Οταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων, το 1963, ο διάσημος Γερμανός καλλιτέχνης Ανσελμ Κίφερ, χάρη σε μια υποτροφία που κέρδισε, ταξίδεψε στα μέρη όπου έζησε και εργάστηκε ο Βαν Γκογκ, αναζητώντας τα χνάρια του. Κρατούσε λεπτομερές ημερολόγιο με σημειώσεις και σκίτσα, καθώς ταξίδευε από την Ολλανδία στο Βέλγιο, στο Παρίσι και στην Αρλ στη νότια Γαλλία.
«Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν έφηβο, δεν με ενδιέφερε υπερβολικά η συναισθηματική πτυχή του έργου του Βαν Γκογκ ή η δυστυχισμένη ζωή του. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η ορθολογική δομή, η σίγουρη κατασκευή των καμβάδων του, σε μια ζωή που ξέφευγε όλο και περισσότερο από τον έλεγχό του».

Το έργο του μεγάλου Ολλανδού δασκάλου άγγιξε βαθιά και ενέπνευσε τον Κίφερ σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Η έκθεση που παρουσιάζεται στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου, εξερευνά αυτή τη βαθιά σύνδεση και αναδεικνύει πώς οι δύο καλλιτέχνες καταγράφουν τη φύση, τη λογοτεχνία, το σύμπαν και την ανθρώπινη κατάσταση, ο Βαν Γκογκ μέσω της συναισθηματικής έκφρασης και ο Κίφερ μέσω του βάρους της ιστορικής μνήμης.
Τα «φαντάσματα»
Γεννημένος το 1945 στον Μέλανα Δρυμό, ανάμεσα στα συντρίμμια της δίνης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κίφερ παλεύει με τα φαντάσματα του συλλογικού τραύματος και της ενοχής, καθώς εξερευνά το σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν της χώρας του και τη μεταπολεμική ταυτότητα. Τα μνημειώδη έργα του αποτελούν μια συγχώνευση καταστροφής και δημιουργίας, φθοράς και αναγέννησης.

Το πρώτο έργο που αντικρίζουμε στην έκθεση αποτίνει φόρο τιμής σε ένα από τα πιο γνωστά έργα του Βαν Γκογκ και πιθανότατα το τελευταίο έργο που φιλοτέχνησε πριν από τον θάνατό του, «Σταροχώραφα με κοράκια». Πρόκειται για έναν υποβλητικό πίνακα μεγάλης κλίμακας του Κίφερ, που υποδηλώνει τα δυσοίωνα κοράκια στον ταραγμένο ουρανό, ενώ ανάγλυφες συνθέσεις με στάχυα, εμποτισμένα με φύλλα χρυσού, κοσμούν την καμένη γη. Ενας άλλος πίνακας αντλεί έμπνευση από το ποίημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε, όπου ένας θλιμμένος άνδρας τρελαίνεται από ένα κοράκι, επαναλαμβάνοντας τη λέξη «Ποτέ πια».
Αυτή η ζοφερή διάθεση συνεχίζεται σε ένα ξυλογραφικό χαρακτικό όπου οι επιμήκεις κεφαλές από μια σειρά μαυρισμένων ηλίανθων, με μαραζωμένα φύλλα, δεσπόζουν πάνω από μια ανδρική φιγούρα που μοιάζει με πτώμα και αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Κίφερ.

Για τον Κίφερ, όπως και για τον Βαν Γκογκ, το ηλιοτρόπιο συμβολίζει τον κύκλο της ζωής. «Το ηλιοτρόπιο συνδέεται με τα αστέρια, επειδή κινεί το κεφάλι του ενάντια στον ήλιο. Και τη νύχτα είναι κλειστό. Τη στιγμή που “ανοίγει” είναι κίτρινο και όμορφο και αυτό αποτελεί ήδη ένα σημείο πτώσης. Ετσι οι ηλίανθοι είναι το σύμβολο της κατάστασης της ύπαρξής μας».
Σαν ανάγλυφα γλυπτά
Οι απέραντες συνθέσεις του Κίφερ είναι εντυπωσιακές και εκφράζουν μια ιδιαίτερη οπτική ένταση. Η πυκνή διαστρωμάτωση τις μεταμορφώνει σχεδόν σε ανάγλυφα γλυπτά, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιεί –μόλυβδος, στάχτη, άχυρο, σπόροι, χρυσός, ίζημα ηλεκτρόλυσης– αποδίδουν μια επιβλητική σωματικότητα. Δεν παύουν όμως να αποτελούν μια κυριολεκτική ανταπόκριση στη βασική θεματολογία του Βαν Γκογκ – στα σταροχώραφα, στο ηλιοτρόπιο, στο κίτρινο χρώμα, στην ψυχική διαταραχή και στο επερχόμενο τέλος του Ολλανδού ζωγράφου.
Και για τους δύο, το ηλιοτρόπιο συμβολίζει τον κύκλο της ζωής. «Συνδέεται με τα αστέρια, επειδή κινεί το κεφάλι του ενάντια στον ήλιο. Και τη νύχτα είναι κλειστό. Τη στιγμή που “ανοίγει” είναι κίτρινο και όμορφο και αυτό αποτελεί ήδη ένα σημείο πτώσης».
Σε αντίθεση με τις μνημειακές αποκαλυπτικές δημιουργίες του Κίφερ, οι μικρών διαστάσεων πίνακες του Βαν Γκογκ σφύζουν από ενέργεια, γεμάτοι φως, ζωή, χρώμα και φυσική ομορφιά, μαζί με μια μοναδική αρμονία και συνοχή. Η κεντρική αίθουσα επικεντρώνεται σε μια σειρά από πίνακες και σχέδια από τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Βαν Γκογκ. Παχιές πινελιές ζωντανεύουν τον ουρανό και το χωράφι με τις παπαρούνες, σε έναν ανεμοστρόβιλο ενέργειας, δίνοντας την εντύπωση μιας επικείμενης καταιγίδας. Εντονες χρωματικές αντιθέσεις στο «Χωράφι με ίριδες κοντά στην Αρλ», όπου το μοβ των ιρίδων αντιπαραβάλλεται με το κίτρινο των αγρών, ενώ ένα χιονισμένο τοπίο απεικονίζεται σε παγωμένο μπλε και πράσινο.

Ενα από τα περίφημα πορτρέτα της ιδιοκτήτριας του Café de la Gare, όπου ο Βαν Γκογκ σύχναζε όταν έμενε στην πόλη Αρλ, η «Αρλεζιάνα» –με τα ζωντανά χρώματα και την απλοποιημένη μορφή– αναφέρεται και στην αγάπη του καλλιτέχνη για τη λογοτεχνία – το ένα από τα δύο βιβλία μπροστά της είναι η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Τσαρλς Ντίκενς.
Η ανάγνωση
Φανατικός αναγνώστης και λάτρης της λογοτεχνίας είναι και ο Κίφερ. Ενα τεράστιο γλυπτό, η «Δανάη», απεικονίζει ένα αποξηραμένο ηλιοτρόπιο να αναδύεται από έναν σωρό βιβλίων, με τους χρυσούς σπόρους του να πέφτουν πάνω στις μολύβδινες σελίδες, υποδηλώνοντας έτσι τη φθορά αλλά και την αναγέννηση.
Σε αντίθεση με τις μνημειακές αποκαλυπτικές δημιουργίες του Κίφερ, οι μικρών διαστάσεων πίνακες του Βαν Γκογκ σφύζουν από ενέργεια, γεμάτοι φως, ζωή, χρώμα και φυσική ομορφιά.
Παραδίπλα, σε περίοπτη θέση, ο απέραντος πίνακας του Κίφερ, με τίτλο «Εναστρη νύχτα», πλάτους σχεδόν οκτώ μέτρων, με άχυρο κολλημένο στον καμβά, που τον μεταμορφώνει σχεδόν σε ανάγλυφο γλυπτό, αναφέρεται στους στροβιλιζόμενους ουρανούς και στις πηχτές πινελιές του διάσημου ομώνυμου έργου. Αδυνατεί όμως να αποτυπώσει την ένταση και την εκπληκτική λάμψη των ουρανών του Βαν Γκογκ και αποπνέει μια χροιά θεατρική, πομπώδη και αισθησιακή.

Ανάμεσα στα επιβλητικά έργα του Κίφερ, ένας μικρός πίνακας του Βαν Γκογκ, που απεικονίζει ένα ζευγάρι αφημένα παλιά παπούτσια, αποπνέει φτώχεια και μοναξιά και χαρτογραφεί ένα βαθύ και οικουμενικό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας με έναν ανεπιτήδευτο, στοχαστικό τρόπο.
*H Τίνα Σωτηριάδη είναι επιμελήτρια εκθέσεων και κριτικός τέχνης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

