ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Του καιρού που επιμένει
εκδ. Κίχλη, σελ. 136
Η λιτή διευκρίνιση στο εξώφυλλο του βιβλίου εν είδει υποτίτλου: «Μικρά και μεγάλα πεζά». Από μία άποψη, πρόκειται για εύστοχες περιλήψεις διηγημάτων, συνοπτικές αναφορές σε σημαδιακά περιστατικά της περιπέτειας των ανθρώπων των άστεων ή των επαρχιακών κέντρων, εύρυθμες ελεγείες σε πεζόμορφη, ιδιαίτερα προσεγμένη εκδοχή ή και αποσπασματικές διηγήσεις από τον ιστό μιας νουβέλας, η οποία θέλει να αρκείται στην όποια ακριβοδίκαιη σύνοψή της. Από τα ψίχουλα, τα οποία αφήνει πίσω του το άχθος αρούρης της γειτονιάς, η προ πολλού δόκιμη εκπρόσωπος της αυστηρά συνηρημένης μορφής των λεκτικών εκδηλώσεων, Μαρία Στασινοπούλου (Καλαμάτα, 1945-), αναδιαμορφώνει μεθοδικά και με υποδειγματική ακριβολόγο τεχνική εικόνες, όψεις, πτυχές και τοπία ενός, εξ ορισμού μάλιστα, παροδικού, πλην όμως αυθεντικού ζην. Ταυτοχρόνως προβάλλεται διεξοδικά, συχνά πυκνά, το λανθάνον βάθος του βίου των προσεκτικά επιλεγμένων χαρακτήρων της. Τα συνειδητά κεκρυμμένα, τα κατ’ ανάγκην απωθημένα, όσο γίνεται μάλιστα βαθύτερα στα στρώματα του εγώ, αναφαίνονται αποκρυσταλλωμένα στη διηγητική επιφάνεια, όταν το επιτρέψει η δεδομένη κειμενική πρόνοια. Η προσωποπαγής υφολογική περιποίηση είναι δεδηλωμένη.
Οι δε δόσεις της ειρωνείας, του δημιουργικού σαρκασμού, των απαραίτητων αυτοελέγχων, της σάτιρας, του ιαματικού χιούμορ και της αναμενόμενης, ως εκ των πραγμάτων, κριτικής της περιρρέουσας, λίγο πολύ νοσούσης ατμόσφαιρας είναι όντως ισόποσες. Η λεκτική ισορροπία είναι άλλωστε πάγιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του προκείμενου αφηγηματικού DNA. Ετσι, η ευεργετική οικονομία του πεζογραφικού – εν μέρει ποιητικού διαβήματος τηρείται στο ακέραιο. Αυτό σημαίνει ότι ακυρώνονται στην πράξη όλοι οι πειρασμοί ενός καλολογικού πληθωρισμού, ο οποίος ταλαιπωρεί κάποιους άλλους ομοτέχνους. Γενικά, το αδιαπραγμάτευτο συλλαβικό μέτρο των φραστικών εδώ συνταγμάτων αποτελεί απαρασάλευτο ήθος.
Συγκρατώ ότι η εγνωσμένη επαγγελματική φιλολογική επάρκεια της συγγραφέως συμβάλλει αποφασιστικά στην άρτια ολοκλήρωση του θεματολογικού σχεδίου. Το τελικό αισθητικό προϊόν δεν στενάζει, ούτε λυγίζει επικίνδυνα από το κατά καιρούς συσσωρευμένο γνωσιολογικό φορτίο. Ο Αριστοτέλης παρίσταται, φέρ’ ειπείν, αυτοπροσώπως προς το τέλος του έργου και συγκεκριμένα στη σελίδα 108, υπογραμμίζοντας δεόντως ότι «η αφή είναι η ακριβέστατη αίσθηση». Η παρουσία του εντούτοις δεν συνεπάγεται την άσκηση ενός στείρου, κοινότοπου διδακτισμού. Ή μιας ενοχλητικής εμπλοκής δήθεν διακειμένων. Ο εμβληματικός αυτός φιλόσοφος συμμετέχει στα δρώμενα και μας απευθύνεται ως να ήταν στ’ αλήθεια ένας καλοπροαίρετος π.χ. συγγενής.
Οφείλω να αναφέρω την έμμεση πλην σαφή αναφορά στον ανελέητο, σκληροπυρηνικό βιβλικό «Εκκλησιαστή» σε μια από τις επιλογικές σελίδες αυτής της ευφυώς συγκερασμένης συλλογής πεζών. Ο «μάταιος αυτός κόσμος», όπως αποτυπώνεται απολύτως κατηγορηματικά (σ. 108) διαρθρώνει την όποια εν τέλει πρόσκαιρη, ευάλωτη περιουσία μας. Αυτό αποφαίνεται η πλειονότητα των παρόντων διηγητικών φορέων και μαζί τους βεβαίως η Μαρία Στασινοπούλου. Της μένει βέβαια ένα βήμα ακόμη να κάνει, απερίσπαστη όπως είναι και να παραδεχτεί ότι σε τελευταία ανάλυση έχουμε να κάνουμε με ένα όνειρο ή με ένα ψέμα. Ητοι, τίποτε δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν, όλα είναι ατελείς κι επίμονες ψευδαισθήσεις, όπως θα της έκλεινε το μάτι και θα συμφωνούσε μαζί της, γνέφοντας ένας πολύπειρος, αποδεδειγμένα φωτισμένος γκουρού του ινδουισμού. Η συγγραφέας δείχνει να διστάζει και δεν φαίνεται να ασπάζεται το ανέκκλητο πέρασμα στο μη ον, στον πάγιο, ως γνωστόν, εφιάλτη των Ελεατών. Ο περιλάλητος ψεύτικος κόσμος, αυτός ο παραπειστικός, δόλιος ντουνιάς δεν είναι ένα οποιοδήποτε είδωλο, μια οποιαδήποτε φενάκη, αλλά το αίμα εκείνο ακριβώς, το οποίο ρέει ασίγαστο στις φλέβες των προσώπων, τα οποία μπαινοβγαίνουν με έκδηλη άνεση στις παραγράφους του καιρού που περνάει.
Συνοψίζοντας, θα ισχυριζόμουν ότι η συλλογή αυτή αποτελεί, εκτός των άλλων, από καθαρά ειδολογική άποψη, ένα ανοικτό εργαστήριο της παραγωγικής, εξ αντικειμένου πειστικής εκφοράς του λυσιτελούς λόγου.

