EMILY BENDER, ALEX HANNA
The AI Con: How to Fight Big Tech’s Hype and Create the Future We Want
εκδ. Harper, 2025, σελ. 288
Η υστερία, το λεγόμενο hype, γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη είναι μια απάτη που αποσκοπεί στον πλουτισμό και την ενδυνάμωση μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Αυτό ισχυρίζονται οι συγγραφείς Εμιλι Μπέντερ και Αλεξ Χάνα στο πολύ επίκαιρο βιβλίο τους «The AI Con: How to Fight Big Tech’s Hype and Create the Future We Want», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η «ΑΙ» είναι ένας όρος του μάρκετινγκ που δεν αναφέρεται σε ένα συνεκτικό σύνολο τεχνολογιών. Απ’ την αρχή, ο όρος υιοθετήθηκε για να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος σ’ ένα πεδίο με πολύ αβέβαιη εξέλιξη. Θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα αν σήμερα αναφερόμασταν στο ChatGPT απλά σαν ένα «στατιστικό μοντέλο». Με τον όρο «ΑΙ» οι κατασκευαστές και οι πωλητές της μοιάζουν υπεράνθρωποι και οι τεχνολογίες τους δείχνουν να κάνουν πράγματα που έως τώρα απαιτούσαν ανθρώπινη κρίση, αντίληψη ή δημιουργικότητα. Μ’ άλλα λόγια, ρίχνουν ψηφιακή στάχτη στα μάτια μας.
Η Τ.Ν. εμφανίζεται δημόσια είτε σαν πανάκεια ή σαν μια δυνητική υπεραπειλή, υποστηρίζουν οι Αμερικανίδες. Στη δημόσια σφαίρα αντιμάχονται δύο φαινομενικά ανταγωνιστικά στρατόπεδα που ερίζουν για το παρόν και το μέλλον της. Απ’ τη μια είναι οι «Doomers», αυτοί που φοβούνται την καταστροφή από την Τ.Ν., και οι «Boosters», αυτοί που είναι υπερενθουσιώδεις με την Τ.Ν. Αυτές οι δύο ομάδες, σύμφωνα με τις Μπέντερ και Χάνα, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς αμφότερες πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της Τ.Ν. είναι αναπόφευκτη, και οπωσδήποτε ωφέλιμη, κάτι με το οποίο διαφωνούν κάθετα. Η θρυλούμενη απειλή των συστημάτων Τ.Ν., το επονομαζόμενο υπαρξιακό ρίσκο που θέτουν στην ανθρωπότητα, είναι μια τακτική για να ενισχυθεί η δύναμη των εταιρειών, να εξασφαλιστούν ακόμα μεγαλύτερες επενδύσεις και να αποσπαστεί η προσοχή του κοινού απ’ τα αληθινά προβλήματα. Οι συγγραφείς απορρίπτουν μετ’ επιτάσεως την ιδέα ότι η ανάπτυξη της Τ.Ν. είναι αναπόφευκτη. Βλέπουν την τρέχουσα Τ.Ν. σαν ένα μέσο συγκέντρωσης εξουσίας, εκμετάλλευσης δεδομένων και εξαγωγής κέρδους και κατονομάζουν ως πραγματικούς κινδύνους της την απώλεια θέσεων εργασίας, την υποβάθμιση του ανθρώπινου μόχθου, την αύξηση των ανισοτήτων, την αναξιοπιστία των συστημάτων, όπως επίσης τις κοινωνικές, ψυχολογικές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της.
«Τι κάνουμε;»
Το εύλογο ερώτημα, του «τι κάνουμε», απαντάται στο τέλος του βιβλίου με μια σειρά συμβουλών. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να εκπαιδευτούμε. Να μάθουμε πώς λειτουργούν αυτά τα συστήματα. Τα μοντέλα αυτά ούτε είναι ούτε πρόκειται να γίνουν «σκεπτόμενες μηχανές» με ανθρώπινη κατανόηση. Η εξέλιξή τους δεν είναι δεδομένη η τεχνολογία είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων που παίρνουν άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Η καινοτομία θα πρέπει να επιδιώκεται με γνώμονα το συμφέρον όλων των ανθρώπων και όχι μιας ελίτ. Θα πρέπει όλοι, για παράδειγμα, να έχουμε το δικαίωμα να μην αξιολογούμαστε από μηχανές και να μπορούμε να επιλέγουμε την εξαίρεσή μας. Επιπλέον, ορισμένες τεχνολογίες όπως η αναγνώριση συναισθημάτων, θα πρέπει να απαγορευτούν, λόγω του απάνθρωπου χαρακτήρα τους.
Οι συγγραφείς μάς προτρέπουν να επανεκτιμήσουμε την αυθεντικότητα, να αρνούμαστε την ευκολία των απαντήσεων των τσάτμποτς, και να ανατρέχουμε σε πρωτότυπες πηγές για την πληροφόρησή μας. Το ChatGPT έχει τεράστια κόστη, τα οποία παραμένουν εν πολλοίς αθέατα.
Σύμφωνα με το συγγραφικό δίδυμο πρέπει να δούμε πέρα απ’ τη μόδα της Τ.Ν. και να αναρωτηθούμε τι είδους μέλλον επιθυμούμε. Οι τεχνολογικές εταιρείες έχουν τη δική τους ατζέντα, η οποία φαίνεται ότι βρίσκεται στους αντίποδες των πιεστικών προτεραιοτήτων της ανθρωπότητας. Αν μας πείσουν ότι η Τ.Ν. συνιστά σοβαρότερο κίνδυνο απ’ την κλιματική κρίση, θα έχουν πετύχει τον στόχο τους. Ωστόσο, μετά απ’ αυτό το βιβλίο κανείς πια δεν θα μπορεί να πει «δεν ήξερα». Η αποκάλυψη της εξαπάτησης βάζει τα θεμέλια μιας αφύπνισης που μπορεί να ανακόψει την πορεία προς το «αναπόφευκτο» γεγονός. Πριν παραδοθεί η κριτική σκέψη στις μηχανές, θα χρειαστούμε γενναίους στοχαστές όπως την Μπέντερ και τη Χάνα.

