Η τύχη ενός ρομαντικού και επίμονου Ελληνα ζωγράφου σε κάποιο εργαστήρι σε μια αθηναϊκή γειτονιά είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρει μια ατομική έκθεση, θα πληρώσει περισσότερα από όσα θα εισπράξει, θα αποκτήσει μια πρόσκαιρη δημοσιότητα και μετά πάλι από την αρχή. Η κοινωνία μας αλλά και οι μηχανισμοί της λίγο ενδιαφέρονται για τον εντοπισμό, τη στήριξη και την ανάδειξη καλλιτεχνών σε όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι θα είναι τυχεροί, αλλά οι πιο πολλοί δεν θα μπορούν να ζουν από την τέχνη τους. Μακριά από την Αθήνα, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Στον αντίποδα, η υπερβολική δημοσιότητα που δίνεται σε εκθέσεις και σε μεμονωμένες περιπτώσεις καλλιτεχνών, συχνά ξένων, που εκθέτουν στην Ελλάδα, σε ιδρύματα, σε γκαλερί και μουσεία με δικτύωση στο εξωτερικό και σε συλλεκτικούς κύκλους, είναι συχνά δυσανάλογη της αξίας τους. Οχι ότι δεν έχουμε δει καλές ή απλώς ενδιαφέρουσες εκθέσεις από πολυδιαφημισμένα ονόματα που θα εκθέσουν στην Αθήνα ή σε κοσμικά νησιά. Εχουμε όμως δει και εκθέσεις που δεν θα τις προσέχαμε αν δεν είχαν εξασφαλισμένη τη δημοσιότητα και όλον αυτόν τον συντονισμένο μηχανισμό της αποθέωσης, με φωτογραφίες, συνεντεύξεις, κοσμικά γκαλά, επιμελητικά κείμενα και ακριβούς καταλόγους που αφορούν μια ισχνή μειοψηφία.
Το ζήτημα είναι ασφαλώς διεθνές και εισαγόμενο. Ενα ολόκληρο δίκτυο προώθησης καλλιτεχνών με μια ορισμένη ακτιβιστική ατζέντα, ιδιαίτερη, μειοψηφική, πολιτικά φορτισμένη, σε σύμπνοια με τις προτεραιότητες των συλλεκτικών κύκλων από το Χονγκ Κονγκ και τη Σεούλ ώς τη Γενεύη, το Λονδίνο και το Λος Αντζελες, ορίζει τη μεγάλη μερίδα της δημοσιότητας σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη παραγωγή της τέχνης. Ενας τεράστιος κύκλος εργασιών στηρίζει τις φιλοδοξίες αυτές.
Στη δική μας κοινωνία όπου το κοινό είναι ούτως ή άλλως περιορισμένο, οι συλλέκτες λίγοι και όπου τα μέλη ενός περιφερόμενου κοινού γνωρίζονται έστω και εξ όψεως μεταξύ τους, η λάμψη αυτού του κόσμου, η έστω και εφήμερη, γεννά μια τεράστια ανισοβαρή συνθήκη.
Η Αθήνα προσελκύει πλέον και διεθνή ονόματα και υπάρχει εδώ και χρόνια σημαντική κινητικότητα. Αυτό που προβληματίζει είναι η κατασκευή του γεγονότος. Η δημοσιότητα κερδίζεται συχνά με υπερφίαλο τρόπο πριν καν δούμε την όποια έκθεση, και πριν διαβάσουμε καν τις αναμενόμενες κοινοτοπίες σε ολοσέλιδες συνεντεύξεις. Την ίδια στιγμή πολλοί ικανότατοι και ταλαντούχοι Ελληνες εικαστικοί εισπράττουν, στην καλύτερη περίπτωση, λίγες στιγμές ικανοποίησης όταν καταφέρουν να εκθέσουν τα έργα τους (για τα οποία λίγοι ενδιαφέρονται και ακόμη λιγότεροι αγοράζουν). Οι ίδιοι θα πρέπει αν θέλουν και μπορούν να πληρώσουν κείμενα και καταλόγους και να περιμένουν στωικά το κοινό. Λίγοι από τα μέσα προβολής θα ασχοληθούν μαζί τους, αν και τις περισσότερες φορές έχουν να πουν πολύ πιο ενδιαφέροντα και ουσιαστικά πράγματα από τους μέγκα-σταρ των περιφερόμενων ανά τον κόσμο προβεβλημένων καλλιτεχνών, που με αυτόματο ρεφλέξ υποδεχόμαστε ως εξαιρετικές περιπτώσεις.
Προφανώς όλος αυτός ο κόσμος που συνδέει την τέχνη με το χρήμα και τη δημοσιότητα ειρωνεύεται το «απλοϊκό» βλέμμα όσων κρατούν αποστάσεις από τον κατασκευασμένο θόρυβο. Σημασία όμως έχει τι μένει στο τέλος…

