Ο Κωνσταντίνος Βήτα, που γεννήθηκε στη Μελβούρνη και μεγάλωσε στο Περιστέρι, έκλεισε τον προηγούμενο μήνα τα 64. Δεν είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που σαν κι αυτόν έντυσαν με μουσική και λόγια την αθηναϊκή δεκαετία του 1990. Τα τραγούδια των «Στέρεο Νόβα» –Κωνσταντίνος Βήτα, Μιχάλης Δέλτα και Αντώνης Πι– δεν θα λείψουν ποτέ από κανένα σάουντρακ εκείνης της εποχής, γιατί έδωσαν τόπο για να σταθούν όλοι οι ονειροπόλοι ανένταχτοι, οι ανήσυχοι ρομαντικοί που δεν την έβρισκαν ούτε στις μεγάλες πίστες ούτε στα γήπεδα.
Αστική ποίηση με ηλεκτρονικό ήχο, τέκνο και άμπιεντ, ατμόσφαιρα μελαγχολική, εσωστρέφεια εκφρασμένη με ελληνικό στίχο. «Εξώστης», ο πρώτος δίσκος των «Στέρεο Νόβα»: «Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου / ν’ ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου / να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο / να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρύα απ’ το θάνατο».
Ανέκαθεν ο Κωνσταντίνος Βήτα δεν μιλούσε πολύ, και εξακολουθεί να προτιμά τη σιωπή. Ομως παραμένει μουσικά περίεργος, μοιράζοντας με φειδώ τη χαρακτηριστική του σκέψη μέσα από νότες, κοιτάζοντας το μέλλον μέσα από την ποίηση των άλλων και τη δική του ζωγραφική.
Συζητάμε για την «Κ» με αφορμή ένα διήμερο στους Δελφούς στο τέλος Ιουλίου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ολη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός», για την έκθεση «Ο Χώρος και η Μνήμη στους Δελφούς». Εκεί η ζωγραφική του θα συνδυαστεί με ζωντανή ηλεκτρονική μουσική και τους στίχους του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, ενός από τους άξιους λογοτέχνες που γέννησε η Θεσσαλονίκη κι ύστερα άφησε μόνους να πάνε στον χαμό τους.

«Ηρθα σε επαφή με τα ποιήματα του Ν. Α. Ασλάνογλου στα τέλη του 1970, όταν μου έδωσαν μια έκδοση από τη Διαγώνιο της Θεσσαλονίκης», λέει ο Κωνσταντίνος Βήτα. «Υπήρχε κάτι στην ποίησή του που μεταφέρθηκε στο αίμα μου αυτόματα. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που τέλειωνε τα ποιήματά του αλλά και ο τρόπος που ξεκινούσε: ο χώρος και ο χρόνος συνδέονταν μέσα από μια στιγμή, όλα ήταν ανοιχτά σαν να είχε γκρεμιστεί ο κόσμος και αυτός συνομιλούσε με ένα αγαπημένο του πρόσωπο μέσα στο σκοτάδι ή στο εκτυφλωτικό φως της μέρας, ήταν σαν να μιλούσε για να κρατηθεί στη ζωή και ο ίδιος αλλά και ο άλλος».
Ηρθα σε επαφή με τα ποιήματα του Ν. Α. Ασλάνογλου στα τέλη του 1970, όταν μου έδωσαν μια έκδοση από τη Διαγώνιο της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε κάτι στην ποίησή του που μεταφέρθηκε στο αίμα μου αυτόματα.
– «Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής. Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε σχεδόν σκορπίσει». Σε ποιον μιλάει σήμερα ο Ν. Α. Ασλάνογλου;
– Σε αυτή την έκθεση, ο ποιητής ήταν η αφορμή. Επέλεξα 11 ποιήματα και δημιούργησα έναν κύκλο από τον «Δύσκολο θάνατο» (ποιήματα 1946-1974). Νομίζω πως η μελαγχολία δεν θα λείψει ποτέ από καμία εποχή, θα είναι πάντα παρούσα, θα κυλάει μέσα μας σαν ποτάμι αυτογνωσίας ή σαν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, αυτή η εικόνα που σκύβεις το κεφάλι και προχωράς.
Η συγκομιδή που περιγράφει στο ποίημα «Εκκοκκιστήρια Β» είναι η διαδικασία της περισυλλογής της παραγωγής μετά την καλλιέργεια. Μοιάζει με απολογισμό, με αυτή την αίσθηση της ματαιότητας που νιώθουμε όταν οι στιγμές και οι ευκαιρίες έχουν περάσει και πως αυτό που ήταν να προσφέρουν το έχουν ήδη δώσει. Είναι μια πικρή στιγμή, κάτι που αισθάνεται αυτός που μένει πίσω. Ισως είναι το αίσθημα του ποιητή. Σαν κάποιους ήρωες του Αντονιόνι· ένα τρένο περνάει και ο ένας χάνεται χωρίς καμία εξήγηση.
– Επιλέξτε για εμάς κάποιον στίχο από τον «Δύσκολο θάνατο».
– Ενα πολύ σπάνιο ποίημα παγκόσμια είναι η «Δύσκολη γέννηση». Είναι ένα ποίημα μικρό που περιγράφει την υπομονή ενός ανθρώπου μέσα στην απέραντη μοναξιά, αυτή την εγκαρτέρηση που μοιάζει να έχει ποτίσει το βλέμμα του ποιητή όταν κοιτάζει γύρω του τον κόσμο. Και ενώ στο ποίημα δείχνει σαν να αργοσβήνει σ’ αυτή τη δύσκολη αμοραλιστική ζωή τελειώνει με τη φράση, «Θα μπορέσω ακόμα». Είναι πολύ μεγάλος ποιητής. Η «Δύσκολη γέννηση» ίσως είναι και από τα πιο αγαπημένα μου σχέδια, όταν το τέλειωσα αισθάνθηκα πολύ χαρούμενος γιατί ήταν σαν να άγγιξα το χέρι του.
– Επιλέξατε τη σόλο καριέρα και συνεχίζετε με τον δικό σας εκλεκτικό τρόπο. Πώς εξελιχθήκατε ως μουσικός με τα χρόνια;
– Οταν διαλύθηκαν οι Στέρεο Νόβα το 1996 έζησα σε μια εξορία για 4 χρόνια. Δεν είχα χρήματα, δεν είχα δουλειά, γυρνούσα σπίτι και από ένα μικρό μπαλκόνι που είχε η γκαρσονιέρα τα βράδια κοιτούσα το πάρκινγκ ενός σούπερ μάρκετ που ήταν κάτω. Διάβαζα, σχεδίαζα, και μετά από χρόνια έγραψα κάποια τραγούδια κι έφτιαξα ένα άλμπουμ που το είπα «Σούπερ Στέλλα» από ένα παιχνίδι για παιδιά που είχε το περίπτερο εκεί κοντά. Σιγά σιγά πήρα τα πάνω μου, βγήκα από το καβούκι μου, ντύθηκα, κουρεύτηκα, έβαλα την κολόνια μου, πήρα και το συνθεσάιζερ αγκαλιά κι έφτιαξα ένα καινούργιο μουσικό σύμπαν. Αρχισα να συνθέτω για μουσικές παραστάσεις στο θέατρο, ηχογράφησα άλμπουμ, έγραψα μουσική για τον κινηματογράφο, για τον χορό, έγραψα τραγουδάκια. Οπου με ζητούσαν πήγαινα, βρήκα τον φίλο μου τον Βάιο που έπαιζε πιάνο και κάναμε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ετσι πορεύομαι και συνεχίζω να γράφω.

– Πώς γράφετε ένα τραγούδι;
– Θα το περιέγραφα σαν μια εσωτερική κατάσταση, σαν να πηγαίνω κοντά σε κάτι που δεν γνωρίζω τι ακριβώς είναι. Πολλά από τα μελωδικά τραγούδια μου τα γράφω με την κιθάρα πρώτα και μετά τα επεξεργάζομαι με τα συνθεσάιζερ και τα μηχανήματα. Συνήθως φτιάχνω κάποιους στίχους, μια διαδικασία που παίρνει καιρό. Μπορεί να ξυπνάω τη νύχτα και να κρατάω σημειώσεις ή να μιλάω σε ένα κασετοφωνάκι· θέλει τον χρόνο του ο στίχος. Αρχίζω να γράφω μια μελωδία, κάποια ακόρντα στην κιθάρα. Κάπως έτσι, σιγά σιγά αρχίζει να φαίνεται κάτι. Αλλες φορές γίνεται πιο γρήγορα. Βέβαια όταν γράφω στα συνθεσάιζερ τότε πειραματίζομαι πολύ με τους ήχους και τον συνδυασμό των συχνοτήτων. Παίρνει πολύ καιρό για να φτιάξω ένα άλμπουμ με τραγούδια, μπορεί και τρία χρόνια. Εχω πάρει πτυχίο στην υπομονή μέσα από τις τέχνες, αλλά και στη ζωή πιστεύω συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, όλα θέλουν τον χρόνο τους, έχει τύχει να δουλεύω πολύ καιρό ένα κομμάτι και να μη βγάζει πουθενά, μέχρι που κάποια στιγμή το σβήνω.
– Η ζωγραφική αποτελεί εσωτερική αναζήτηση, ή ανάγκη που επιστρέφει ξαναβρίσκοντας το αντικείμενο των σπουδών σας;
– Σίγουρα η ζωγραφική περιέχει και την έννοια της αναζήτησης, αυτό το νέο που γυρεύει κάποιος, αλλά δεν είναι μόνο αυτό νομίζω. Οταν ήμουν έφηβος η πρώτη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με τη ζωγραφική ήταν ένα τέρας από τις χειροποίητες αφίσες που κρέμονταν εκείνες τις εποχές έξω από τους κινηματογράφους στο κέντρο της Αθήνας του ’70. Θυμάμαι την ένταση που είχαν οι κινήσεις των ηθοποιών σε μεγέθυνση μπροστά ενώ στο βάθος ήταν άλλες σκηνές από την ταινία, μια αντίστοιχη αίσθηση που πολύ αργότερα βρήκα στους πίνακες του Κιτάτζ. Αυτές οι αποσπασματικές δυναμικές που είχαν οι κινήσεις των ηθοποιών, των πλοίων, των καουμπόηδων, των τεράτων ήταν κάτι που με στιγμάτισε σαν έφηβο και ίσως να ήταν μία από τις αιτίες που με πήγαν προς τη ζωγραφική. Η δυσλεξία βέβαια που είχα σαν νέος, ήταν η αιτία ενός γενικότερου αποπροσανατολισμού που επηρέασε τη ζωή μου και τις σχέσεις μου. Η πρώτη έκθεση που είδα 19 χρόνων ήταν του Φράνσις Μπέικον στην Εθνική Πινακοθήκη της Μελβούρνης το 1980, μια έκθεση που επικεντρωνόταν στα τρίπτυχά του. Ηταν μια εμπειρία που μου άλλαξε τη ζωή, την ίδια μέρα περπάτησα ώρες στους δρόμους έχοντας μέσα μου τα χρώματά του. Το βράδυ γυρνώντας σπίτι ένα αυτοκίνητο με χτύπησε και έμεινα στο γρασίδι δίπλα στο ποτάμι, μέχρι το πρωί. Ετσι ξεκίνησα να ζωγραφίζω φτιάχνοντας μουτζούρες κυρίως και ακούγοντας Joy Division.
Η πρώτη έκθεση που είδα 19 χρόνων ήταν του Φράνσις Μπέικον στην Εθνική Πινακοθήκη της Μελβούρνης το 1980, μια έκθεση που επικεντρωνόταν στα τρίπτυχά του. Ηταν μια εμπειρία που μου άλλαξε τη ζωή.
– Γιος μεταναστών, έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν η ζωή και ίσως η μουσική καριέρα σας εάν παραμένατε στην Αυστραλία;
– Ναι, αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, την έχω σκεφτεί και εγώ ο ίδιος πολλές φορές. Δύσκολο να καταλάβεις τι σου επιφυλάσσει το θέλημα του Θεού στην πορεία της ζωής και αν θα καταφέρεις να το προσεγγίσεις ώστε να είσαι αληθινά ένας ευτυχισμένος πνευματικός άνθρωπος. Οι επιλογές μας στη ζωή παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Ενα σημαντικό ζήτημα είναι ότι παίζουμε με τη ζωή και δεν την εκτιμάμε καθόλου. Την έχουμε για κλωτσιές μέχρι κάποια ηλικία. Αν γεράσεις και δεν έχεις βάλει μυαλό και παλιμπαιδίζεις είναι τραγικό, όπως τραγικό είναι να παραμένεις εγωιστής και επιπόλαιος. Πίσω στην ερώτηση, ναι έχω σκεφτεί κάποιες παραμέτρους πάνω σε αυτό το θέμα: μπορεί να γινόμουν ένας αδιάφορος κάτοικος στα απόμακρα προάστια ή ένας καλός εικαστικός. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρω σίγουρα ήταν πως η απόφαση του πατέρα μου να γυρίσουμε στην Ελλάδα ήταν σοφή και τον ευγνωμονώ.
*«Κωνσταντίνος Βήτα: Ο Χώρος και η Μνήμη». Ατομική εικαστική έκθεση και live στο ιστορικό Παβιγιόν Πικιώνη, νυν «π» στους Δελφούς.
Επιμέλεια: Κίκα Κυριακάκου, καλλιτεχνική διευθύντρια του PCAI.
Στις 29 – 30/7.

