Ενα καταξιωμένο όνομα της εγχώριας σύγχρονης εικαστικής σκηνής φέρνει τα έργα του σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Τήνου. Από την Γκαλερί Σκουφά στον «Ασπάλαθο», το σπίτι του ορεινού χωριού του Τριαντάρου που τα καλοκαίρια φιλοξενεί καλλιτεχνικά δρώμενα, ο ζωγράφος Γιώργος Χαδούλης παρουσιάζει «Νέα τοπία, κολυμβητές και κεραμικά». Μιλάμε με τον καλλιτέχνη για τα έργα του, τη διαδικασία της δημιουργίας τους, το Μεσογειακό φως που τα κάνει να δονούνται ολοζώντανα πάνω στο χαρτί και την αγάπη του για τα κεραμικά.
Οι ανθρώπινες σιλουέτες στις «παραθαλάσσιες» ζωγραφιές σου, ενταγμένες μέσα στη φύση, μοιάζουν σαν να έχουνε μόλις ανακαλύψει τον Κήπο της Εδέμ.
«Ακριβώς έτσι είναι όταν είσαι το καλοκαίρι σε μια παραλία! Και το καταπληκτικό μ’ αυτή την ιστορία είναι ότι είναι σαν να βρίσκεσαι τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω. Είσαι σε μια κατάσταση τελείως αρχέγονη, και αυτό δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες. Και αυτό συμβαίνει ειδικά στη Μεσόγειο, γιατί είναι πολύ φιλική η φύση. Αλλά δεν είναι απλώς η φύση, αλλά και η σχέση του ανθρώπου μαζί της. Ακόμη και όταν βλέπεις ένα τοπίο, στην πραγματικότητα, καταλαβαίνεις ότι είσαι εσύ που κοιτάς, δηλαδή, είσαι μέρος της όλης συνθήκης, παρόλο που δε φαίνεσαι».

Είναι κιόλας λες και ο τρόπος που έχει διαχυθεί στο τοπίο το μελάνι με το οποίο ζωγράφισες αυτές τις μορφές, να συμβολίζει την ένωση τους με αυτό.
«Μα, έτσι και αλλιώς, μιλώντας καθαρά ζωγραφικά, εκεί πλέον γίνεται κάτι αρκετά αφηρημένο – και εννοώ πως γίνεται ένας γραφισμός. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας, ότι όλα αυτά, οι μορφές και το περιβάλλον τους, μέσα σε κηλίδες από μελάνι, σμίγουν και γίνονται ένα. Στην πραγματικότητα, η ζωγραφική είναι ένα κόλπο με χρώματα, κηλίδες και γραφισμούς. Επίσης, οι συνθέσεις αυτές έχουν μια ανεπαίσθητη κίνηση, οι μορφές αυτές είναι σαν να χορεύουν. Ενώ είναι μια στατική εικόνα, στην πραγματικότητα έχει μια κίνηση και ένα ρυθμό».

Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι βράχοι που εμφανίζονται μπροστά από αυτά τα εξωτικά τοπία; Πρόκειται για αληθινά μέρη, ή μεταφυσικά, εικόνες του ασυνείδητου;
«Νομίζω είναι καθαρά η ζωή μπροστά μου, και όχι το ασυνείδητο. Είναι κάτι απτό, αληθινό. Είναι κάτι που γνωρίζεις καλά και που το έχει βιώσει βαθιά, και την ώρα που το ζωγραφίζεις δε σκέφτεσαι καν, πάει κάπως από μόνο του. Είσαι σαν ένας ηθοποιός που έχει μάθει τα λόγια του και τα απαγγέλει χωρίς να σκέφτεται».


Χωρίς σκέψη, λοιπόν, έτσι ώστε να μπορείς να ζεις εκείνη τη στιγμή – σε απόλυτο έλεγχο και ταυτόχρονα εκτός ελέγχου.
«Ναι, και αυτό έχει ο τρόπος που δουλεύω: θέλω να έχει έναν ρυθμό που να με συνεπαίρνει και να αυτοσχεδιάζω. Να έχει δηλαδή έναν αυτοματισμό που δε χρειάζεται καν τη σκέψη. Ίσως εκεί λοιπόν έγκειται το μεταφυσικό στοιχείο, καθότι τότε μπαίνεις σε μια άλλη διάσταση του χώρου και του χρόνου. Έχουμε διάφορες λέξεις γι’ αυτό: η έμπνευση, η Μούσα… Και αυτό είναι, κατά βάση, κάτι το ανεξήγητο».
Πότε και πως άρχισες να ασχολείσαι με τα κεραμικά, και τι σε γοητεύει στα βάζα, που έχεις ζωγραφίζει πολλά την τελευταία δεκαετία, για εκθέσεις ή συλλογές;
«Τυχαία έμπλεξα με αυτά, επειδή ένας φίλος μου είπε να του ζωγραφίσω ένα σερβίτσιο. Τελικά, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που απορροφά το κεραμικό υλικό το χρώμα και γίνονται ένα, ήταν κάτι που μου ταίριαζε. Και όλο αυτό έγινε στις αρχές του 2000, πολύ πριν από την πρόσφατη τάση των κεραμικών εργαστηρίων στην Αθήνα. Όσο για τα βάζα, σε αυτά σου δίνεται μια άλλη δυνατότητα. Έχεις ένα καμβά καμπυλωτό, σφαιρικό, είναι επιφάνεια τρισδιάστατη. Είναι ένα αντικείμενο πια! Οπότε μπορώ να κάνω και κάτι πιο αφηγηματικό, κάτι που μπορεί να διαβαστεί, περιστρέφοντας το βάζο, σαν μια ιστορία, σαν “σκρολάρισμα” πάνω σε ένα αρχαίο μέσο».


