Μία σπουδαία ορχήστρα εμφανίστηκε στις 6 Ιουλίου στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Στην πρώτη της εμφάνιση στο ρωμαϊκό ωδείο η Φιλαρμονική του Μονάχου, ένα σύνολο 132 ετών που έχει παίξει σε παγκόσμια πρώτη Συμφωνίες του Μάλερ, παρουσίασε ένα πρόγραμμα με δύο ιδιαίτερα δημοφιλή έργα. Στο πρώτο μέρος της βραδιάς ερμήνευσε το Κοντσέρτο για βιολί του Γιοχάνες Μπραμς με σολίστ την Αμερικανίδα βιολονίστρια Χίλαρι Χαν, ενώ στο δεύτερο έπαιξε τη «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Αντονίν Ντβόρζακ. Την ορχήστρα διηύθυνε ο 47χρονος Κολομβιανός αρχιμουσικός Αντρές Ορόσκο-Εστράδα, ο οποίος από την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο αναλαμβάνει γενικός μουσικός διευθυντής της Κολωνίας και, συνακόλουθα, της περίφημης ορχήστρας Γκίρτσενιχ της ίδιας πόλης.
Ο Μπραμς συνέθεσε και αφιέρωσε το μοναδικό του Κοντσέρτο για βιολί στον διάσημο Ούγγρο βιολονίστα, συνθέτη και αρχιμουσικό Γιόζεφ Γιόακιμ, ο οποίος και το πρωτόπαιξε στη Λειψία την Πρωτοχρονιά του 1879. Το έργο έχει σαφείς αναφορές στο Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν και ο Γιόακιμ επιχείρησε να τις φωτίσει, παίζοντας και τα δύο έργα στην ίδια συναυλία. Στόχος του, προφανώς, δεν ήταν να εκθέσει τον φίλο του Μπραμς, αλλά αντίθετα να τον αναδείξει ως συνεχιστή και κληρονόμο του μεγάλου Γερμανού δασκάλου.
Το πρώτο και σημαντικό στοιχείο στην απόδοση της Χίλαρι Χαν ήταν η εξαιρετική ποιότητα του ήχου της. Ενός ήχου ομοιογενούς, ισχυρού και παλλόμενου σε όλη του την έκταση, ο οποίος άνετα έμπαινε σε δημιουργικό διάλογο με τη μεγάλη συμφωνική ορχήστρα.
Επιπλέον, ενός ήχου εκπληκτικής τονικής ακρίβειας και σιγουριάς, όπου όλα τα τεχνικά και δεξιοτεχνικά προβλήματα φαινόταν να έχουν επιλυθεί και αφομοιωθεί, και το μόνο ζητούμενο έμοιαζε να είναι η ερμηνεία. Ως προς την ερμηνεία, λοιπόν, η Χαν υπογράμμισε τον λυρισμό της μουσικής, σχηματίζοντας τις μελωδικές φράσεις με μεγάλη γενναιοδωρία και φροντίζοντας ιδιαίτερα τη συνέχεια της μουσικής ροής, ακόμα και κατά τις νευρώδεις, κοφτές φράσεις του τρίτου μέρους. Από την πλευρά του ο Ορόσκο-Εστράδα κινήθηκε στην ίδια λογική, αλλά στο υπέροχο δεύτερο μέρος του Κοντσέρτου μάλλον υπερέβαλε, καθώς η αργή ταχύτητα που επέλεξε, οδηγούσε σχεδόν στην απονεύρωση της μουσικής.
Συγκινητικός Ντβόρζακ
Χωρίς ανάλογα προβλήματα υπήρξε η μουσική διεύθυνση του Κολομβιανού αρχιμουσικού στη διάσημη Ενατη Συμφωνία του Ντβόρζακ, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 1893, δηλαδή περίπου 14 χρόνια μετά το Κοντσέρτο του Μπραμς. Αυτή τη φορά η πλαστικότητα του Ορόσκο-Εστράδα σε ό,τι αφορούσε τις ταχύτητες λειτούργησε προς όφελος της μουσικής. Ειδικότερα στο πρώτο μέρος του έργου ο αρχιμουσικός επιβράδυνε σημειακά, αφήνοντας τα ελεγειακά μουσικά θέματα να ανασάνουν και να αναπτυχθούν. Αμέσως μετά επέστρεφε στη βασική του ταχύτητα, διατηρώντας αμείωτο τον παλμό και την ενέργεια της μουσικής. Συνολικά, η μελωδικά γενναιόδωρη αυτή Συμφωνία ωφελήθηκε από τις ποιότητες της γερμανικής ορχήστρας: από τον γεμάτο και ομοιογενή ήχο των εγχόρδων ιδιαίτερα δε των τσέλων, από τα εξαιρετικά ξύλινα πνευστά και τα λαμπερά αλλά όχι επιθετικά χάλκινα.
Δημοφιλή έργα των Ντβόρζακ και Μπραμς ωφελήθηκαν από την υψηλή δεξιοτεχνία της Φιλαρμονικής του Μονάχου.
Στο δεύτερο μέρος του έργου η νοσταλγική μελωδία που ο Ντβόρζακ εμπιστεύθηκε στο αγγλικό κόρνο, γοητεύει έτσι κι αλλιώς από μόνη της. Εχει ενδιαφέρον, όμως, ότι το σόλο αυτό αρχικά είχε γραφεί για κλαρινέτο. Στη συνέχεια ο Ντβόρζακ το μετέγραψε για αγγλικό κόρνο επειδή ο πιο μελαγχολικός ήχος αυτού του οργάνου τού θύμιζε περισσότερο τη φωνή του Χάρι Μπέρλι, του Αφροαμερικανού μαθητή του, από τον οποίο πρωτάκουσε «σπιρίτουαλς». Η συγκινητική απόδοση του σόλο από τον Κάι Ραπς στο αγγλικό κόρνο γεννούσε συναισθήματα που ανέσυραν παρόμοια ακούσματα.
Στο νευρώδες γ΄ μέρος της Συμφωνίας («Σκέρτσο») η διάθεση της μουσικής φωτίστηκε εκ νέου. Η ερμηνεία ολοκληρώθηκε με την αναμενόμενα μεγαλόπρεπη απόδοση του τελευταίου μέρους.

