«Το ζήτημα δεν είναι να πιάσεις ένα καλό ηλιοβασίλεμα. Οταν κοιτάζω μια εικόνα πρέπει να μπορώ να δω τι είναι αυτό που προσπαθεί να μου πει. Υπάρχει ιστορία; Από εκεί ξεκινάει η φωτογραφία», εξηγούσε ο Αρά Γκιουλέρ στο ντοκιμαντέρ «Ara Güler: The Eye of Istanbul», που μιλούσε για τη ζωή και το έργο του.
Αρμενικής καταγωγής, γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1928. Από πολύ νωρίς έρχεται σε επαφή με τον χώρο των τεχνών, αφού από το φαρμακείο του πατέρα του προμηθεύονται όλοι οι ηθοποιοί της πόλης τα απαραίτητα για το μακιγιάζ τους. Από τον πατέρα του παίρνει δώρο σε μικρή ηλικία και μια μηχανή προβολής Ernemann Kino και έτσι ξεκινάει η σχέση του με τον κινηματογράφο. Στο ντοκιμαντέρ ακούγεται να λέει πως η ταινία «Σινεμά ο παράδεισος» μιλάει σε μεγάλο βαθμό και για τη δική του ζωή. Εργάζεται και ο ίδιος ως χειριστής μηχανής προβολής στο σινεμά «Γιλντίζ» για κάποιο διάστημα, και εξαιτίας του πάθους του για τις ιστορίες που ξετυλίγονται στο άσπρο πανί, επαναλαμβάνει την ίδια τάξη στο σχολείο για τρεις χρονιές. «Οσα έμαθα να παρατηρώ μέσα από τον φακό ήταν οι θεμέλιοι λίθοι της ζωής μου», λέει χωρίς δισταγμό μπροστά στον φακό.

Αποφοιτώντας, εγγράφεται στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει οικονομικά, αλλά και στη δραματική σχολή με σκοπό να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Μέχρι τα 20 έχει γράψει εννέα έργα, το ένα από αυτά δημοσιεύεται σε μικρές εφημερίδες και έτσι ανοίγει για εκείνον η πόρτα της δημοσιογραφίας.
Φωτορεπόρτερ
Ξεκινάει τα φωτορεπορτάζ με τη Yeni Istanbul και γρήγορα μεταπηδά στη Hürriyet. Το 1958 εργάζεται ως ανταποκριτής του Τime – Life για τη Μέση Ανατολή, ακολουθούν συνεργασίες με τα Paris Match, Stern και Sunday Times. Υπήρξε μια εποχή που κυκλοφορούσε με τέσσερις φωτογραφικές μηχανές πάνω του, μία για κάθε έκδοση. Σε κανένα θέμα δεν αποδέχεται τον ρόλο του φωτογράφου, αρνείται πως κάνει τέχνη. Η τέχνη είναι ψεύτρα, υποστηρίζει, ενώ η φωτογραφία αντανακλά μόνο την πραγματικότητα.
Αυτά που τον ενδιαφέρουν είναι ο άνθρωπος και η είδηση, αυτά τον κινητοποιούν. Τα καφενεία, οι ναοί, οι ψαρόβαρκες, οι αγορές και οι αποβάθρες δεν έχουν καμία σημασία χωρίς τους ανθρώπους που ενεργοποιούν το κάθε σημείο. «Οι τόποι από μόνοι τους δεν λένε τίποτα. Εγώ φωτογραφίζω τους ανθρώπους και τα γεγονότα που τους κάνουν αυτό που είναι», υποστήριζε σε συνεντεύξεις του.
Τα καφενεία, οι ναοί, οι ψαρόβαρκες, οι αγορές και οι αποβάθρες δεν έχουν καμία σημασία για τον Αρά Γκιουλέρ χωρίς τους ανθρώπους. «Οι τόποι από μόνοι τους δεν λένε τίποτα. Εγώ φωτογραφίζω τους ανθρώπους και τα γεγονότα που τους κάνουν αυτό που είναι».
«Η προσέγγισή του είναι ανθρωποκεντρική ακόμη κι αν ο άνθρωπος απουσιάζει από το κάδρο, ακόμα κι αν φωτογραφίζει αντικείμενα ή κτίρια, αυτά υπαινίσσονται την ανθρώπινη παρουσία, ο φακός του είναι σταθερά προσανατολισμένος στο ανθρώπινο ίχνος», επισημαίνει και ο πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου, Κώστας Πράπογλου, με αφορμή την έκθεση «Η Ανατολία του Ara Güler με χρώμα», την οποία διοργανώνει το ελληνικό μουσείο σε συνεργασία με το Μουσείο, το Αρχείο και το Ερευνητικό Κέντρο Ara Güler στην Κωνσταντινούπολη και το γενικό προξενείο της Τουρκίας στη Ρόδο.
Πόλη και Μικρασία
Τον Γκιουλέρ τον έχουμε συνδέσει κυρίως με τις εμβληματικές ασπρόμαυρες λήψεις του από τον γενέθλιο τόπο του, με τους εργάτες στο λιμάνι του Κεράτιου Κόλπου, τους ψαράδες με τα σκαμμένα πρόσωπα, τους πλανόδιους που πουλούν μύδια, τα παιδιά που χάνονται μέσα στα στενά. Κυρίως, τον έχουμε ταυτίσει με τον επίμονο παρατηρητή μιας πόλης που άλλαζε ραγδαία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως ο κ. Πράπογλου με διαβεβαιώνει πως και οι λήψεις του με έγχρωμο φιλμ είναι εξίσου δυνατές. «Αρχίζει να δουλεύει με χρώμα σε μεγαλύτερη ηλικία, πιθανόν γιατί υπάρχει ζήτηση από τις εκδόσεις με τις οποίες συνεργάζεται».

Ο ίδιος ο φωτογράφος ανέφερε ότι το άσπρο και το μαύρο είναι στα γονίδιά μας, όμως το χρώμα δεν τον πρόδωσε, δεν του στέρησε κάτι από τον κινηματογραφικό του τρόπο, το ευαίσθητο βλέμμα του. Ακολούθησε την ίδια λογική και στο έγχρωμο φιλμ, έψαξε την ιστορία πίσω από κάθε στιγμιότυπο, αποτύπωσε τον ανθρώπινο μόχθο, την απεραντοσύνη της φύσης, τη μοναξιά, τη χαρά του ανθρώπου για τα ασήμαντα. Υμνησε τα χρώματα, τις υφές και απέδωσε χωρίς διάθεση ωραιοποίησης το ίχνος του χρόνου. «Το χρώμα δεν χρησιμοποιείται απλώς εδώ για αισθητική απόλαυση, αλλά αποτελεί ίζημα μνήμης και εμπειρίας», σημειώνει ο κ. Πράπογλου. Εξηγεί πως ήθελε να φέρει στη Ρόδο μια λιγότερο γνωστή πτυχή του έργου του σπουδαίου δημιουργού, απόλυτα όμως συνδεδεμένη με την αγάπη του για τα ταξίδια και αντιπροσωπευτική τού πώς έβλεπε εκείνος την Ανατολή, ως έναν τόπο φθοράς, επιβίωσης και ιστορικού βάρους. «Ο Γκιουλέρ αρνείται τη γοητεία της νοσταλγίας και τον διακοσμητικό εξωτισμό που συχνά προσδίδεται στην Ανατολή», αναφέρει.
Οι 62 φωτογραφίες που απαρτίζουν τον κορμό της έκθεσης καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από το 1957 έως το 2003, και αποτυπώνουν το γεωγραφικό και πολιτισμικό βάθος της Μικράς Ασίας: από τις διαβρωμένες από το αλάτι προβλήτες της Αλικαρνασσού και τα αρχαία μάρμαρα της Αφροδισιάδας έως τον Ναό των Διδύμων νότια της Μιλήτου και από το απομακρυσμένο Αγκρι, στα ανατολικά, έως την ακτογραμμή του Aναμούρ στη Μεσόγειο και τη σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Πόντου Μονή Σουμελά.
Ο κ. Πράπογλου στέκεται ιδιαίτερα στην Αφροδισιάδα, την ελληνιστική πόλη που ανακάλυψε ο Γκιουλέρ κοντά στο Αϊδίνι, η οποία είναι αυτή που κατά κάποιο τρόπο τον συνδέει μαζί του. «Η δική του έρευνα πυροδότησε το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Μετά το δικό του έργο ξεκίνησαν οι συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή. Ως φοιτητής στη διάρκεια του διδακτορικού μου στην Αγγλία βρέθηκα και εγώ στον αρχαιολογικό χώρο συμμετέχοντας στην ανασκαφική δραστηριότητα».
Στην αρχαία Καρία

Ο Αρά Γκιουλέρ βρέθηκε στην περιοχή τέλη της δεκαετίας του ’50 για να φωτογραφίσει ένα φράγμα που κατασκεύαζαν Γάλλοι. Αντίκρισε έναν ρωμαϊκό κίονα, μπήκε σε ένα καφενείο και είδε άνδρες να παίζουν χαρτιά πάνω σε αυτοσχέδια τραπέζια, στηριγμένα πάνω σε βάσεις ρωμαϊκών κιόνων. «Ποιος παίζει χαρτιά πάνω σε θραύσματα;» αναρωτήθηκε. Τον ενημέρωσαν πως το χωριό Geyre (αρχαία Καρία) είχε πολλές τέτοιες πέτρες. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν τον έπαιρνε ύπνος. «Ενιωθα σαν να είχα βρει ένα χρυσωρυχείο», θυμόταν στις αφηγήσεις του. Την επόμενη μέρα τα πιτσιρίκια τον τράβαγαν να του δείξουν κι άλλες «πέτρες». Γαϊδουράκια και πρόβατα περνούσαν μέσα από τα ερείπια. Εφθασε στο αρχαίο στάδιο και συνειδητοποίησε πως σε όλη του την έκταση είχαν φυτέψει μαρούλια. Πήρε το Architectural Review και τους είπε πως έχει μια ιστορία. Δεν ήταν σίγουρος τι είχε ανακαλύψει, ήξερε όμως πως ήταν κάτι. Οι φωτογραφίες του από την Αφροδισιάδα, με τη φύση να έχει κυριαρχήσει πάνω στο ανθρώπινο χέρι, με τα παιδιά να παίζουν ανάμεσα στα ερείπια και τους κατοίκους να «ενσωματώνουν» το παρελθόν στο σπίτι τους, μεταφέρουν στον θεατή μια σπάνια ένταση και βάθος. «Εγώ καταγράφω την ιστορία με τη μηχανή μου, σταματώ τον χρόνο», επέμενε πάντα ο Γκιουλέρ. «Οι ιστορικοί, ξέρεις, βασίζονται σε γραπτές μαρτυρίες και συχνά προσθέτουν και τη δική τους σκέψη στα γεγονότα, εγώ δεν προσθέτω τίποτα, τραβάω ό,τι βλέπω. Κοίταξα τον κόσμο για χάρη σας περισσότερες από 1.000.000 φορές. Αναρωτήθηκα σε κάθε εικόνα πώς συμβάλλω στο μέλλον της ανθρωπότητας».
«Εγώ καταγράφω την ιστορία με τη μηχανή μου, σταματώ τον χρόνο», επέμενε πάντα ο Γκιουλέρ. «Οι ιστορικοί, ξέρεις, βασίζονται σε γραπτές μαρτυρίες και συχνά προσθέτουν και τη δική τους σκέψη στα γεγονότα, εγώ δεν προσθέτω τίποτα, τραβάω ό,τι βλέπω».

