«Η σιωπή είναι η καλύτερη μουσική. Μου αρέσει πολύ, αλλά επίσης μου αρέσει να είμαι μόνη και να εξασκούμαι. Για παράδειγμα, πριν με καλέσετε, τραγουδούσα. Λατρεύω αυτή τη διαδικασία· εγώ και ο εαυτός μου μόνος με τη μουσική».
Στην οθόνη του λάπτοπ η σοπράνο Νίνα Μινασιάν χαμογελάει, ενώ με το χέρι της πάει μπροστά και πίσω τα πλούσια καστανά μαλλιά της, μια κίνηση που κάνει συχνά και μάλλον ασυναίσθητα. Συζητάμε μέσω ψηφιακής πλατφόρμας μία ημέρα πριν ταξιδέψει με προορισμό την Αθήνα και την Εθνική Λυρική Σκηνή. Η αρμενικής καταγωγής λυρική τραγουδίστρια θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Τζίλντα στο Ηρώδειο, στην παράσταση του «Ριγολέττου», σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, στις 27 και 30 Ιουλίου.
Είναι Κυριακή, στην Αθήνα ένα μεσημέρι με πολλή ζέστη, στο Βέλγιο, όπου βρίσκεται εκείνη, βρέχει. Μετακινεί ελαφρά το κεφάλι της για να μου δείξει το παράθυρο πίσω της: το νερό σχηματίζει στο τζάμι ρυάκια. Καθώς οι εντατικές πρόβες του «Ριγολέττου» θα γίνουν στη χώρα μας κατά τον συνήθως καυτό Ιούλιο, μιλάμε λίγο για την κλιματική αλλαγή στην Ευρώπη. «Μόνον τις φωτιές φοβάμαι όταν έχει πολλή ζέστη. Αλλιώς, είμαι συνηθισμένη σε υψηλές θερμοκρασίες Στην Αρμενία κάνει πολλή ζέστη και το κλίμα είναι ξηρό», λέει. «Βεβαίως, άλλο να είσαι στο σπίτι σου και να κάνεις διακοπές και άλλο να προετοιμάζεσαι για μια όπερα του Βέρντι. Κάθε λέξη γίνεται τότε πιο απαιτητική».
Η Νίνα Μινασιάν έχει γεννηθεί στην Αρμενία και έγινε σολίστ στο Στούντιο Οπερας του Ωδείου του Ερεβάν το 2010. Νικήτρια του διαγωνισμού τραγουδιού Τατεβίκ Σαζανταριάν και Πάβελ Λισιτσιάν το 2011, εντάχθηκε στο πρόγραμμα για νέους καλλιτέχνες στο Θέατρο Μπολσόι στη Μόσχα. Το 2015 έκανε το ντεμπούτο της στην Deutsche Oper στο Βερολίνο ως Βασίλισσα της Νύχτας και ανέλαβε τον ρόλο της Τζίλντα στο Θέατρο Μπολσόι υπό τη διεύθυνση του Εβελίνο Πιντό. Κατά τη διάρκεια της σεζόν 2016/2017 ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο της Λουτσία ντι Λαμερμούρ στην Κρατική Οπερα της Βαυαρίας στο Μόναχο και στη συνέχεια επανέλαβε τον ρόλο για το ντεμπούτο της στην Οπερα του Παρισιού.
«Ημουν ένα παιδί που αγαπούσε πολύ τη μουσική, θυμάμαι τον εαυτό μου να τραγουδάω από μικρή, περίπου 5 ή 6 ετών. Αγαπούσα την αρμενική λαϊκή μουσική και η μαμά μου με ώθησε να πάω σε μια πολύ καλή σχολή στο Ερεβάν. Πήρα σωστή εκπαίδευση, εμπλούτισα τη μουσική παιδεία μου και αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας τραγουδίστρια της όπερας. Σκέφτηκα ότι δεν θα μου ήταν και τόσο δύσκολο. Σπούδασα στο Ωδείο του Ερεβάν περίπου πέντε χρόνια και χάρη σε ένα διαγωνισμό για νέους καλλιτέχνες επιλέχθηκα ανάμεσα σε πολλούς για να σπουδάσω στο Θέατρο Μπολσόι. Είναι ακόμα ένα από τα καλύτερα προγράμματα στον κόσμο. Ετσι η ζωή μου άλλαξε εντελώς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», σχολιάζει.
Τη ρωτώ εάν το Ερεβάν διαθέτει μουσικές υποδομές για οπερατικούς τραγουδιστές που θα επιδιώξουν διεθνή καριέρα, όπως έκανε η ίδια ή ο συμπατριώτης της τενόρος Λιπαρίτ Αβετισιάν, που θα ερμηνεύσει στο Ηρώδειο τον αδίστακτο Δούκα της Μάντοβα, με τον οποίο η νεαρή αθώα Τζίλντα είναι ερωτευμένη μέχρι θανάτου.
«Ναι, έχουμε όπερα, έχουμε πολύ καλό εθνικό ωδείο και ωραίες φωνές», απαντά. «Αλλά δυστυχώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια το ωδείο δεν βρίσκεται στο υψηλό επίπεδο του παρελθόντος, κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης. Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος τομέας που δεν πάει καλά στη χώρα μου».
Προφανώς λοιπόν η καριέρα της διεθνούς λυρικής τραγουδίστριας υπήρξε για εκείνη μια μεγάλη ευκαιρία. Τη ρωτώ εάν ο κόσμος της όπερας πάσχει από προκαταλήψεις, αν δηλαδή προτιμά να επιλέγει για τους μεγάλους ρόλους ρεπερτορίου ερμηνευτές από την Ευρώπη και την Αμερική. Εχει νιώσει ποτέ τη θλίψη κάποιας εις βάρος της διάκρισης;
«Ενδεχομένως να συμβαίνει, αλλά το δικό μου παράδειγμα είναι διαφορετικό», λέει. «Δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο και χαίρομαι, προφανώς, γι’ αυτό. Ποτέ δεν ένιωσα ξένη στον κόσμο της όπερας κι έχω μόνον εξαιρετικές αναμνήσεις από τη δουλειά μου έως τώρα».
«Και η μοναξιά των ξενοδοχείων ανά τον κόσμο, όπου κάθε φορά βρίσκεστε για παραστάσεις;», επιμένω.
«Ας πούμε ότι είναι ένα από τα προβλήματα του επαγγέλματος, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με πειράζει. Μου αρέσει να μένω με τον εαυτό μου και να εξασκούμαι, να διαβάζω και να απολαμβάνω την ηρεμία, ή να γνωρίζω νέες χώρες και ανθρώπους. Αλλωστε δεν είμαι single», λέει, και εξηγεί ότι γνώρισε τον σύντροφό της στην Ολλανδία, στην εθνική όπερα της χώρας. Είναι και εκείνος μουσικός, παίζει όμποε, και όσο εμείς μιλάμε, βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο βλέποντας τηλεόραση.
Μου αρέσει να μένω με τον εαυτό μου και να εξασκούμαι, να διαβάζω και να απολαμβάνω την ηρεμία, ή να γνωρίζω νέες χώρες και ανθρώπους.
Συζητάμε για την έως τώρα πορεία της καριέρας της και εξομολογείται ότι περιμένει με ανυπομονησία το Ηρώδειο. Αρχισε να κάνει τα βήματά της στην Ευρώπη κυρίως με την Τζίλντα. Σε συνδυασμό με τη Λουτσία ντι Λαμερμούρ, είναι δύο από τους αγαπημένους της ρόλους. «Πάντα μια πρόκληση, αλλά και μια μεγάλη ευχαρίστηση», τονίζει.
Και εάν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην άδολη Τζίλντα και στην τολμηρή Λουτσία;
«Είναι και οι δύο πολύ δυνατοί ρόλοι», παραδέχεται. «Η μουσική δεν είναι εύκολη, είναι πολύχρωμη, εκφραστική και διαθέτει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων: μέρη ελαφρά, χαρούμενα και μέρη δραματικά. Για να είμαι ειλικρινής, ως χαρακτήρα προτιμώ τη Λουτσία, αλλά το να τραγουδάς Βέρντι είναι πάντοτε μια εξαιρετική εμπειρία».
Δεν είναι μόνο ένας ο ρόλος που ονειρεύομαι να τραγουδήσω. Περιμένω να πλησιάσω τις βασίλισσες του μπελκάντο και μια μέρα, φυσικά, τη Νόρμα.
Και οι επόμενοι στόχοι που θέτει;
«Κατ’ αρχάς να κρατώ τη φωνή μου ωραία, υγιή και φρέσκια. Στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο ένας ο ρόλος που ονειρεύομαι να τραγουδήσω. Υπάρχουν τόσο πολλοί, και επιπλέον θα ήθελα πολύ να τραγουδήσω μπαρόκ μουσική. Περιμένω να πλησιάσω όλες τις βασίλισσες του μπελκάντο και μια μέρα, φυσικά, τη Νόρμα».
*«Ριγολέττος» του Τζουζέπε Βέρντι.
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Θέατρο Ηρώδου Αττικού, 27 και 30 Ιουλίου.

