Στις 28 Ιουνίου δόθηκε η πρώτη φετινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν με σολίστ τον Εμάνουελ Αξ και στη συνέχεια τη «Συναυλιακή Εισαγωγή» (έργο 21) μαζί με την πλήρη «Σκηνική Μουσική» (έργο 61) που συνέθεσε ο Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι για το «Ονειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» του Σαίξπηρ.
Οπως στην αρχή της χειμερινής περιόδου, όταν ο Καρυτινός είχε διευθύνει και πάλι το Τρίτο του Μπετόβεν με σολίστ την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια (βλ. «Κ» 24.11.2024), έτσι και αυτή τη φορά τα πράγματα πήγαν πολύ καλά. Προφανώς, επειδή τότε όπως και τώρα το περίφημο Κοντσέρτο απέδωσε ένας καλλιτέχνης με βαθιά και πολυετή σχέση με το έργο. Ενας πιανίστας που γνωρίζει ότι η ουσία του δεν βρίσκεται στη γρήγορη και λαμπερή απόδοση της μουσικής αλλά στην απελευθέρωση των συναισθημάτων και αποχρώσεων που περιέχονται σε αυτήν. Δεν χρειάζεται να αναζητήσει κανείς οπωσδήποτε κάτι ξεχωριστό. Απαιτείται όμως να ακούσει προσεκτικά και να δώσει χρόνο στη μουσική να αναπτυχθεί. Χρόνο, που αρκετοί νεότεροι πιανίστες μοιάζει να μην έχουν.
Ηδη από το πρώτο μέρος του έργου ο Αξ επέλεξε ταχύτητα ιδανική, που του επέτρεπε να αρθρώσει με σαφήνεια και να διαμορφώσει με πλαστικότητα τις μουσικές φράσεις. Εβρισκε τον χρόνο να σταθεί λίγο περισσότερο σε μια νότα, να αναδείξει την ξεχωριστή σημασία μιας υποενότητας μετριάζοντας σημειακά την ταχύτητα ή τονίζοντας ένα σημείο. Και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια διαμόρφωσε μια ερμηνεία πέρα από την ακριβή απόδοση του μουσικού κειμένου. Μια ερμηνεία που έβαζε πλάι πλάι σημεία νευρώδη και σημεία μεγάλου λυρισμού, που αποκάλυπτε εξίσου την τρυφερότητα όσο και τη δύναμη της μουσικής. Ταυτόχρονα, η ταχύτητα που επέλεξε ο Αξ διασφάλιζε συνολικά τον δυναμισμό της μουσικής, χωρίς αυτός να γίνεται αυτοσκοπός.
Η ερμηνεία του Εμάνουελ Αξ αποκάλυψε εξίσου την τρυφερότητα όσο και τη δύναμη της μουσικής του Γερμανού μουσουργού.
Ανάλογης πλαστικότητας υπήρξε η ποιητική ερμηνεία στο υπέροχο αργό δεύτερο μέρος του έργου, ενώ στο τρίτο ξεχώρισε επίσης η συνεισφορά του Σπύρου Μουρίκη (κλαρινέτο). Οπως τον περασμένο Οκτώβριο έτσι και τώρα η ορχήστρα υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή συνεργάστηκε εξαιρετικά με τον σολίστα, στηρίζοντας τις επιλογές του.
Νεράιδες και ξωτικά
Η «Συναυλιακή Εισαγωγή» του μόλις 17χρονου Μέντελσον Μπαρτόλντι για το «Ονειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» όπως επίσης το περίφημο «Γαμήλιο εμβατήριο» ανήκουν ασφαλώς στα δημοφιλέστερα έργα του συμφωνικού ρεπερτορίου. Το δεύτερο, δε, είναι γνωστό σε κοινό ιδιαίτερα ευρύ και όχι απαραίτητα εξοικειωμένο με την κλασική μουσική. Ωστόσο, η παρουσίαση του συνόλου της μουσικής που συνέθεσε ο Μέντελσον Μπαρτόλντι για το σαιξπηρικό έργο σε μορφή «Melodram», δηλαδή με τη συμμετοχή αφηγητή, είναι σίγουρα παρακινδυνευμένη για το μεγάλο –και τουριστικό– κοινό του Ηρωδείου. Η έτσι κι αλλιώς αρκετά περίπλοκη υπόθεση του έργου δεν είναι απαραίτητα οικεία στον καθένα και το συγκεκριμένο συμπυκνωμένο κείμενο σε ποιητική μετάφραση του Διονύση Καψάλη, όπου ο ηθοποιός Δημήτρης Αλεξανδρής απέδιδε εν σειρά σύντομα αποσπάσματα από διάφορους ρόλους, δεν συνέβαλε στην αποσαφήνιση. Η δε ατυχής ηχητική ενίσχυση μάλλον συσκότιζε περαιτέρω.
Απ’ την άλλη, ο Καρυτινός απέδωσε με επιτυχία τα ποικίλα στοιχεία της μουσικής με τα οποία ο συνθέτης σκιαγραφεί τα διαφορετικά ζευγάρια και τις καταστάσεις της πλοκής, την ανάλαφρη νεραϊδο-ατμόσφαιρα του έργου, το πνευματώδες γκροτέσκο στοιχείο αλλά και τη μεγαλόπρεπη διάθεση. Γλυκύτητα και ελαφράδα συνεισέφεραν η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, η μεσόφωνος Αρτεμις Μπόγρη και το γυναικείο φωνητικό σύνολο Equabili Vocal Ensemble (διδασκαλία Α. Γεωργακάτος), ενώ θετική ήταν η παρουσία των πνευστών της ορχήστρας, πρωτίστως της Χρυσής Πιλαφτσή (φλάουτο) και του Σπύρου Μουρίκη (κλαρινέτο), αλλά επίσης του Δημήτρη Βάμβα (όμποε), του Αλέξανδρου Οικονόμου (φαγκότο) και του Κώστα Σίσκου (κόρνο).

