προφανώς δεν ζουν στην Ελλάδα.

