Ευφάνταστο μπαρόκ από τον Σούνσκε Σάτο

«Stravaganza». Να μια λέξη που δύσκολα αποδίδεται στα ελληνικά. Περιλαμβάνει τις έννοιες του ευφάνταστου, της υπερβολής, του πλούτου και της εκκεντρικότητας. «Βενετσιάνικη stravaganza», λοιπόν, ήταν ο τίτλος της απολαυστικής βραδιάς μπαρόκ μουσικής που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» στις 17 Μαΐου

ευφάνταστο-μπαρόκ-από-τον-σούνσκε-σάτ-563767444 Οι ερμηνείες του Σάτο ξεχώρισαν για τη φαντασία τους, που βασιζόταν στη βαθιά γνώση και στην ενασχόλησή του με την μπαρόκ μουσική. [Χάρης Ακριβιάδης]
Οι ερμηνείες του Σάτο ξεχώρισαν για τη φαντασία τους, που βασιζόταν στη βαθιά γνώση και στην ενασχόλησή του με την μπαρόκ μουσική. [Χάρης Ακριβιάδης]
Φόρτωση Text-to-Speech...

«Stravaganza». Να μια λέξη που δύσκολα αποδίδεται στα ελληνικά. Περιλαμβάνει τις έννοιες του ευφάνταστου, της υπερβολής, του πλούτου και της εκκεντρικότητας. «Βενετσιάνικη stravaganza», λοιπόν, ήταν ο τίτλος της απολαυστικής βραδιάς μπαρόκ μουσικής που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» στις 17 Μαΐου. Την Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής διηύθυνε ο Σούνσκε Σάτο, γεννημένος στο Τόκιο και εγκατεστημένος στις ΗΠΑ. Ο ίδιος έπαιξε επίσης μπαρόκ βιολί ως σολίστ.

Η βραδιά δομήθηκε γύρω από τις περίφημες «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι. Ο Σάτο τις ενέταξε σε ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε έργα των Ιταλών Κάρλο Φαρίνα και Τζοβάνι Λεγκρέντσι, όπως επίσης του Γιόχαν Γκέοργκ Πιζέντελ, ενός Γερμανού που υπήρξε αρχιμουσικός στην Αυλή της Δρέσδης. Με τις επιλογές του ο Σάτο θέλησε να προβάλει πάνω απ’ όλα τη φαντασία που κυριαρχούσε την εποχή του μπαρόκ, τόσο στο μουσικό κείμενο όσο και στην ερμηνεία του. Ξεκίνησε με το «Capriccio stravagante» του Κάρλο Φαρίνα, έργο χαρακτηριστικό του «stile fantastico», δηλαδή του γεμάτου πληθωρική φαντασία στυλ της πρώτης περιόδου του μπαρόκ, που συμβάδιζε με τις υπόλοιπες τέχνες, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική. Γεννημένος στη Μάντουα, ο Φαρίνα υπηρέτησε ως αρχιμουσικός στην Αυλή της Δρέσδης πολύ πριν γεννηθεί ο Πιζέντελ. Λογίζεται ως ένας από τους πρώτους δεξιοτέχνες του βιολιού και στο συγκεκριμένο έργο του 1627 ζητάει από τα έγχορδα να καταφύγουν σε διάφορες τεχνικές προκειμένου να μιμηθούν μουσικά όργανα όπως το hurdy-gurdy, δηλαδή λύρα με τροχό, ή φωνές ζώων, όπως η γάτα, ο σκύλος και η κότα. Ο Σάτο και οι μουσικοί της Καμεράτας απέδωσαν το έργο με το απαραίτητο κέφι.

Το πρόγραμμα της βραδιάς δομήθηκε γύρω από τις περίφημες «Τέσσερις εποχές» του Αντόνιο Βιβάλντι.

Σύνθεση του Πιζέντελ που περιλήφθηκε το πρόγραμμα είναι η «Μίμηση των χαρακτήρων του χορού». Γράφηκε ανάμεσα στα 1725 και 1735 και πρόκειται για ακολουθία από χορούς δημοφιλείς στις Βερσαλλίες και σε άλλες παριζιάνικες αίθουσες. Είναι της ίδιας εποχής με τις «Τέσσερις εποχές», δηλαδή τα τέσσερα από τα συνολικά δώδεκα κοντσέρτα της συλλογής «Ο διαγωνισμός ανάμεσα στην αρμονία και την εφευρετικότητα».

Γνώσεις και ταλέντο

Ο Λεγκρέντσι γεννήθηκε περίπου μισόν αιώνα πριν από τον Βιβάλντι στο Κλουζόνε, κοντά στο Μπέργκαμο, που τότε ανήκε στη Δημοκρατία της Βενετίας. Συνέθεσε έργα ενόργανης και φωνητικής μουσικής, αλλά έμεινε κυρίως γνωστός για τις σονάτες του. Ο Σάτο επέλεξε την υπ’ αριθμόν 6 της συλλογής «La Cetra» με την υπόδειξη «για τέσσερις βιόλες ντα γκάμπα ή όπως σας αρέσει». Αποφάσισε να εστιάσει στο δεύτερο μισό της διαζευκτικής οδηγίας κι έτσι απέδωσε τη σονάτα με δύο βιολιά, βιόλα, βιόλα ντα γκάμπα και θεόρβη. Η ελευθερία που άφηναν οι συνθέτες της εποχής στους ερμηνευτές σήμερα μοιάζει αδιανόητη. Είχε όμως απόλυτη σχέση με την παιδεία των μουσικών της εποχής και με το γεγονός ότι, φυσικά, έπαιζαν μονάχα έργα της εποχής τους. Επομένως ήσαν απολύτως εξοικειωμένοι με τις απαιτήσεις και την αισθητική τους. Σήμερα, που οι ερμηνευτές αποδίδουν κυρίως έργα του παρελθόντος και μάλιστα τεσσάρων αιώνων πολύ διαφορετικής μουσικής, είναι προφανές ότι παρόμοια ελευθερία προϋποθέτει εξειδίκευση και βαθιά ενασχόληση, ώστε πάνω απ’ όλα να κατακτηθούν το ύφος και η αισθητική.

Ακριβώς σε αυτό διαπρέπει ο Σάτο, που ακόμα και στις «Τέσσερις εποχές» υπήρξε εφευρετικός σε όλα τα επίπεδα: στον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωνε τις μελωδικές φράσεις, στον τρόπο με τον οποίο διάνθιζε τη μελωδική γραμμή με ποικίλματα στο πλαίσιο της αισθητικής της μουσικής, στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν τις ταχύτητες, κάποτε με ιδιαίτερα έντονες εναλλαγές, ακόμα και στην ποιότητα του ίδιου του ήχου που επέλεγε για καθένα από μέρη των «εποχών». Ολα αυτά ανανέωναν τη σχέση του ακροατή με τα τέσσερα κοντσέρτα, έτσι ώστε να έχει κανείς την ευχάριστη αίσθηση ότι τα ακούει για πρώτη φορά. Συμβαίνει σπάνια και είναι ανεκτίμητο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT