Με μία εξαιρετική ορχήστρα αλλά ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα εμφανίστηκε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καρύδης. Στις 10 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Eλληνας αρχιμουσικός διηύθυνε στο Ηρώδειο την Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης σε τέσσερα ετερόκλητα έργα: τη σύνθεση «Ω φως αφεγγές! – Ωδή στον Οιδίποδα» του Περικλή Κούκου, το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο του Λιστ, την άρια «Μουσική για λίγο» από τη σκηνική μουσική του Πέρσελ για την εκδοχή του σοφόκλειου «Οιδίποδα» από τους Τζον Ντράιντεν και Ναθάνιελ Λι και τη «Φανταστική» Συμφωνία του Μπερλιόζ. Στα δύο φωνητικά έργα σολίστ ήταν ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ενώ το Κοντσέρτο του Λιστ ερμήνευσε ο Ελβετός πιανίστας Φραντσέσκο Πιεμοντέζι.
Oπως και κατά την περυσινή του εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (βλ. «Κ», 4.8.2024), ο Καρύδης δόμησε το πρόγραμμά του με έργα διαφορετικών εποχών και αισθητικής. Σταθερή παραμένει η αφοσίωση στον μέντορά του Περικλή Κούκο, του οποίου περιέλαβε έργο και κατά τη φετινή συναυλία. Αυτή τη φορά επρόκειτο για νέα σύνθεση, μια σκηνή για βαρύτονο και ορχήστρα, αρθρωμένη σε τέσσερα μέρη, που γράφηκε έπειτα από παραγγελία της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης και του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και είναι αφιερωμένη στον Καρύδη. Μουσικά, αντλεί υλικό από τη σκηνική μουσική που είχε συνθέσει ο Κούκος το 2005 για παράσταση της τραγωδίας «Οιδίπους επί Κολωνώ», που είχε παρουσιαστεί στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου και μετάφραση Κ. Χ. Μύρη. Τη μουσική χαρακτήριζε το απολύτως αναγνωρίσιμο ύφος του συνθέτη, πρωτίστως λυρικό, μελωδικό και με έντονο το ρυθμικό στοιχείο.
Ακολούθησε το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο του Λιστ, που ο Φραντσέσκο Πιεμοντέζι απέδωσε πολύ καλά, ανταποκρινόμενος στις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις αλλά και στον λυρισμό της μουσικής. Ο έξοχος διάλογός του με το τσέλο της Κέιτ Γκουλντ αναδείχτηκε σε μια από τις πιο ποιητικές στιγμές της βραδιάς.
Eξοχα ξύλινα πνευστά
Πέρυσι ο Καρύδης είχε επιλέξει ως «εισαγωγή» στην Τέταρτη Συμφωνία του Μπετόβεν, μία σύνθεση του Αμερικανού Τσαρλς Aϊβς. Φέτος προέταξε της «Φανταστικής» Συμφωνίας του Μπερλιόζ την προαναφερθείσα άρια του Πέρσελ στη μεταγραφή της από τον Μπρίτεν. Οι στίχοι της περιγράφουν την παρηγορητική δύναμη της μουσικής, αναφέρονται σε μία από τις Ερινύες και μιλούν για την απελευθέρωση των νεκρών από τα αιώνια δεσμά τους. Στόχος υπήρξε, πιθανώς, μια χαμηλόφωνη εισαγωγή στη «Φανταστική» Συμφωνία, η οποία περιγράφει ένα «επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη». Στην κορύφωσή του, κατά τη διάρκεια ενός «διαβολικού οργίου», ο «καλλιτέχνης» καταδιώκεται από κάθε είδους «Ερινύες» της εποχής του ρομαντισμού, μάγισσες και ξωτικά. Το κοινό του Ηρωδείου που δεν ενημερώθηκε σχετικά και δεν «διάβασε» για τη σκέψη του αρχιμουσικού, αντάμειψε τον Χριστογιαννόπουλο και τη Σοφία Ταμβακοπούλου (πιάνο) για την ερμηνεία τους στο τραγούδι, διαλύοντας τη «γέφυρα» ανάμεσα στα δύο έργα.
Οι καλές ερμηνείες δεν αναίρεσαν την αμηχανία ενός προγράμματος με τέσσερα έργα χωρίς μεταξύ τους συνοχή.
Μείζον έργο της συναυλίας υπήρξε η «Φανταστική» Συμφωνία. Ο Καρύδης είχε στα χέρια του μια καλά συντονισμένη ορχήστρα με εξαιρετικούς σολίστες όχι μόνο στα κρίσιμα ξύλινα πνευστά, το φλάουτο, το όμποε, το αγγλικό κόρνο, το κλαρινέτο και το φαγκότο, αλλά και στα υπόλοιπα όργανα, στα οποία ο Μπερλιόζ επιφυλάσσει χαρακτηριστικό ρόλο. Ετσι, είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια ερμηνεία η οποία πρόβαλε με σχεδόν θεατρικό τρόπο την αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε τον λυρισμό της μουσικής. Ιδιαίτερα δραματικά, όπως είναι το ζητούμενο, δόθηκαν τα δύο τελευταία μέρη. Ωστόσο είχε κανείς την αίσθηση ενός ελέγχου και μιας πειθαρχίας που περιόριζαν το ζητούμενο οργιαστικό και δαιμονικό στοιχείο της μουσικής. Ισως, πάλι, το σχετικά δαμασμένο αποτέλεσμα οφειλόταν στην ακουστική του ανοικτού χώρου, που αμβλύνει τις εντυπώσεις.

