Χωρίς κανένα τραπέζι ανάμεσά μας

Ο Εμανουέλ Μποβ πέθανε τον Ιούλιο του ’45 και κανείς δεν θα έπρεπε να τον θυμάται πια. Οταν εκδόθηκε η «Παγίδα», μετά τον πόλεμο, το κοινό αδιαφόρησε. Επειτα, τα βιβλία του Μποβ εξαφανίστηκαν. Τα αντικατέστησαν καινούργια βιβλία που ξεχάστηκαν και αυτά με τη σειρά τους, για να καλυφθούν από τα επόμενα. Αυτό συμβαίνει συνήθως

4' 53" χρόνος ανάγνωσης

Ο Εμανουέλ Μποβ πέθανε τον Ιούλιο του ’45 και κανείς δεν θα έπρεπε να τον θυμάται πια. Οταν εκδόθηκε η «Παγίδα», μετά τον πόλεμο, το κοινό αδιαφόρησε. Επειτα, τα βιβλία του Μποβ εξαφανίστηκαν. Τα αντικατέστησαν καινούργια βιβλία που ξεχάστηκαν και αυτά με τη σειρά τους, για να καλυφθούν από τα επόμενα. Αυτό συμβαίνει συνήθως.

Ωστόσο, πρόσφατα ο Μποβ μεταφράστηκε ξανά στα ελληνικά. Τέλη του ’80 είχε μεταφραστεί το πρώτο του μυθιστόρημα, «Οι φίλοι μου», εξαντλημένο πια. Πρόπερσι, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν τον «Αρμάν». Για εμένα, ήταν μια αναγνωστική έκπληξη, η οποία ήρθε την περίοδο που η περιέργειά μου για νέες ανακαλύψεις είχε μειωθεί.

Πριν από κάποιους μήνες, εκδόθηκε η «Παγίδα». Ενα μεσημέρι, συνάντησα τη Μαρία Γυπαράκη, η οποία βρίσκεται πίσω από τις εκδόσεις Στίλβη. Μου έδωσε ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος που η ίδια είχε μεταφράσει. Μιλήσαμε για λίγη ώρα, όσο μας το επέτρεψε ο καύσωνας. Μερικές ημέρες μετά, έφυγα από την Αθήνα.

Πήρα την «Παγίδα» μαζί μου, την ιστορία του Μπριντέ που προσπαθεί να δραπετεύσει από τη Γαλλία, αηδιασμένος από την κυβέρνηση του Βισί. Είναι αλήθεια πως ο τρόπος που o Μπριντέ αντιλαμβάνεται τον κόσμο θυμίζει τον Αρμάν: Λες και κοιτάζουν παρέα ένα ερωτηματικό που κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, έτοιμο να τους αποκεφαλίσει.

Λεπτομέρειες

Μόνο που ο Μπριντέ είναι περισσότερο απεγνωσμένος, και επομένως γελοίος, επειδή έχει ένα στόχο, μια ολόκληρη αποστολή να φέρει εις πέρας, συμπαρασύροντας τελικά το μυθιστόρημα στη χώρα της αφηγηματικής κανονικότητας. Αν λοιπόν ο Μπριντέ παγιδεύεται στην αφήγηση, ο Αρμάν αναπνέει μέσα από τις λεπτομέρειες.

Ο Αρμάν δεν είναι ένας σχολαστικός παρατηρητής της λεπτομέρειας. Είναι ο ίδιος οι λεπτομέρειες. Οτιδήποτε παρατηρεί στους δρόμους της πόλης, στο άνετο διαμέρισμα της συντρόφου του, στο μίζερο σπίτι του φίλου του ή στο ξενοδοχείο της αδελφής του φίλου του, είναι ο ίδιος. Σαν ένα σχέδιο που σχηματίζεται αν ενώσεις τις σκόρπιες τελείες σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Αλήθεια, τι σχηματίζεται αν συνδέσεις τις μαύρες κουκκίδες του Αρμάν;

Η ιστορία του μυθιστορήματος, που κυκλοφόρησε έναν αιώνα πριν, είναι υποτυπώδης. Μετά τον πρώτο πόλεμο, ο φτωχός Αρμάν συζεί με μια πλούσια χήρα. Ενα μεσημέρι συναντά τον Λουσιέν, έναν παλιό φίλο που ζει στην ανέχεια. Ο Αρμάν τον καλεί σε γεύμα. Την επόμενη ημέρα τον βρίσκει στον τελευταίο όροφο του άθλιου κτιρίου όπου κατοικεί. Γνωρίζει τη μικρή του αδελφή, τη Μαργκερίτ. Οταν η χήρα ανακαλύπτει πως ο Αρμάν έχει φιλήσει τη Μαργκερίτ, τον χωρίζει κι αυτός επιστρέφει στο σημείο μηδέν.

Ογδόντα χρόνια μετά, ο Εμανουέλ Μποβ εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει πως ό,τι και να κάνουμε, δεν θα δραπετεύσουμε ποτέ.

«Πώς βρέθηκα εδώ;» φαίνεται ν’ αναρωτιέται ο τριαντάχρονος ήρωας, καθώς διασχίζει την έκταση των εκατό σελίδων του βιβλίου. «Τι κάνω σ’ ένα όμορφο σπίτι με μια γυναίκα που δεν αγαπώ πια;» ρωτάει μπροστά σ’ έναν μεγάλο καθρέφτη που αντανακλά την ηχώ του συμβιβασμού του, λες και η ερώτηση έχει ξεπηδήσει από κάποιο στίχο του Ντέιβιντ Μπερν. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την απόγνωση που νιώθουμε όταν συνειδητοποιούμε την κατάστασή μας, η οποία έχει υφανθεί γύρω μας υπόκωφα, σαν ιστός. Την ειλικρίνεια πολλοί εμίσησαν· την άγνοια, ουδείς. Η σιωπηλή αράχνη είμαστε εμείς.

Από την άλλη, ο Μπριντέ έχει πανικοβληθεί που βρίσκεται στη διχοτομημένη Γαλλία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πραγματικότητα, δεν θέλει να βρίσκεται πουθενά. Ούτε να είναι εγκλωβισμένος στην επικίνδυνη υποκρισία της «ελεύθερης» Γαλλίας, ούτε να έρθει αντιμέτωπος με την ασφυξία στο κατεχόμενο Παρίσι.

Ελάχιστες φορές έχει χρόνο για λεπτομέρειες, να παρατηρήσει ό,τι στριφογυρίζει δίπλα του. Απλώς, ψάχνει να σωθεί. Αλλά όταν το κάνει, πλησιάζει την ακρίβεια του Αρμάν: «Η νύχτα ήταν δίχως φεγγάρι. Τα άστρα ήταν αμέτρητα, τόσο πολλά που ο Μπριντέ είχε την εντύπωση πως τον ουρανό τον κάλυπτε πάχνη. Μόνο σαν πέρασε λίγη ώρα συνειδητοποίησε πως η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής και πως η πάχνη αυτή ήταν τα ίδια τα άστρα».

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Αρμάν αποτελεί μια πρώιμη εκδοχή της απάθειας του Μερσό και της επιπολαιότητας του Αλεξάντρ. Ο Μερσό θα εμφανιστεί στον «Ξένο» του Καμύ, το ’42. Ο Αλεξάντρ, στην ταινία «Η μαμά και η πουτάνα» του Ζαν Εστάς, τριάντα χρόνια αργότερα: περιφέρεται άεργος στο Παρίσι, βολτάροντας, διαβάζοντας στα καφέ, φλερτάροντας και φλυαρώντας. Ζει στο διαμέρισμα μιας μεγαλύτερης γυναίκας, που τον συντηρεί. Την ίδια στιγμή ερωτεύεται μια νεαρή νοσηλεύτρια. Οι ομοιότητες του τετράωρου φιλμ με το μικρό μυθιστόρημα του Μποβ είναι φανερές, τουλάχιστον για όποιον είναι επιρρεπής να ξετρυπώνει τέτοιου είδους εκλεκτικές συγγένειες: «Ημασταν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς κανένα τραπέζι ανάμεσά μας».

Παγίδα

Ο Μποβ γεννήθηκε το 1898 στο Παρίσι. Από νεαρή ηλικία, γνώρισε επιτυχία με τα βιβλία του. Ωστόσο, δυσκολεύτηκε πολύ με τη ζωή του. Αρρώστησε λίγο πριν κλείσει τα σαράντα και ο πόλεμος τον ρήμαξε κυριολεκτικά. Παρά τις δυσκολίες, δεν έπαψε ποτέ να γράφει. Λες και προσπαθούσε να ξεφύγει μέσα από το γράψιμο, ενώ κατά βάθος γνώριζε πως το γράψιμο δεν ήταν διαβατήριο, αλλά παγίδα. Δεν είναι τυχαίο που ο Μπέκετ τον αναγνώρισε ως μάστορα της λεπτομέρειας. H λογοτεχνία χτίζεται με λεπτομέρειες. Οτιδήποτε άλλο το σβήνει ο χρόνος.

Κοιτάζω, μέσα από το φινιστρίνι, τον ορίζοντα που έχει κοκκινίσει. Προσπαθώ να ολοκληρώσω την ανάγνωση της «Παγίδας», ξεφυλλίζω τον «Αρμάν», δουλεύω ξανά ένα κριτικό σημείωμα που είχα γράψει πέρυσι και δεν δημοσιεύθηκε ποτέ: «Κατά τη διάρκεια της πτώσης του, οι λεπτομέρειες είναι η σωστική λέμβος για τον Αρμάν. Οι ρίγες του παντελονιού που διακόπτονται στο γόνατο, η λεκιασμένη κουρτίνα, το κίτρινο ασθενικό φως, οι χοντρές σόλες των παπουτσιών, το κεφάλι που γλιστράει από το μαξιλάρι, ο ουρανός».

Από την άλλη, ο Μπριντέ αναζητά μια ευκαιρία να διαφύγει στην Αγγλία για να βρει τον Ντε Γκωλ, αλλά πέφτει συνεχώς σε εμπόδια (χαφιέδες, αστυνομία, δικαστές), με τον ίδιο τρόπο που ο Αρμάν λυτρώνεται από τις λεπτομέρειες. Οσο προχωράει το μυθιστόρημα, τόσο χάνουμε το περίγραμμα του Μπριντέ, ώσπου, στο τέλος, απομένει μια γραμμή καπνού που αντικαθιστά το σώμα του και διαλύεται στον θαλασσινό αέρα πριν φτάσω στο νησί. Ογδόντα χρόνια αργότερα, ο Μποβ εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει πως ό,τι και να κάνουμε, δεν θα δραπετεύσουμε ποτέ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT