Αν επισκεφθεί κανείς τα Μετέωρα, έστω σαν τουρίστας, έστω σήμερα, εποχή που η τεχνολογία μπορεί να λύσει αρκετά από τα πρακτικά προβλήματα που γεννά το τοπίο, δεν μπορεί παρά να νιώσει κάποιο δέος για εκείνους τους ανθρώπους που σκαρφάλωσαν στα απόκρημνα βράχια στήνοντας μονές, ασκηταριά και εκκλησίες.
Κάποια από αυτά, μάλιστα, χτίστηκαν 400, 500 ή και 600 χρόνια πριν από την εποχή μας, με πρωτόγονα μέσα, αλλά σίγουρα με τόλμη και πίστη, ενώ στο εσωτερικό τους κρύβονται καλλιτεχνικοί θησαυροί που δύσκολα κανείς υποψιάζεται. Ενίοτε, ακόμα και οι ίδιοι οι μοναχοί κατοπινών εποχών συνέχιζαν να ανακαλύπτουν το έργο των προκατόχων τους. Πρόσφατα οι εκδόσεις της Μετεωρικής Βιβλιοθήκης κυκλοφόρησαν έναν τόμο υπό τον τίτλο «Μεγάλο Μετέωρο: Η εποχή της αναγέννησης», αφιερωμένο στη σπουδαία μονή της περιοχής (Μεταμόρφωσις του Σωτήρος), μέσα από μια άγνωστη στο ευρύ κοινό σελίδα της σχετικά πρόσφατης ιστορίας της. Κεντρική μορφή, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αποτελεί ο αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Βαφείδης, ο οποίος το 1962 αναλαμβάνει την ηγουμενία του Μεγάλου Μετεώρου, σε μια εποχή που η μονή δεν έχει ουσιαστικά σχεδόν κανέναν μόνιμο μοναχό.

Η αναγέννηση
Η χαρισματική προσωπικότητα, ωστόσο, ο λόγος και η θαυμαστή πνευματικότητα του γέροντα Αιμιλιανού προσελκύουν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 αρκετούς νέους μοναχούς, ιδρύοντας έτσι μια καινούργια μοναστική αδελφότητα και αναγεννώντας τη μοναστική παράδοση της περιοχής.
«Η προσωπικότητα του γέροντα Αιμιλιανού και η φήμη που άρχισε να διαδίδεται για την αναγέννηση που συντελούνταν στο Μετέωρο, είχαν ως αποτέλεσμα να προσέρχονται στη μονή όλο και περισσότεροι νέοι, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι, προκειμένου να ζήσουν αυτόν τον νέο αέρα που έπνεε για τον μοναχισμό και να γνωρίσουν το πρόσωπο που πρόσφερε τέτοια αγάπη και προκαλούσε αυτόν τον ενθουσιασμό», σημειώνει στο βιβλίο ο συγγραφέας του, ιερομόναχος Ιουστίνος.
Η χαρισματική προσωπικότητα και η πνευματικότητα του γέροντα Αιμιλιανού προσείλκυσαν αρκετούς νέους μοναχούς μέχρι τα τέλη του ’60, αναγεννώντας τη μοναστική παράδοση.
Σύμφωνα με την αφήγηση του ιδίου, όλοι αυτοί οι νεαροί και ενθουσιώδεις μοναχοί σύντομα άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα γύρω τους: στα σπήλαια, στις οπές των βράχων και στις κορυφές, όπου τα απομεινάρια παλιών ασκηταριών τους έκαναν να νιώθουν τη σύνδεση με τους πιονέρους προκατόχους τους, που αναζήτησαν εκεί την απομόνωση και τη σύνδεση με το θείο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 βέβαια όλα αυτά ήταν από αιώνες εγκαταλελειμμένα, με την αυτοσχέδια πρόσβαση στις διάφορες απόκρημνες τοποθεσίες να έχει σβηστεί πια στο πέρασμα του χρόνου.

Το 1858
«Το πέρασμα είναι πολύ επικίνδυνο και δεν το επιχειρείς χωρίς να τρέμεις, προσκολλημένος με τα χέρια απλωμένα και τις παλάμες ανοιχτές πάνω στη λεία επιφάνεια του βράχου. Τίποτα δεν σου εγγυάται ότι δεν θα πέσεις στο κενό, εκτός από την ικανότητα που μας έδωσε ο καλός Θεός να μπορούμε να διατηρούμε την ισορροπία μας· ακόμη και τότε ο καταραμένος βράχος φαίνεται να σε σπρώχνει προς τα πίσω», διαβάζουμε στο βιβλίο.
Το απόσπασμα αποτελεί παράθεση από τα γραπτά του Γάλλου αρχαιολόγου Λεόν Χεζί, ο οποίος το 1858 τόλμησε να ανέβει στον βράχο της Αγιάς ή αλλιώς Στύλο Σταγών, δίχως όμως να φτάσει το σπήλαιο κοντά στην κορυφή του. Αυτό το ανδραγάθημα το πέτυχαν οι ατρόμητοι μοναχοί του γέροντα Αιμιλιανού, παίρνοντας μαζί τους και φωτογραφική μηχανή με την οποία κατέγραψαν τις τοιχογραφίες και τα υπόλοιπα ευρήματα της σπηλιάς.

Αγνωστος ναός
Ακόμα πιο θαυμαστά ήταν όσα ανακάλυψαν στο ασκηταριό του Αγίου Γρηγορίου, εκεί όπου εντός σπηλαίου βρέθηκε «άγνωστος περικαλλής ναός», με την επιγραφή ανέγερσης στο υπέρθυρο της εισόδου να τον χρονολογεί στο 1374/5. Στην ίδια εποχή τοποθετούνται και οι υπέροχες τοιχογραφίες, επίσης φωτογραφημένες αναλυτικά από τους μοναχούς, οι οποίες αποτελούν δείγματα κορυφαίας υστεροβυζαντινής τέχνης. Οπως μας πληροφορεί μάλιστα ο συγγραφέας, ο ίδιος ο γέροντας Αιμιλιανός σκαρφάλωσε ως τον ναό έναν μήνα αργότερα για να τελέσει θεία λειτουργία, την πρώτη έπειτα από αιώνες, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης.
Περιεργαζόμενος κανείς την πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου, θα βρει ένα σύμπλεγμα παλιότερων και πιο σύγχρονων φωτογραφιών που αποτυπώνουν διαφορετικές όψεις των Μετεώρων. Είναι ωστόσο εκείνα τα καρέ των μοναχών – αναρριχητών που προκαλούν τη μεγαλύτερη εντύπωση, αναδεικνύοντας, εκτός των άλλων, τις ευφυείς ξυλοκατασκευές, οι οποίες μετατρέπουν απλά κοιλώματα και οπές του βράχου σε λειτουργικούς τόπους κατοίκησης· από μακριά μοιάζουν σαν οστά φυτρωμένα στον βράχο, λες και οι άνθρωποι που βρήκαν εκεί πνευματικό καταφύγιο να έγιναν πράγματι ένα με το πέτρινο τοπίο.

