Στις ελληνικές ταινίες του ’60, το καινούργιο τότε σιντριβάνι πρωταγωνιστούσε σε πολλές σκηνές ως σύμβολο της μοντέρνας Αθήνας. Και ήταν. Η παλαιά μορφή της Ομόνοιας, με τα ανθοπωλεία, τα πέτρινα περίπτερα, τα στηθαία, είχε σαρωθεί. Η νέα Αθήνα ήθελε να είναι μοντέρνα, να δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο, να είναι διεθνής κοσμόπολη.
Οι μεταμορφώσεις της Ομόνοιας στον χρόνο είναι μια παράλληλη ιστορία της πόλης. Ο Μιχαήλ Μητσάκης είχε περιγράψει τη νυχτερινή ζωή της Ομόνοιας στη δεκαετία του 1890, με τους αμαξάδες και τα γαλακτοπωλεία, μια Ομόνοια που σαρώθηκε και εκείνη στη δεκαετία του 1920, όταν άρχισαν τα έργα για τον υπόγειο σταθμό του ηλεκτρικού, ένα από τα μεγάλα έργα του Βενιζέλου, τότε. Εκείνη η Ομόνοια που προέκυψε (και που τη βλέπουμε σε φωτογραφίες των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50) αφανίστηκε πλήρως το 1958-59 με τα έργα για το σιντριβάνι, την κυκλική μορφή της πλατείας, την προτεραιότητα στο αυτοκίνητο.

Οι αναρίθμητες αλλαγές στην Ομόνοια, από τις Μούσες στη δεκαετία του ’30 ώς τον Δρομέα στη δεκαετία του ’80, σηματοδοτούν τις ποικίλες προσεγγίσεις στον δημόσιο χώρο, αλλά πάνω από όλα συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι υπάρχει ένας ευδιάκριτος και ξεχωριστός κόσμος πάνω και γύρω από την πλατεία. Υπήρχε από πάντα, απλώς σταδιακά η πλατεία έπαψε να είναι εκείνο το μελίσσι της ελληνικής κοινωνίας, πάντα με τον αυθεντικό λαϊκό χαρακτήρα του. Η Ομόνοια, με τα πολλά καταστήματά της ολόγυρα, τα ξενοδοχεία, τους μικροπωλητές, τους επαίτες και τα καφενεία της, ήταν μια αυθεντική πλατεία όπου όλοι οι Ελληνες με έναν τρόπο συνυπήρχαν. Μεροκαματιάρηδες και αστοί. Ηταν μια εποχή που σήμερα μοιάζει απλή, αθώα, εξωραϊσμένη χωρίς αμφιβολία, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική, και μέσα από ένα ορισμένο πρίσμα, συγκινητική και ίσως ωραία.
Το σιντριβάνι, ή διαφορετικά η αλλαγή πλεύσης της Ομόνοιας μετά το 1959, ήταν το άλμα σε μια άλλη εποχή. Ηταν ένας κρατικός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, με πρωτεύσαντα τον διανοούμενο εικαστικό Γιώργο Ζογγολόπουλο (1903-2004) ο οποίος σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Κώστα Μπίσιο είχαν προτείνει τη γνωστή υδάτινη σύνθεση, που όμως θα είχε στο κέντρο της το γλυπτό «Ποσειδώνας» που είχε εκτεθεί το 1957 στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Σε κάθε περίπτωση, το σιντριβάνι λειτούργησε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ως σύμβολο της νέας Αθήνας. Εξέφρασε το πνεύμα της εποχής ώς περίπου το 1980, όταν η Ομόνοια άρχισε να παρακμάζει. Τελειωτικό χτύπημα ήταν ο εμπρησμός των πολυκαταστημάτων και λίγα χρόνια μετά, η αλλαγή του διεθνούς γεωπολιτικού σκηνικού.
Ηδη πριν από την Κατοχή είχε αρχίσει η αποξήλωση του νεοκλασικού χαρακτήρα της Ομόνοιας με την κατεδάφιση του κτιρίου στην αριστερή γωνία με την Αγίου Κωνσταντίνου, όπου βρισκόταν και ο Μπακάκος. Μετά το 1954 οι κατεδαφίσεις πύκνωσαν (γκρεμίστηκε και το «Κοτοπούλη»), αλλά αρκετά από τα κτίρια του 1880-1900 διασώθηκαν. Από τις πιο σημαντικές απώλειες ήταν τα νεοκλασικά κτίρια προς την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου. Ακόμη όμως και το μοντέρνο για τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κτίριο του Θουκυδίδη Βαλεντή που υψώθηκε εκεί, κακοποιήθηκε με παρεμβάσεις. Το «Μπάγκειον» και ο «Μέγας Αλέξανδρος» (που κινδύνευσε με κατεδάφιση επί χούντας) παραμένουν σε κακή κατάσταση. Η σύγχρονη Ομόνοια δεν προκαλεί κανένα αίσθημα ευφορίας. Αλλά χωρίς αμφιβολία είναι καλύτερη σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια.

