Στο αρχαιολογικό μουσείο της Μήλου, στο κέντρο της αίθουσας των γλυπτών, δεσπόζει γύψινο αντίγραφο του διάσημου αγάλματος της Αφροδίτης που εδώ και δύο αιώνες αποτελεί ένα από τα εμβληματικότερα εκθέματα του Μουσείου του Λούβρου.
Το καλοφτιαγμένο αντίγραφο ήταν, όπως εξηγεί η αρχαιολόγος Πέγκυ Πάντου, μια πρωτοβουλία του Μήλιου Γιάννη Χαλκουτσάκη, προκειμένου να καλυφθεί στο νησί το κενό από την απουσία του πρωτότυπου αγάλματος. Στο βιβλίο με τίτλο «Η Ιστορία της Αφροδίτης της Μήλου» ο Χαλκουτσάκης αναφέρει πως το 1961 απευθύνθηκε στο Μουσείο του Λούβρου για την αγορά ενός αντιγράφου του αγάλματος. Ο διευθυντής του μουσείου μόλις άκουσε πως ζητούσε εκμαγείο της Αφροδίτης για το νησί, ενθουσιάστηκε. Του υποσχέθηκε πως θα το φρόντιζε προσωπικά αφού η Αφροδίτη, έστω και γύψινη, θα γύριζε στον τόπο της. Κόστισε 1.170 φράγκα.
Η Αφροδίτη στο μουσείο της Μήλου μαγνητίζει τον επισκέπτη. Είναι η ανάκληση της συγκίνησης που εκπέμπει η χάρη του πρωτότυπου έργου ή μήπως η περιπέτεια της απομάκρυνσης του αγάλματος, η απουσία από τον τόπο του επιτείνουν τη φόρτιση του θεατή;
Η ανακάλυψη της θεάς
Το άγαλμα ανακάλυψε στις 8 Απριλίου 1820 ο Γεώργιος Κεντρωτάς, ντόπιος χωρικός, σε αγροτική περιοχή. Τον είχε παρακινήσει να σκάψει ο φιλέλληνας Γάλλος Ολιβιέ Βουτιέ, ο οποίος πραγματοποιούσε εκπαιδευτικό ταξίδι και έκανε και ο ίδιος ανασκαφές – σύνηθες χόμπι των ξένων εκείνη την εποχή.
Ηταν η εποχή ανόδου της αρχαιολογίας και των εθνικών μουσείων, όπου χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, διαγκωνίζονταν σ’ ένα νέο «κυνήγι θησαυρών»: την απόκτηση ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Η ελληνική γη, στα χρόνια κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατέστη πεδίον δόξης για αρχαιολόγους, αρχαιολάτρες και αρχαιοθήρες. Ανασκάφθηκε ανεξέλεγκτα για να έρθουν στην επιφάνεια οι θαμμένοι αρχαίοι θησαυροί της. Χιλιάδες αρχαιότητες απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα παίρνοντας δρόμο χωρίς επιστροφή για τη συγκρότηση εθνικών μουσειακών ή και ιδιωτικών συλλογών στην Ευρώπη.
Το άγαλμα εντυπωσίασε τους Γάλλους, που βάλθηκαν να το αποκτήσουν πάση θυσία. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και ένα μήνα αργότερα ολοκληρώθηκε η αγορά εν μέσω διενέξεων και πιθανόν με την απειλή βίας, αφού το διεκδικούσε και ο Νικόλας Μουρούζης, δραγουμάνος του τουρκικού στόλου. Εντέλει οι Γάλλοι το φόρτωσαν στο πλοίο τους και τον Μάρτιο του 1821 παρελήφθη από τον Γάλλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνος το δώρισε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄ που το μετέφερε τελικά στο Λούβρο. Το έργο εμπνευσμένο από την Αφροδίτη του Πραξιτέλη, φιλοτεχνήθηκε από τον Αλέξανδρο Αντιόχειας στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αναδείχθηκε σε κορυφαίο έκθεμα του μουσείου και απέκτησε παγκόσμια φήμη και επιδραστικότητα. Ενσαρκώνει ένα από τα ιδεώδη του πολιτισμού που το γέννησε: την ιδέα περί του αιώνιου κάλλους.
«Σε ποιον ανήκει η ομορφιά;», διερωτήθηκα αφού αντίκρισα το αντίγραφο στη Μήλο. Τι λαχταρούσαν να οικειοποιηθούν οι Γάλλοι; Σε μια τυχαία αναζήτηση στο Διαδίκτυο, και από μια απίθανη σύμπτωση, ανακάλυψα γαλλική έκδοση του 2024, που φέρει αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «A΄ qui appartient la beauté?». Η έκπληξη πίσω από τον τίτλο ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς η Γαλλίδα καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στο Technische Universität του Βερολίνου και συγγραφέας του βιβλίου, Μπένεντικτ Σαβόι, διερευνά το καθεστώς των έργων τέχνης που έχουν αποσπαστεί από το αρχικό τους περιβάλλον, αναλύοντας τόσο τον νομικό όσο και τον αισθητικό και συναισθηματικό αντίκτυπο της «μετατόπισής τους». Τα ερωτήματα που θέτει η διακεκριμένη ειδικός σε ζητήματα προέλευσης και επαναπατρισμού λεηλατημένων έργων και αρχαιοτήτων, είναι κρίσιμα: «Ανήκουν στον τόπο που γεννήθηκαν; Στον πολιτισμό του οποίου την ιδιοφυΐα ενσαρκώνουν; Στους πεφωτισμένους εστέτ που τα οικειοποιήθηκαν; Ή σε όλη την ανθρωπότητα, η οποία έχει πρόσβαση σε αυτά μέσω ιδρυμάτων αφιερωμένων στη συντήρησή τους;».

Το 2018, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανέθεσε στη Savoy και στον Σενεγαλέζο συγγραφέα και ακαδημαϊκό Φέλγουιν Σαρ να μελετήσουν και να αποφανθούν σχετικά με αντικείμενα αφρικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς που φυλάσσονται σε συλλογές γαλλικών μουσείων. Η έκθεση που προέκυψε κατέληγε στην έκκληση για μόνιμο επαναπατρισμό των αντικειμένων που λεηλατήθηκαν από αφρικανικά κράτη κατά τη γαλλική αποικιακή εποχή.
Διαφάνεια και λογοδοσία
Η Σαβόι επανεξετάζει το ζήτημα φέρνοντας στο προσκήνιο την απαίτηση για διαφάνεια και λογοδοσία ως προς την προέλευση των εκθεμάτων. Μελετώντας εννέα μελέτες περίπτωσης, μεταξύ των οποίων και ο βωμός της Περγάμου, υπενθυμίζει ότι από τον 18ο αιώνα και την εφεύρεση των μουσείων, χιλιάδες έργα δεν έχουν πάψει να μετακινούνται, ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία των πολέμων, των προσαρτήσεων και των κατακτήσεων. Η βία, συμβολική ή πραγματική, κρύβεται πίσω από τις συλλογές των έργων τέχνης που θαυμάζουμε στα μεγάλα μουσεία. Εξετάζεται η διακρατική ιστορία των λεηλασιών ή των «μετατοπίσεων πολιτιστικής κληρονομιάς» και η μακροχρόνια μνήμη τέτοιων τραυματικών γεγονότων. «Κάθε αντικείμενο που έχει μεταφερθεί σε ένα μέρος, λείπει από ένα άλλο». Προτείνει τον όρο «μετατόπιση πολιτιστικής κληρονομιάς» (patrimonial translocation) γιατί αναδεικνύει όχι μόνο τη φυσική μετακίνηση, αλλά και τις συναισθηματικές, πολιτισμικές και αφηγηματικές συνέπειες αυτής της αλλαγής πλαισίου. Η μετατόπιση (όρος δανεισμένος από τη γενετική) περιγράφει τις βαθιές αλλαγές που υφίστανται τα έργα τέχνης όταν απομακρύνονται από το αρχικό πολιτισμικό και ιστορικό τους πλαίσιο. Ισχυρίζεται ότι ο όρος βοηθάει στην υπέρβαση φορτισμένων λέξεων όπως «λεηλασία» ή «σφετερισμός» κ.λπ., που συχνά έχουν πολιτικό ή ιδεολογικό χαρακτήρα, ώστε να διευκολυνθεί μια πιο ουδέτερη και πολυδιάστατη προσέγγιση του φαινομένου.
Ο όρος μετατόπιση, δανεισμένος από τη γενετική, περιγράφει τις βαθιές αλλαγές που υφίστανται τα έργα τέχνης όταν απομακρύνονται από το αρχικό πολιτισμικό και ιστορικό τους πλαίσιο.
Δύο είναι οι κυρίαρχες θέσεις για τα έργα τέχνης που βλέπουμε στα δυτικά μουσεία. Η πρώτη υποστηρίζει ότι ανήκουν στα έθνη και στις περιοχές από τις οποίες αποσπάστηκαν, στους πληθυσμούς που αισθάνονται λεηλατημένοι και αποστερημένοι από τα έργα του πολιτισμού τους. Η δεύτερη ότι «ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα». Εδώ η Σαβόι ξεκαθαρίζει πως ενώ πιστεύουμε ότι τα δυτικά μουσεία παρέχουν πρόσβαση σε όλους, την ίδια στιγμή πολύ συγκεκριμένοι περιορισμοί, όπως οι πόροι και οι βίζες, αποκλείουν πολλούς από αυτούς τους «όλους». Αφηρημένα ανήκει σε «όλους», στην πραγματικότητα όμως ανήκει μόνο σε μια μικρή ελίτ, σε αυτούς που μπορούν να μετακινούνται. Συνεπώς υπάρχει κάποια υποκρισία στην ιδέα περί καθολικότητας, αν αυτή απλώς διακηρύσσεται αλλά δεν εφαρμόζεται.
Είναι το κάλλος, η ομορφιά, αυτό που συγκινεί ή μήπως αποτελεί πρόσχημα για την απόσπαση των έργων τέχνης; Αυτά τα αντικείμενα αφού αποσπάστηκαν από τον τόπο τους, μετατράπηκαν στα δυτικά μουσεία σε σύμβολα κάλλους, αποστερημένα από τις πολλαπλές πολιτισμικές και ιστορικές τους διαστάσεις. Η αξιολόγηση των συλλογών μας με καθαρά αισθητικές παραμέτρους αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος. Η εστίαση στο κάλλος αγνοεί την ιστορική ταυτότητα και τη σύνδεση αυτών των αντικειμένων με τους λαούς που τα δημιούργησαν. Οσον αφορά δε τις αρχαιότητες, διαπράττεται και ένα δεύτερο έγκλημα. Εχουν προηγηθεί εκτεταμένες λαθρανασκαφές που οδήγησαν στην καταστροφή του αρχαιολογικού περιβάλλοντος και στην απώλεια της αρχαιολογικής και της ιστορικής γνώσης.
Η αξιολόγηση των συλλογών με καθαρά αισθητικές παραμέτρους αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος. Η εστίαση στο κάλλος αγνοεί τη σύνδεση των αντικειμένων με τους λαούς που τα δημιούργησαν.
Οι δυτικοί θεσμοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι τα μουσεία τους προστατεύουν, διαφυλάσσουν και αναδεικνύουν αυτά τα έργα προς όφελος της ανθρωπότητας. Ωστόσο, αυτό το αφήγημα συχνά αποκρύπτει τις συνθήκες βίαιης απόσπασης, σφετερισμού ή/και αποικιοκρατικής ιδιοποίησης.
Χαρακτηριστικά παραθέτει ένα επεισόδιο από την επίσκεψη το 2014 της δικηγόρου Αμάλ Αλαμουντίν στην Αγγλία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Τότε ένας δημοσιογράφος της Telegraph είχε αναφωνήσει αγανακτισμένος: «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα ανήκουν στην Αγγλία, κ. Κλούνεϊ. Αν ο Λόρδος Ελγιν δεν είχε λεηλατήσει αυτά τα έργα τέχνης, θα είχαν καταλήξει στα θεμέλια σουβλατζίδικων στην Αθήνα».
Εννοεί, δηλαδή, ότι αυτοί οι «άλλοι» από τους οποίους «εμείς» πήραμε έργα τέχνης σε μια στιγμή της Ιστορίας δεν είναι άξιοι, ικανοί, δεν είναι σε θέση πολιτισμικά και ηθικά να τα συντηρήσουν.
Επίδειξη ισχύος
Αξιοπρόσεκτη παρατήρηση είναι, επίσης, πως ζητούμενο δεν είναι το κάλλος αλλά η εξουσία. Το να αποσπάσει κανείς τον βωμό της Περγάμου, που είναι ο βωμός του Δία, για να τον τοποθετήσει στην πρωτεύουσα του Ράιχ αποτελεί επίδειξη δύναμης: όχι μόνο πολιτικής και στρατιωτικής, αλλά και επιστημονικής – πνευματικής. Η λεηλασία αποτέλεσε εργαλείο του «μονοπωλίου της γνώσης» της Δύσης. Οι ισχυρές χώρες μονοπώλησαν την πρόσβαση σε αυτά τα έργα, ενισχύοντας τη δική τους πολιτιστική ηγεμονία. Η μονοπώληση του κάλλους αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο τα μεγάλα μουσεία της Δύσης ορίζουν τι αποτελεί «παγκόσμια» τέχνη.
Στον 21ο αιώνα, ο ρόλος των μουσείων αναδιαμορφώνεται μέσα από την αυξανόμενη αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους και το αίτημα για ιστορική δικαιοσύνη. Το παραδοσιακά «αδιατάρακτο μουσείο», τυλιγμένο στη θεσμική σιωπή και αποκομμένο από την ιστορική του καταγωγή, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις προσδοκίες του κοινού. Τα μουσεία καλούνται να λειτουργήσουν ως ενεργοί φορείς διαλόγου, αποκατάστασης και διεθνούς συνεργασίας, προάγοντας ένα νέο, ηθικά και πολιτισμικά πιο ευαίσθητο μοντέλο διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το πλοίο αφήνει πίσω τον ηφαιστειακό όγκο της Μήλου και την Αφροδίτη που μένει πάντα εδώ. Ο στίχος του Ρίτσου κολλάει στο μυαλό μου: «Ο,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο».

