«Καθώς το σκοτάδι έπεσε, ο δίσκος άρχισε να περιστρέφεται. Ο Χορός κατέλαβε το ένα μέρος, η Κλυταιμνήστρα το άλλο. Τα μέλη του Χορού περπατούν αλλά η κίνηση του δίσκου “ρουφά” τη δική τους. Περπατούν σημειωτόν, όπως άλλωστε και η πόλη που ζει αναμένοντας με αγωνία τις εξελίξεις από την Τροία», έγραφα στην «Κ» (26/7/2022) μετά τον «Αγαμέμνονα» σε σκηνοθεσία του Ούλριχ Ράσε, με Γερμανούς ηθοποιούς, που παρουσιάστηκε τότε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Επί δύο ώρες ο θίασος συνεπήρε τους θεατές, καθώς κατάφερε να τους συντονίσει στον ρυθμό του λόγου, της μουσικής, της κίνησης. Θεωρώ ότι ο «Αγαμέμνονας» του Ράσε είναι από τις παραστάσεις που έχουν αφήσει το ίχνος τους στη νεότερη ιστορία των Επιδαυρίων. Ηταν μια ολοκληρωμένη πρόταση πάνω στο αρχαίο δράμα, συμπαγής και ταυτόχρονα ρέουσα.
Η υπενθύμιση του ενθουσιασμού για τον «Αγαμέμνονα» έχει αξία στην προσπάθεια να διαπιστώσω τι έφταιξε και η φετινή «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Ράσε στην Επίδαυρο, με Ελληνες ηθοποιούς, με κούρασε, όπως και μεγάλη μερίδα μερίδα του κοινού, και κυρίως θεατές που είχαν χειροκροτήσει τον «Αγαμέμνονα» το 2022. Και στις δύο παραστάσεις η φόρμα, η «συνταγή», είναι η ίδια. Ο περιστρεφόμενος δίσκος χρησιμοποιήθηκε και στην «Αντιγόνη». Οι φωτισμοί (Ελευθερία Ντεκώ), που άλλαζαν συνεχώς, συνέβαλαν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του δράματος, όπως επίσης η μουσική. Oμως, αν παρέλειπες τα στοιχεία αυτά, η παράσταση θύμιζε παρωχημένα ανεβάσματα αλλοτινών εποχών.
Το ερώτημα είναι εάν ο Ράσε βρήκε στον «Αγαμέμνονα» του 2022 μια καλή συνταγή στην αρχαία τραγωδία και αποφάσισε να την κοπιάρει πρόχειρα και φέτος.
Το κυρίαρχο στην «Αντιγόνη» ήταν πως η αργή εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς έμοιαζε παράταιρη, ξένη από την κίνηση και τη μουσική. «Κάθε λέξη έχει αξία, και πρέπει να ακούγεται, ως υπόδειξη της σημασίας της», είναι η φιλοσοφία πίσω από αυτή τη σκηνοθετική επιλογή.
Μόνον ο Γιώργος Γάλλος (Κρέων), χάρη στην εμπειρία του, κατάφερε κάποιες στιγμές να τιθασεύσει τις αρρυθμίες κίνησης, μουσικής και λόγου. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είτε αγνόησαν τη σκηνοθετική οπτική και ακολούθησαν τη μανιέρα τους είτε την εκτέλεσαν σαν στρατιώτες ξένοι προς το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Η «Αντιγόνη» παρουσιάστηκε σε μια… «”άγνωστη” γλώσσα», όπως έγραψε η Μαρία Κατσουνάκη («Κ», 1/7). Μήπως, όμως, η αποτυχία του Γερμανού οφείλεται στο ότι επέλεξε να ανεβάσει μια τραγωδία στα ελληνικά, σε μια άγνωστή του γλώσσα; Βέβαια, και άλλα στοιχεία προκαλούν απορίες. Oπως η απουσία του ρόλου της Ισμήνης, που έδεσε με τη φράση της Αντιγόνης, στο τέλος, πως είναι η μόνη που έμεινε από τον οίκο των Λαβδακιδών, ενώ η Ισμήνη ζει! Oπως και να έχει, και η διάψευση ενός αναμενόμενου θριάμβου αποτελεί εμπειρία. Το ερώτημα είναι εάν ο Ράσε βρήκε, στον «Αγαμέμνονα», μια καλή συνταγή στην αρχαία τραγωδία και αποφάσισε να την κοπιάρει πρόχειρα στην «Αντιγόνη».

