ELIZABETH STROUT
Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα
μτφρ.: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
εκδ. Αγρα, 2024, σελ. 265
Ανυποψίαστη και ξαφνιασμένη, περίεργη αλλά όχι ανήσυχη, με μια απορία κι όχι απολύτως πεπεισμένη για όσα πρέπει να κάνει και όσα να αποφύγει, η Λούσυ Μπάρτον μπαίνει στο βασίλειο της πανδημίας. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ερχόταν. Μονάχα η σοβαρή, απρόσμενη, δυσεξήγητη πρόσκληση του πρώην άνδρα της να τον ακολουθήσει σε ένα σπίτι στο Μέιν, σ’ ένα μικρό, απεριποίητο, αφημένο σπίτι δίπλα στη θάλασσα θα τη βάλει σε σκέψεις. Απρόθυμη αλλά με εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που μαζί έχουν δύο κόρες, η Λούσυ θα εγκαταλείψει το διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη για λίγο, θα πάρει ελάχιστα ρούχα αλλά δεν θα επιστρέψει ποτέ.
Μεγάλες βόλτες στην εξοχή, γνωριμία με καινούργιους ανθρώπους που δεν είναι φιλόξενοι, δεν θέλουν τους Νεοϋορκέζους, λίγα βιβλία για παρέα, ανησυχία για τα παιδιά της και σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. Παρακολουθώντας από τις οθόνες του υπολογιστή, του τάμπλετ, του κινητού όσα εξελίσσονται ραγδαία, τα νέα που φτάνουν τρομακτικά καθώς απομόνωση, αρρώστια, θάνατος γίνονται η κανονική καθημερινή ζωή, τίποτα δεν μοιάζει ανθρώπινο πια. Ολα στρέφονται γύρω από την απλή επιβίωση. Η Λούσυ, κάπως ασφαλής μέσα στην αβεβαιότητα, έχει την πολυτέλεια να βυθίζεται στο παρελθόν της, να διαχειρίζεται το παρόν της, να αναρωτιέται για το μέλλον της.
Η πρώτη της έγνοια, οι κόρες της. Επιβεβαιώνει με τη συνεχή ανησυχία της, τα τηλεφωνήματά της, τις πλάγιες συμβουλές και την υπόκωφη ανάμειξη στις ζωές τους πως πάντα το παιδί μένει για τον γονιό σημείο αναφοράς, η απόλυτη εικόνα της αγάπης. Οι ζωές των παιδιών της θα ανατραπούν. Η εξαντλητική κάθε μέρα περιορισμού, η δουλειά για όλους από το σπίτι, ο τρόμος της άγνωστης αρρώστιας, φανερώνουν ξαφνικά ασυμβατότητες στα ζευγάρια, γεννούν ενδιαφέρον για άλλους ανθρώπους, γνωριμίες της διαδικτυακής ζωής, ξεσκεπάζουν την εσωτερική παράλυση και τον παροξυσμό του επείγοντος. Η Λούσυ ανακαλύπτει τις κόρες της ξανά, εκτιμά αλλιώς την κάποτε αυτονόητη δυνατότητα να βλέπονται, να αγκαλιάζονται, να χαίρονται και να απολαμβάνουν η μία την άλλη. Τώρα, κρεμασμένες στο τηλέφωνο, εγκλωβισμένες στην απόσταση, βιάζονται να πουν όσα υπό άλλες συνθήκες δεν θα έλεγαν, να μοιραστούν αυτό που πονάει, πληγώνει, ζητάει γιατρειά.
Η Ελίζαμπεθ Στράουτ περιγράφει αυτό που ζήσαμε όλοι. Την αποξένωση, τον φόβο, την περίκλειστη, υποχρεωτικά απομονωμένη κάθε μας μέρα για πολύ καιρό.
Κι έπειτα είναι η ίδια. Χήρα εδώ κι ένα χρόνο, νοσταλγεί τον αγαπημένο της δεύτερο σύζυγο, συνειδητοποιεί την απώλεια, μετράει ξανά αυτό που ήξερε, πόσο σημαντικός υπήρξε ο Ντέιβιντ για εκείνη. Υπάρχει στη σκέψη της κάθε μέρα, μικρές αφορμές τον φέρνουν κοντά της, λεπτομέρειες της κοινής τους ζωής μεγεθύνονται τόσο που την πονούν. Ομως δεν είναι μόνο αυτές οι αναμνήσεις που τη βάζουν σε συνεχείς σκέψεις. Κάθε στιγμή, στις ατελείωτες βόλτες, στον ξαφνικά άπειρο διαθέσιμο χρόνο, στην υποχρεωτική μοναξιά, το μυαλό δίνει μικρές αφορμές για να ξανασκεφτεί τη ζωή της, τις επιλογές της, τους φίλους, τους γνωστούς, τους ανθρώπους που είχαν και ίσως έχουν ακόμη σημαντικό ρόλο στη ζωή της.
Ο Ουίλλιαμ βέβαια. Ο πρώην άνδρας της που την άφησε ξεκρέμαστη συναισθηματικά κι εκείνη τον εγκατέλειψε. Που τώρα ξαναμπήκε στη ζωή της φροντίζοντάς την με τον τρόπο της αγάπης, σιωπηλά και με πράξεις, με πιο σημαντική βέβαια ότι την τράβηξε μακριά από τον κίνδυνο της πανδημίας. Εκείνος που φέρει ανεπούλωτα τα τραύματα της νεότητας και προσπαθεί τώρα, πριν από το τέλος της ζωής, να τα αναγνωρίσει και να τα περιποιηθεί. Ο Ουίλλιαμ που μπορεί να είναι χειριστικός και τρυφερός, πρακτικός και βαθιά ευαίσθητος, προνοητικός και γενναιόδωρος. Ο Ουίλλιαμ που μπορεί να υπάρξει ξανά, όπως παλιά.
Η Ελίζαμπεθ Στράουτ περιγράφει αυτό που ζήσαμε όλοι μας. Την αβίωτη ζωή της πανδημίας. Την αποξένωση, τον φόβο, την αγωνία, την περίκλειστη, υποχρεωτικά απομονωμένη κάθε μας μέρα για πολύ καιρό. Αγγίζει όμως τη λεπτομέρεια όσων μας συνέβησαν, αποτυπώνει πόσο πεταλούδες της μιας μέρας υπήρξαμε και τι μπορεί να μας κρατήσει ζωντανούς όταν όλα γύρω μας χάνονται και οι βεβαιότητες αποδεικνύονται πιο γελοίες από ποτέ. Είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Η ακατάλυτη σχέση με εκείνους που μπορούμε να μιλήσουμε οποτεδήποτε και για τα πάντα και που μόνο η απώλειά τους όπως τη ζήσαμε μπορεί να κλονίσει την όποια ισορροπία μας.

