Ανοίγοντας έναν σπάνιο εικονογραφημένο χάρτη της Αθήνας του 1955, βυθιζόμαστε στους δρόμους μιας πόλης που έχει χαθεί. Παραγωγή των εκδόσεων «Καρέρ & Χατζηκωνσταντή», το έντυπο φέρει την υπογραφή των αρχιτεκτόνων Τάκη Δ. Ζενέτου (συνονόματου εξαδέλφου του κορυφαίου μεταπολεμικού μοντερνιστή) και Κώστα Σ. Σταμάτη (που λίγα χρόνια αργότερα θα σχεδίαζε αρκετά «Ξενία» ανά την επικράτεια) και εντυπωσιάζει με τις άφθονες ισομετρικές απεικονίσεις σημαντικών αθηναϊκών κτιρίων και τόπων, αρκετά από τα οποία έκτοτε κατεδαφίστηκαν ή άλλαξαν ριζικά.

Υπό αυτήν την έννοια, το τυπογραφικό κειμήλιο δεν λειτουργεί απλώς ως οδηγός πλοήγησης, αλλά και ως πεδίο αστικής αρχαιολογίας, ένα οπτικό ντοκουμέντο που καταγράφει την Αθήνα λίγο πριν αλλάξει ανεπιστρεπτί από τη σαρωτική επέλαση της αντιπαροχής, ένα φαινόμενο που ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τραυλός είχε παραλληλίσει με «θεομηνία ή εχθρική καταστροφή».
Παγκόσμια τάση

Ο χάρτης μπορεί να θεωρηθεί εγχώριος κληρονόμος της παγκόσμιας καλλιτεχνικής τάσης της «εικονογραφικής χαρτογραφίας» που άνθησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Η σπίθα άναψε στο Λονδίνο το 1914, όταν ο πρωτοπόρος Βρετανός γραφίστας MacDonald Gill σχεδίασε για το μετρό της πόλης το θρυλικό «Wonderground Map of London Town».
Χαρακτηριστικά κτίρια που συναντούσε κανείς στην πρωτεύουσα το 1955, πριν από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, την οποία ο αρχιτέκτων Ιωάννης Τραυλός είχε χαρακτηρίσει «θεομηνία ή εχθρική καταστροφή».
Ηταν μια αποκάλυψη: ένας χάρτης γεμάτος χρώμα, χιούμορ, ζωγραφισμένα κτίρια και καρτουνίστικες φιγούρες, που μετέτρεπε την πόλη σε μια παιδική χαρά και το ταξίδι με το «tube» σε μια μικρή περιπέτεια. Η επιτυχία του ήταν τεράστια και γέννησε μια «χρυσή εποχή» του είδους, ειδικά στην Αμερική, με καλλιτέχνες όπως ο Jo Mora και ο Ernest Dudley Chase να δημιουργούν για τουριστικούς προορισμούς χάρτες που αποτελούσαν αληθινά έργα τέχνης και «συνομιλούσαν» με το κοινό, δημιουργώντας εδώ κι εκεί μικρά αφηγήματα και «γεγονότα» που έφερναν στον νου τα «θαλάσσια τέρατα» (και άλλους απρόσμενους χαρακτήρες) που εμφανίζονταν στους ναυτικούς χάρτες προηγούμενων αιώνων.

Αυτή ακριβώς η φιλοσοφία (η χαρτογραφία ως γοητευτικό εργαλείο αφήγησης και πειθούς) βρήκε το τέλειο έδαφος και στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, που προσπαθώντας να ορθοποδήσει μετά τους πολέμους που τη συντάραξαν, επένδυε στη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Η εθνική αποστολή του νεοσύστατου ΕΟΤ ήταν να στήσει μια νέα, ελκυστική εικόνα για τη χώρα και τα προωθητικά του φυλλάδια έγιναν γόνιμος καμβάς για πρωτοπόρους γραφίστες και ζωγράφους της εποχής (από τον Φρέντυ Κάραμποτ και τον Μιχάλη Κατζουράκη έως τον Σπύρο Βασιλείου και τον Οθωνα Περβολαράκη), οι οποίοι συχνά ενσωμάτωναν μέσα τους σχηματικούς εικονογραφικούς χάρτες.
Λεπτοδουλειά

Εστιάζοντας στις κεντρικές γειτονιές της μεταπολεμικής Αθήνας των Ζενέτου – Σταμάτη, είναι άγνωστο ποιος εκ των δύο φιλοτέχνησε αυτό το (γενναιόδωρο) πλήθος ισομετρικά σχεδιασμένων τοποσήμων. Το σίγουρο είναι πως κάθε ένα τους αποτελεί προϊόν παθιασμένης λεπτοδουλειάς στη «μικρή» κλίμακα: κάθε εμβληματικό κτίριο, κάθε λόφος και πάρκο, το σύνολο από τα «230 μνημεία, κτίρια και σημεία γενικού ενδιαφέροντος» (όπως ανακοινώνει ο χάρτης σε τέσσερις γλώσσες, απευθυνόμενος στους ξένους επισκέπτες), έχουν όλα τους μετατραπεί σε εικονογραφικές εκδοχές του εαυτού τους, με την αφαίρεση και τη δημιουργική ματιά να παντρεύονται πετυχημένα με την αρχιτεκτονική αποτύπωση.
Στον χάρτη των Τάκη Δ. Ζενέτου και Κώστα Σ. Σταμάτη επισημαίνονται «230 μνημεία, κτίρια και σημεία γενικού ενδιαφέροντος» (όπως αναφέρεται σε τέσσερις γλώσσες, προφανώς για τους ξένους επισκέπτες).
Οσο για όλα εκείνα που χάθηκαν για πάντα, όσο ακόμη αντέχουν τα χαρτιά και τα μελάνια, σε αυτό το συγκινητικό τεκμήριο μιας χαμένης Αθήνας, θα παραμένουν για πάντα ανέπαφα.


