Από τον Λογοθετίδη στον Ψάλτη

Τρίτο κείμενο σήμερα (προηγήθηκαν ο Ελβις και η Μέριλιν, η Λόρεν και η Μάνσφιλντ) μιας πιο ανάλαφρης, πιο καλοκαιρινής «τριλογίας», πριν οι «Αναμοχλεύσεις» κάνουν κι αυτές τις μικρές τους διακοπές. Κινηματογραφικό, λοιπόν, και σήμερα το θέμα, αλλά αμιγώς ελληνικό αυτήν τη φορά.

4' 9" χρόνος ανάγνωσης

Τρίτο κείμενο σήμερα (προηγήθηκαν ο Ελβις και η Μέριλιν, η Λόρεν και η Μάνσφιλντ) μιας πιο ανάλαφρης, πιο καλοκαιρινής «τριλογίας», πριν οι «Αναμοχλεύσεις» κάνουν κι αυτές τις μικρές τους διακοπές. Κινηματογραφικό, λοιπόν, και σήμερα το θέμα, αλλά αμιγώς ελληνικό αυτήν τη φορά.

Ο λόγος κυρίως για τον λεγόμενο παλιό ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος και πολλούς θεατές (μέσω τηλεόρασης) εξακολουθεί να έχει και συχνά εκθειάζεται δυσανάλογα ως προς την αξία του. Μπορεί η Βουγιουκλάκη και η Βλαχοπούλου, ο Βουτσάς και ο Βέγγος, ο Κωνσταντάρας και ο Παπαγιαννόπουλος να κάνουν πάντα εντυπωσιακά «νούμερα» ως προς την τηλεθέαση, αλλά ας μη χάνουμε το… δάσος. Ενα δάσος ταινιών συχνά κακών, συνήθως μέτριων, σπανίως καλούτσικων, σπανιότατα καλών.

Λόγω περιορισμένου χώρου, οι όποιες αναφορές μου θα είναι εν πολλοίς ενδεικτικές. Αξιόλογες ελληνικές ταινίες της προδικτατορικής περιόδου είναι, λοιπόν, οι περισσότερες του Τζαβέλλα, κάποιες του Κακογιάννη και του Κούνδουρου (όχι όλες), και βέβαια οι ταινίες (ιδιαίτερα ο «Ουρανός») του Τάκη Κανελλόπουλου. «Συμπαθητικές» θα χαρακτήριζα ορισμένες του Γρηγορίου και του Γεωργιάδη, του Δημόπουλου και του Σακελλάριου. Οσον αφορά ειδικότερα την κωμωδία, η οποία και κυριαρχούσε στις κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής, «πατέρας» όλων των κωμικών που τόσο αγαπήθηκαν από το κοινό της περιόδου 1955-70 (χοντρικά) ήταν ο μέγιστος Λογοθετίδης, αν και με μόνο πέντε-έξι ταινίες, συνήθως θεατρικά έργα που τα είχε «παίξει» και που γίνονταν σενάρια. Συχνά με υποτυπώδη οικονομικά και τεχνικά μέσα, πλαισιωμένος σχεδόν πάντοτε από τους ίδιους συνεργάτες που στελέχωναν και τον θίασό του, ο Λογοθετίδης άφησε πίσω του αριστουργηματικές κινηματογραφικές σκηνές, όπως η επίσκεψη στο νυχτερινό κέντρο του ξαδέλφου του σε αναζήτηση δανεικών στο «Σάντα Τσικίτα» ή η αναγκαστική διανυκτέρευση στον «κόμβο» Θυμαριά στο «Ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Ο λεγόμενος παλιός ελληνικός κινηματογράφος και πολλούς θεατές έχει και συχνά εκθειάζεται δυσανάλογα ως προς την αξία του.

Μένοντας στην κωμωδία, ας μην ξεχνάμε πάντως και κάτι ακόμα: μια ολόκληρη γενιά κωμικών ευτύχησε να ερμηνεύει κατά κανόνα έργα/σενάρια γραμμένα από εξαιρετικούς γνώστες του είδους (Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος, Τσιφόρος – Βασιλειάδης, Γιαλαμάς – Πρετεντέρης). Και το κυριότερο, με βάση τον «κανόνα» της εποχής, τα έργα αυτά ήταν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των ηθοποιών που επρόκειτο να τα ερμηνεύσουν. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη «Θεία από το Σικάγο» ή την «Κυρά μας τη μαμή» με άλλο ζευγάρι πρωταγωνιστών από τη Βασιλειάδου και τον Μακρή; Ποιος άλλος εκτός από τον Χατζηχρήστο θα μπορούσε να απογειώσει ένα ρόλο όπως αυτόν του Ζήκου; Ποιος άλλος θα μπορούσε να παίξει τον Μαυρογιαλούρο όπως ο Κωνσταντάρας; Ποια άλλη θα μπορούσε να σπάσει (και να σπάει ακόμη) τα ταμεία με το «Ξύλο» ή με τα «Χτυποκάρδια» αν όχι η Βουγιουκλάκη; Θα άντεχαν στον χρόνο «εύκολα» σενάρια («Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και άλλα πολλά) αν δεν τα σήκωνε στις πλάτες της η τριάδα Αυλωνίτης – Βασιλειάδου – Ρίζος ή ο Ηλιόπουλος;

Και μετά ήρθε… η χούντα. Αυτός ο «παλιός, καλός» ελληνικός κινηματογράφος βάλτωσε. Ισως, βέβαια, να είχε φτάσει έτσι κι αλλιώς στα όριά του. Ηδη τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη και τα δράματα του Φώσκολου, έστω και αν έφερναν εισιτήρια με τη σέσουλα, ήταν μετριότατες ταινίες. Μετά το 1967 ο κινηματογράφος ‒όπως όλα, άλλωστε‒ σαν να μολύνθηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αυτήν την ατμόσφαιρα κακογουστιάς και αισθητικής καταβύθισης που σταδιακά θα συμπυκνωνόταν στις Γιορτές της Πολεμικής Αρετής στο Καλλιμάρμαρο, στα τσάμικα του Παπαδόπουλου, στα (υποχρεωτικά προβαλλόμενα από τις κινηματογραφικές αίθουσες) «Ελληνικά Επίκαιρα» με τον Παττακό να κόβει κορδέλες, στην Ελλάδα που «αναστέναζε στα γήπεδα» υπό το άγρυπνο μάτι του Ασλανίδη. Ακόμα και οι παλιοί, έμπειροι ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου ήταν πλέον σκιά του εαυτού τους, εγκλωβισμένοι σε κάκιστα σενάρια (συχνά, μάλιστα, «πατριωτικού» περιεχομένου) και σε αενάως επαναλαμβανόμενες μανιέρες. Ο,τι έκανε η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη μετά το 1967 ήταν κακή Βουγιουκλάκη και κακή Καρέζη, ό,τι έκανε ο Κωνσταντάρας ή ο Βουτσάς ήταν κακός Κωνσταντάρας και κακός Βουτσάς. Μοναδική ίσως εξαίρεση στα χρόνια της χούντας, ένα διαμαντάκι: η «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού.

Ακολούθησε η Μεταπολίτευση και η κυριαρχία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Υπερφιλόδοξος, υπερπολιτικοποιημένος, με άγχος να δείξει την «αριστεροσύνη» του και να μεταδώσει «μηνύματα», ο ΝΕΚ θα έχει έντονη παρουσία τα επόμενα χρόνια, για να οδηγήσει ωστόσο σύντομα «μια ολόκληρη γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά». «Πρώτο βιολί» σε αυτήν την ορχήστρα ο Αγγελόπουλος, ο οποίος, με καλές σπουδές στη Γαλλία και με ενδιαφέρουσες ιδέες, βυθίστηκε τελικά σε μια λίμνη ναρκισσισμού, «πλανολατρίας» και παλαιοαριστερών ιδεοληψιών.

Θα κλείσω αυτήν την περιήγηση με έναν σύντομο επίλογο. Ο ήδη πολύπαθος, από πολλές απόψεις και με πολλούς τρόπους, ελληνικός κινηματογράφος έμελλε να ζήσει και μια περίοδο απόλυτου εκφυλισμού, κατρακύλας στην πιο απόλυτη ευτέλεια και κακογουστιά, με τις τηλεταινίες/κασέτες της δεκαετίας του 1980. Με πρωταγωνιστή συνήθως τον Ψάλτη, αλλά ενίοτε και με την παρουσία σε δεύτερους ρόλους γνωστών ηθοποιών της προδικτατορικής περιόδου, όπως ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, ο Γκιωνάκης, ο Ρίζος, ο Μουστάκας (το ψωμάκι να βγαίνει…), το μόνο που είχαν να πουλήσουν αυτές οι ταινίες ήταν αθυροστομία σφαιριστηρίου ή στρατώνα, σχολικές πλάκες και καζούρες, σούζες, μπουγελώματα, μπανιστήρια και άλλα τέτοια υψιπέτη. Ο απόλυτος ευτελισμός του κινηματογράφου. Οχι μόνο ως τέχνης, αλλά και ως απλής διασκέδασης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT