Η οδός Πανεπιστημίου έσφυζε από κόσμο… μιας άλλης εποχής εκείνο το Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου. Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις είχαν ανακοινωθεί εγκαίρως, προϊδεάζοντας για όσα θα ακολουθούσαν στο κέντρο της Αθήνας.
Οχι, δεν επρόκειτο για επίσημη επίσκεψη ή κάποιον αγώνα δρόμου. Εκείνο το διήμερο, η πόλη είχε μετατραπεί σε τηλεοπτικό σκηνικό, για τα γυρίσματα της νέας σειράς της ΕΡΤ, «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Εξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μια ομάδα κομπάρσων –κυρίως άνδρες– φορούν ρούχα που αναπαριστούν τη μόδα της δεκαετίας του 1920. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι δύο πρωταγωνιστές της σειράς, Φωτεινή Πελούζο και Ανδρέας Κωνσταντίνου.
Υστερα από πολλές μέρες γυρισμάτων στη γραφική Σύρο, όπου εκτυλίσσεται σχεδόν ολόκληρη η ιστορία του εμβληματικού μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση, ακολούθησε η Αθήνα για μερικές επιπλέον σκηνές. «Εντοπίσαμε πολύ όμορφα σημεία, ωστόσο, όπως είναι φυσικό, χρειάστηκαν παρεμβάσεις, καθώς πρόκειται για μια εποχή πριν από εκατό χρόνια», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικού εγχειρήματος, Βαρδής Μαρινάκης. Μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της παραγωγής, επέλεξε τα «κάδρα» με έμφαση στα γενικά πλάνα, αποφεύγοντας τα κοντινά.

Στο σημείο αυτοκίνητα εποχής και άμαξες ενισχύουν την αίσθηση μιας Αθήνας άλλης δεκαετίας. Η άσφαλτος είχε «εξαφανιστεί». «Επιστρατεύτηκαν φορτηγά για να ρίξουν χώμα, πάνω στο οποίο περπατούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή της βόλτας στην πόλη. Ηταν μια πιστή αναπαράσταση που απαιτεί βέβαια περαιτέρω επεξεργασία στη φάση της μεταπαραγωγής (postproduction)», εξηγεί ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι «παρά τις δυσκολίες, η παραγωγή -με την ενέργεια και επιμονή του παραγωγού Στέλιου Κοτιώνη- κατέβαλε τεράστια προσπάθεια για να το επιτύχει».
Γυρίσματα για τη «Μεγάλη Χίμαιρα» –τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ελληνική τηλεοπτική παραγωγή με προϋπολογισμό 6 εκατ. ευρώ και την πρώτη επίσημη ευρωπαϊκή συμπαραγωγή στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης (Foss Productions, Beta Films, MomPracem Film)– πραγματοποιήθηκαν επίσης στην Ακρόπολη και στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Η προπαραγωγή (preproduction) ξεκίνησε τουλάχιστον έξι μήνες νωρίτερα, με την ομάδα (Ράνια Γερογιάννη, Σόνια Κεχαγιά) να αναζητά αρχειακό υλικό σε βιβλία, ιστοσελίδες και σελίδες του Facebook για να αποδώσει καλύτερα την εποχή. «Επεσε πολλή δουλειά και σε αρκετές περιπτώσεις βρεθήκαμε μπροστά σε εκπλήξεις. Για παράδειγμα, στην Αθήνα της δεκαετίας του ’20, μπορούσε κανείς να δει μέχρι και κοπάδια με πρόβατα να διασχίζουν το Κολωνάκι. Αν και εμείς δεν συμπεριλάβαμε αυτή την εικόνα, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια», λέει ο κ. Μαρινάκης σημειώνοντας ότι τα γυρίσματα της Αθήνας ήταν πιο δύσκολα σε σύγκριση με την Τεργέστη, όπου είχαν μεγαλύτερη ελευθερία.

Η εγχώρια μυθοπλασία έχει συνηθίσει να αναπαριστά την παλιά Αθήνα, προσφέροντας ταξίδια στο χρόνο μέσα από σειρές όπως το «13ο Κιβώτιο» (2019), «Η Τελευταία παράσταση» (2022), το «Φλόγα και Ανεμος» (2022), «Τα καλύτερά μας χρόνια» (2020). Η Αθήνα του ’50 παρουσιάστηκε με ενάργεια στο «Νησί» (2010), ενώ η προπολεμική εποχή προβάλλεται πειστικά στη σειρά «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1997). Παράλληλα, η ελληνική επαρχία άλλων δεκαετιών ζωντανεύει μέσα από σειρές όπως οι «Αγριες Μέλισσες» (2019) και ο «Αγιος Ερωτας» (2024), επιβεβαιώνοντας πως το ενδιαφέρον για την αναβίωση της ιστορικής ατμόσφαιρας παραμένει αμείωτο.
Αναβιώνοντας την Τρούμπα του ’60
Με την ίδια διάθεση για ανασύσταση μιας άλλης εποχής εργάστηκε και η δημιουργική ομάδα της νέας σειράς του Alpha, «Porto Leone: Στη γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια», που αναμένεται να προβληθεί την τηλεοπτική σεζόν 2025–2026. Το πρότζεκτ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κορδέλλα και Βασίλη Τσελεμέγκου, μας μεταφέρει στον Πειραιά της δεκαετίας του ’60 και συγκεκριμένα την Τρούμπα για να αφηγηθεί μια ιστορία γεμάτη σκοτεινά μυστικά και ανείπωτα πάθη.

Για να «ζωντανέψει» η ιστορική συνοικία, προηγήθηκε εντατική έρευνα. «Το πρόβλημα ήταν ότι στην Τρούμπα τα κτίρια της οποίας θέλαμε να αναπαραστήσουμε, δεν υπάρχουν πια. Οπότε βασιστήκαμε κυρίως σε παλιές φωτογραφίες. Πολλές από αυτές τις εντοπίσαμε σε ένα πολύ ωραίο βιβλίο», λέει ο σκηνογράφος της σειράς, Σπύρος Λάσκαρης. Οπως αναφέρει, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η ίδια η μεταφορά του σκηνικού στον χώρο των γυρισμάτων. «Υπάρχουν πολλές μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Ενα”μυστικό” είναι οι πόρτες και τα παράθυρα που βρήκαμε σε παλιατζίδικα, στον Ασπρόπυργο και ταιριάζουν με το στιλ της εποχής και της περιοχής, βάσει των φωτογραφιών που είχαμε. Το ίδιο έγινε με τα παραθυρόφυλλα και τα κάγκελα στα μπαλκόνια».
Με την πρώτη ματιά γίνεται σαφές πως πρόκειται για μια παραγωγή υψηλών προδιαγραφών – και σημαντικού κόστους. Οπως αναφέρει ο σκηνογράφος, δεν υπήρχαν αυστηροί περιορισμοί στον προϋπολογισμό· υπήρχε όμως μια δημιουργική αυτοσυγκράτηση, ώστε τίποτα να μην ξεφεύγει από το πνεύμα και την αισθητική της δεκαετίας του ’60. «Κάποια βασικά στοιχεία είναι “στάνταρ” και πρέπει να τηρούνται για να πετύχει η αίσθηση του χώρου», εξηγεί.
Παρόλο που στο «Porto Leone» μεγάλο μέρος των σκηνών γυρίστηκε σε πλατό και εσωτερικούς χώρους, εντύπωση προκαλεί η λεπτομέρεια στην αποτύπωση των κτιρίων και του περιβάλλοντα χώρου. Η γειτονιά του Ψυρρή, με τα κτίσματα του ’30, του ’50 και του ’60, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τα αρχιτεκτονικά σχέδια που χρησιμοποιήθηκαν στη σειρά. Η Τρούμπα του σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα την εικόνα του ’60 καθώς τα παλιά κτίρια έχουν κατεδαφιστεί. «Ενα από τα λίγα που έχουν απομείνει είναι το ξενοδοχείο Λουξ, στην περιοχή της Φίλωνος. Εμείς τη μετατρέψαμε σε Φιλήμονος για τη σειρά».

Για τις εξωτερικές σκηνές, η παραγωγή αξιοποίησε και άλλες περιοχές της Αθήνας, όπως τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του γηροκομείου και το ιστορικό εργοστάσιο Πεταλούδας στο Αιγάλεω. «Τα γραφεία όπου εργάζεται ο χαρακτήρας του Βούλγαρη, είναι εκείνα μιας παλιάς ναυτιλιακής εταιρείας στον Πειραιά που έχει πλέον κλείσει. Βρισκόμασταν στον έκτο όροφο, με θέα ολόκληρο το λιμάνι. Βέβαια, κάναμε διάφορα τρικ για να μην φαίνονται στο φόντο τα σύγχρονα πλοία», σημειώνει ο κ. Λάσκαρης.

Μια από τις πιο απρόσμενες προκλήσεις για τον σκηνογράφο ήταν ο δρόμος: η σύγχρονη άσφαλτος, που έπρεπε με κάποιον τρόπο να «μεταμορφωθεί» ώστε να θυμίζει το τραχύ τοπίο της Τρούμπας των ’60s. «Συνήθως, όταν φτιάχνουν δρόμους σε πλατό, απλά βάφουν το δάπεδο. Εμείς όμως αφιερώσαμε σχεδόν δύο εβδομάδες για να φτιάξουμε τον δρόμο σωστά. Μετά από πολλά πειράματα βρήκαμε το κατάλληλο υλικό και στρώσαμε τον δρόμο με πίσσα, όπως ήταν τότε, πιο χοντρή, πιο “άγρια”».
Από τις λεπτομέρειες που απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή ήταν και οι επιγραφές των καταστημάτων. Πέρα από την αισθητική της εποχής, υπήρχε και το νομικό σκέλος. «Για να αποφύγουμε νομικά προβλήματα, τροποποιήσαμε τις ονομασίες. Για παράδειγμα, το ξενοδοχείο Λουξ έγινε “Λου”», λέει ο σκηνογράφος.
Η μεγαλύτερη, βέβαια, πρόκληση με την οποία έρχονταν αντιμέτωποι οι παραγωγοί ήταν ο μέγιστος βαθμός αληθοφάνειας που ήθελαν να πετύχουν. «Επρεπε να φαίνεται αληθινό, να δίνουμε τη σωστή αίσθηση της περιοχής. Και η Τρούμπα τότε ήταν γνωστή ως μια κακόφημη γειτονιά, με όλα τα αρνητικά που συνεπαγόταν αυτό», λέει ο σκηνογράφος. «Ηταν μια συντηρητική Ελλάδα, και το μέρος χαρακτηριζόταν σαν μια “περιοχή του διαβόλου”».

