Πολλοί αστέρες μαζεμένοι. Λίγες ημέρες μετά τη Γιούτζα Ουάνγκ, την ίδια ώρα που η λάμψη του Κουρεντζή έστελνε χιλιάδες στην Επίδαυρο να ακούσουν Μάλερ, ο Ντανιίλ Τριφόνοφ, ένας ακόμα σπουδαίος πιανίστας, παρουσίαζε στο Ηρώδειο ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα: μια νεανική Σονάτα για πιάνο του Τσαϊκόφσκι, την τεχνικά απαιτητική Σονάτα για πιάνο του Σάμιουελ Μπάρμπερ και τη Συναυλιακή σουίτα από το μπαλέτο «Ωραία κοιμωμένη» του Τσαϊκόφσκι, διασκευασμένη για το πιάνο από τον Μιχαήλ Πλετνιόφ. Ανάμεσα σε αυτά, χώρεσε μια ακολουθία από έξι Βαλς του Σοπέν. Ετσι, στον αντίποδα της Ουάνγκ, η οποία πρότεινε ένα πρόγραμμα εξωστρεφές, με έντονες ερμηνείες και συχνά με ρίσκο, ο Τριφόνοφ κινήθηκε χαμηλόφωνα αλλά και με συναισθηματική εγκράτεια, αφήνοντας τον πρώτο λόγο στην τεχνική.Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε τη Σονάτα σε ντο δίεση ελάσσονα κατά την τελευταία χρονιά της φοίτησής του στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολής. Η μουσική προσωπικότητα του συνθέτη προφανώς δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί, ωστόσο τα στοιχεία της διαφαίνονται κυρίως στο αργό «αντάντε», που αποδόθηκε από τον Τριφόνοφ με ευαισθησία. Συνολικά ο πιανίστας ανταποκρίθηκε με επιτυχία στις αρκετές εναλλαγές διαθέσεων της μουσικής, υπογραμμίζοντας τις λυρικές όψεις εξίσου με τις περισσότερο έντονες.
Ο σπουδαίος Ρώσος πιανίστας κινήθηκε με εγκράτεια, κυρίως χαμηλόφωνα, αφήνοντας τον πρώτο λόγο στην τεχνική.
Περισσότερες ερμηνευτικές ευκαιρίες προσέφεραν στον Τριφόνοφ τα Βαλς του Σοπέν, παρότι συνολικά επέλεξε μάλλον ομοειδή ως προς τη διάθεση. Εξοχα ερμήνευσε, λόγου χάριν, το δεύτερο του έργου 70, σε φα ελάσσονα, ένα από τα αγαπημένα του συνθέτη αλλά και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, καθώς εκτός από τη νοσταλγία και τη δεμένη σαν τραγούδι μελωδική γραμμή, έχει απόλυτη ανάγκη από την ελεύθερη διακύμανση της ταχύτητας, αυτή που δίνει στη μουσική παλμό, πλαστικότητα και εκφραστικότητα. Ακριβώς αυτό πέτυχε ο Τριφόνοφ προσφέροντας μια ονειρική ερμηνεία όπως, αργότερα, και στο δεύτερο Βαλς του έργου 34 σε λα ελάσσονα, ακόμα ένα από τα αγαπημένα του συνθέτη. Συναρπαστική υπήρξε η χαμηλόφωνη απόδοση του ζωηρού, δεξιοτεχνικού, ανάλαφρου πρώτου Βαλς του έργου 64, σε ρε ύφεση μείζονα, που αποκάλυπτε μια βαθύτερη διάσταση, πέρα από αυτήν της λάμψης. Σε αυτή τη σύντομη σελίδα μπορούσε κανείς να θαυμάσει πολλά από τα στοιχεία της τέχνης του Τριφόνοφ, τον άριστο έλεγχο της δυναμικής, τη δεξιοτεχνία αλλά κυρίως τη μουσική ευαισθησία. Οπως και στην περίπτωση της Γιούτζα Ουάνγκ, οι κάποτε πολύ προσωπικές ερμηνείες του πήγαζαν από την παρτιτούρα και δεν εφαρμόζονταν αυθαίρετα στα έργα με μόνο στόχο την προβολή του ερμηνευτή.
Εξαιρετική τεχνική
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με τη Σονάτα που συνέθεσε ο Μπάρμπερ για την επέτειο 25 ετών του Συνδέσμου Συνθετών, ένωσης που από το 1954 αποτέλεσε το αμερικανικό τμήμα της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής. Διαχρονικά οι συνθέτες συμβουλεύονταν σπουδαίους δεξιοτέχνες. Ετσι και ο Μπάρμπερ, ακολούθησε την πρόταση του Χόροβιτς για ένα «πολύ φανταχτερό τελευταίο μέρος, αλλά με περιεχόμενο». Ως αποτέλεσμα προέκυψε η εντυπωσιακή φούγκα, που ολοκληρώνει τη Σονάτα μετά το λυρικό αργό τρίτο μέρος της. Για τον Τριφόνοφ ήταν μια ευκαιρία να φανερώσει τα ερμηνευτικά περιθώρια μιας μουσικής με έμφαση στις τεχνικές απαιτήσεις.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη Συναυλιακή σουίτα από το μπαλέτο «Ωραία κοιμωμένη» του Τσαϊκόφσκι, όπως τη διασκεύασε για το πιάνο ο Μιχαήλ Πλετνιόφ. Ως αρχιμουσικός ο Πλετνιόφ έχει διευθύνει και ηχογραφήσει το έργο στην πρωτότυπη ενορχήστρωσή του, ενώ ως πιανίστας γνωρίζει άριστα πώς να μεταγράψει γλαφυρά τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ο Τριφόνοφ, πάλι, διαθέτει στο ακέραιο τις ποιότητες προκειμένου να αναδείξει το δαιμονικό όπως και το ανάλαφρο στοιχείο της μουσικής καθώς και, φυσικά, τον ρομαντισμό της. Ακόμα μία ευκαιρία, λοιπόν, κυρίως να θαυμάσει κανείς τις εντυπωσιακές τεχνικές δυνατότητες του πιανίστα, ίσως όμως λιγότερο να βιώσει συναισθήματα.

