«Ο χρόνος είναι τελεσκοπέ (telescope) λένε οι Γάλλοι, σαν να τον παρατηρείς από ένα τηλεσκόπιο. Στην αρχή τον βλέπεις μακριά, αλλά σιγά σιγά συμπιέζεται, έρχεται πιο κοντά. Για μένα, όλα τα “παρελθόντα” είναι σαν παρόντα. Βιώνω σύσσωμο το εκτεταμένο “χθες” ως μια και μόνη στιγμή που συμπυκνώνει εντός της ολόκληρο το παρελθόν του “αύριο”. Κοιτάζοντας πίσω, δεν μπορώ να μη βλέπω μπροστά».
Μια αναδρομή του Αρι Γεωργίου στην «αρχιτεκτονική» του εαυτού του, αποτελεί πάντα μια αφετηρία, ένα ελατήριο. Κινούμενος ανάμεσα σε αβεβαιότητες και ερωτήματα για το πού αρχίζει και πού τελειώνει η Τέχνη, για τα όρια μεταξύ φωτογραφίας και ζωγραφικής, μια βεβαιότητα τον καθορίζει σε όλη του τη ζωή: «Εργο, κατ’ αντίθεση προς το “έργο τέχνης”», όπως λέει, «με κατάθεση ψυχής και αστείρευτο κέφι». Δεν είναι και μικρό το συνολικό έργο που έχει καταθέσει με τις πολλαπλές του ιδιότητες επί πέντε και πλέον δεκαετίες, ως αρχιτέκτονας, φωτογράφος, ζωγράφος, συγγραφέας.
Τις δημιουργικές του διαδρομές, «παράλληλες, τεμνόμενες, αυτόνομες» με επίκεντρο τα ζωγραφικά και την εικαστική φωτογραφία, συγκεντρώνει η αναδρομική έκθεση στο Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη (βίλα Καπαντζή) ως αφιέρωμα σε ένα έργο που εκφράζει το πνεύμα της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Κλειδί αυτής της αναδρομής (1974-2024) υπό τον τίτλο «Homo Ludens» (ο άνθρωπος που παίζει) δεν είναι τόσο η χρονολογική προσέγγιση μιας διαδρομής αλλά το καλλιτεχνικό πορτρέτο ενός σχεδιαστή και ζωγράφου.
Πέντε ενότητες συμπυκνώνουν την εικαστική του παραγωγή με την επιμελητική προσέγγιση της Εύας Βασλαματζή. Εξαιρείται ηθελημένα η καθαρή φωτογραφία, ένα ογκώδες έργο με το οποίο ταυτίστηκε στη συνείδηση όλων ο Αρις Γεωργίου. Κι όμως η φωτογραφία ενυπάρχει έτσι κι αλλιώς στην εικαστική του γλώσσα σε διαφορετικές εκδοχές, είτε ως ψηφίδες ενός πίνακα είτε εννοιολογικά σε διαφορετικές φόρμες που συνδιαλέγονται με την καθαρή ζωγραφική.
«Η ορμή ή ανάγκη να εκφραστώ μέσω της σωματικότητας δηλαδή να κρατήσω μολύβι ή πινέλο υπήρχε παιδιόθεν, από τότε που η μαμά μου έδειξε πρώτη φορά τη “Νυχτερινή Περίπολο” του Ρέμπραντ για να με καθορίσει και να με “θρέψει” καλλιτεχνικά αργότερα ο Μαρκ Ρόθκο, το προσωπικό μου “Αγιο Πνεύμα” της Αγίας Τριάδας όπου “Πατέρας” είναι ο Νικολά ντε Σταλ και “υιός” ο Πιερ Σουλάζ», αναφέρει στην «Κ». Η φωτογραφία, με εξαίρεση «τα κλικ για σουβενίρ στην εφηβική ηλικία», μπήκε συνειδητά στη ζωή του το 1971 από τα πρώτα χρόνια των σπουδών του στη σχολή Αρχιτεκτονικής στο Μονπελιέ της Γαλλίας.


Φωτογραφική Συγκυρία
Πρώτη μεγάλη έκθεση μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία ήταν το 1978, σε μια Θεσσαλονίκη και μια Ελλάδα όπου η καλλιτεχνική φωτογραφία ήταν άγνωστη. Συνδέεται με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, εκθέτει τακτικά στη «Διαγώνιο». «Η προσωπική μου ανάγκη να αισθανθώ παράλληλα ότι ανήκω σε έναν τόπο όπου αυτά που κάνω έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα», γέννησε το 1988 τη Φωτογραφική Συγκυρία, ένα φεστιβάλ διεθνούς εμβέλειας με εικοσαετή διάρκεια, που καθιέρωσε τη Θεσσαλονίκη ως πόλη της φωτογραφίας και αποτέλεσε μαγιά για την ίδρυση του μοναδικού κρατικού Μουσείου Φωτογραφίας όπου διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής (1998-2002).
Με την αποδέσμευσή του από τη Φωτογραφική Συγκυρία και το μουσείο, επιστρέφει δυναμικά και πληθωρικά στη ζωγραφική. Κομβική αφετηρία-σταθμοί, η πρώτη (1971) φοιτητική άσκηση (σινική σε φύλλο Α3) στο Basic Design, σχέδια του ’70, με αρχικό το αυτοσαρκαστικό «Ο Θεός μπρος στον καθρέφτη του σε στιγμή αδυναμίας», επηρεασμένα από τα κόμικς της εποχής, οι «ΑΝΑΣΥΝγΡΑΦΕΣ» για τη συμμετοχή στην 12η Μπιενάλε Νέων του Παρισιού (1982) από τα οποία αναδύθηκαν χρόνια μετά, χαλύβδινα γλυπτά «Five Live Steel» και μια ευρεία γκάμα από πρωτοποριακές σε μορφή, ύλη και σύνθεση σειρές: ζωγραφική με μεικτά μέσα (ακρυλικά και κατασκευές), σχέδια με μολύβι σε χαρτί, εικαστική φωτογραφία, ασαμπλάζ, κατασκευές, φωτογράμματα, μεικτή τεχνική, ψηφιακό κολάζ.
«Φωτογραφημένο» στην κατακλείδα της έκθεσης και το DNA του πατέρα του σε μια οδοντογλυφίδα που ανακάλυψε στην τσέπη του παντελονιού του 50 χρόνια μετά τον θάνατο του, πλάι στο φόρεμα της μητέρας. Ηταν τα ρούχα που φορούσαν στην Ιταλία στο πρώτο κλικ για σουβενίρ από τον έφηβο Αρι Γεωργίου. Παρελθόν και παρόν, ζωή και τέχνη, σε διαρκή διάλογο.
Σε μια γόνιμη κατεύθυνση τον οδήγησε και η αγάπη του για την τζαζ όπου μυήθηκε στον Νότο της Γαλλίας. Εμφανίζεται στο έργο του με απεικονίσεις μουσικών ή με τίτλους των έργων. Μια σειρά εκδόσεων ήταν το απόσταγμα συνεργειών με τον Σάκη Παπαδημητρίου («Το άλλο πιάνο»), τον Σάκη Σερέφα («Καλτσοδέτα και Μπέκετ»), τον Γιώργο Χ, Παπαδόπουλο και τον Κώστα Πλαστήρα. Εξήντα χρόνια κοντεύουν από τότε που παράγει συνειδητά καλλιτεχνικό έργο «αυθεντικά ελληνικό, ταυτόχρονα διεθνές στον προσανατολισμό του», όπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και του ΜΙΕΤ Γκίκας Χαρδούβελης.
Μέσα σε αυτό το διάστημα οι τεχνολογίες αλλάζουν. «Μαζί τους συμβαδίζω κι εγώ, ακολουθώ την εξέλιξή τους», λέει ο Αρις Γεωργίου. «Τρία χρόνια έχω να πιάσω φωτογραφική μηχανή. Μου αρκεί ένας φακός –με τον οποίο έχουμε υπογράψει σύμβαση–, του κινητού τηλεφώνου πλέον, «παίζοντας» δημιουργικά για όσο χρόνο μένει, με κέ-φι, όσο και τούτο απομένει».
Αρις Γεωργίου, «Homo Ludens. Αναδρομή 1974-2024», ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, έως 4 Ιουλίου.

