Το σχέδιο ήταν να μιλήσω με τον Στίβεν Χολ, τον αρχιτέκτονα πίσω από τον σχεδιασμό του μουσείου Kiasma στο Ελσίνκι, της Hunters Point Library στο Κουίνς, της επέκτασης Reach στο Kennedy Center for the Performing Arts στην Ουάσιγκτον και τόσων άλλων έργων σε επτά δεκαετίες παραγωγικής πορείας στην αρχιτεκτονική, την επόμενη ημέρα της τελετής αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ηθελα να είχα ακούσει τόσο τη δική του ομιλία και τον χαιρετισμό που του απηύθυνε ο πρόεδρος του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, καθηγητής Ιωάννης Α. Αίσωπος όσο και την εμβριθή και εμπνευσμένη παρουσίαση του έργου του από τον καθηγητή Γεώργιο Α. Πανέτσο.
Φτάνοντας, ωστόσο, στο Σχεδιαστήριο 5 της σχολής όπου θα εγκαινιαζόταν έκθεση του Χολ με ακουαρέλες (έως 27.06), πολλές από αυτές πρωτόλειες ιδέες κτιρίων που φέρουν την υπογραφή του, ο διάσημος αρχιτέκτων μου εξήγησε πως δεν υπάρχει χρόνος να βρεθούμε το επόμενο πρωί. Ξεφεύγει από τους φοιτητές που τον πολιορκούν και κλεινόμαστε σε μια αίθουσα της σχολής. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω νεαρά κορίτσια και αγόρια να μας κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα. Είναι άραγε τόσο δημοφιλής και στους φοιτητικούς κύκλους της χώρας του; Καθηγητής επί σειράν ετών στη Μεταπτυχιακή Σχολή Αρχιτεκτονικής, Πολεοδομίας και Συντήρησης του Πανεπιστημίου Columbia, τι συμβουλεύει τους δικούς του μαθητές; «Τους τονίζω ότι πρέπει πάντα να επισκέπτονται τον τόπο, να γνωρίζουν το τοπίο, να βλέπουν το φως, το ίδιο το κτίριο. Δεν θα μπορέσουν ποτέ να κατανοήσουν πραγματικά έναν χώρο μέσα από ένα περιοδικό, μια ψηφιακή απεικόνιση, ένα σχέδιο στον υπολογιστή ή ακόμη και μια φωτογραφία. Τους εξηγώ ότι δεν μπορώ να περιγράψω τη δύναμη που κρύβεται στο φως, στην υφή, στη λεπτομέρεια κι ότι αυτά αποτελούν στοιχεία “κυτταρικά” της δουλειάς μας, μόνο όταν τα βιώσεις από κοντά».

Συχνά, στην κουβέντα του ανατρέχει σε σημαντικά έργα τόσο δικά του όσο και σπουδαίων συναδέλφων του. Για τη βιωματική αξία της αρχιτεκτονικής μού φέρνει το παράδειγμα του κοιμητηρίου Brion – Vega κοντά στο Τρεβίζο, του Κάρλο Σκάρπα. «Με συνεπήρε η ποίηση στον σχεδιασμό, η προσοχή στη λεπτομέρεια, οι μικρές χειρονομίες, ο τρόπος που συνδέονται οι χώροι. Ηταν μια εμπειρία που σε κατέκλυζε σε κάθε επίπεδο». Με θαυμασμό μού μιλάει και για τον Αλβαρ Ααλτο, τον Φινλανδό αρχιτέκτονα, στο έργο του οποίου διακρίνει μια ποιητική προσέγγιση του χώρου, με τον άνθρωπο πάντα στο κέντρο. Εχει άλλωστε τιμηθεί με το βραβείο Alvar Aalto και ο ίδιος. «Οταν ήμουν στο Ελσίνκι για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Kiasma επισκέφθηκα κάθε κτίριο που είχε σχεδιάσει ο Ααλτο και στη θέα καθενός από αυτά ένιωθα δέος. Με εντυπωσίαζε η φροντίδα με την οποία είχε μελετήσει τα πάντα».
Μικρές μεγάλες ιδέες
Από τα λεγόμενά του καταλαβαίνω πως δεν τον ενδιαφέρει η κλίμακα ενός project, το αντίθετο, πρεσβεύει πως μια μικρή κατοικία μπορεί να αποτυπώσει μια εμπνευσμένη ιδέα καλύτερα από ένα μεγάλο και σύνθετο έργο. Καταλαβαίνω επίσης πως αυτό που αποστρέφεται είναι η έννοια του στυλ, της αναγνωρίσιμης γραφής που δεν λαμβάνει υπόψη τον τόπο, την ιστορία, τις ειδικές συνθήκες και προτάσσει το «εγώ» του αρχιτέκτονα. «Το κτίριο οφείλει να είναι μοναδικό για τον κάθε τόπο», επιμένει. Αναρωτιέμαι τι γνώμη έχουν γι’ αυτά που λέει οι συνάδελφοί του με τις τρανταχτές υπογραφές, οι σταρ του χώρου. «Τι θα πει αυτό; Πιστεύω πως υπάρχουν αρχιτέκτονες που έχουν δουλέψει επί δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει έργα που αντέχουν στον χρόνο. Κι έπειτα, υπάρχει η υπερπροβολή από τα Μέσα. Πρέπει να μπορεί κανείς να ξεχωρίζει το ένα από το άλλο. Ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις τι αξίζει είναι να δεις τις κατασκευές από κοντά. Αυτό είναι το αληθινό τεστ: το ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο».
Μιλάμε για το στεγαστικό πρόβλημα και το επίπεδο ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα. Υποστηρίζει πως θα έπρεπε να περιορίσουμε την εξάπλωση των προαστίων. «Κάθε τόπος οφείλει να διατηρήσει όσο περισσότερο μπορεί το φυσικό του τοπίο. Μια πόλη όπως η Πάτρα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιχειρήσει την οικιστική της ανάπτυξη σε αρκετές ανεκμετάλλευτες αστικές εκτάσεις – όχι τελείως κενές, αλλά εν μέρει εγκαταλελειμμένες. Αυτή η λύση δεν θα προσέφερε μόνο περισσότερες κατοικίες, αλλά θα αναβάθμιζε συνολικά την αστική εμπειρία μιας ήδη καλής, περιπατητικής πόλης. Είναι μια πόλη που περπατιέται. Εχει ιστορία, έχει μοναδική θέα προς τη θάλασσα. Πιστεύω ότι αξίζει να επενδύσει κανείς στον αστικό ιστό, αντί να επεκτείνεται άναρχα στο φυσικό τοπίο».

Την ιδέα της αξιοποίησης ανεκμετάλλευτων ή εγκαταλελειμμένων χώρων την υποστηρίζει ήδη από τα πρώτα του βήματα. Δεκαπέντε χρόνια πριν από τον επίσημο διαγωνισμό για την ανάπλαση του Ηigh Line, του παλιού υπερυψωμένου σιδηροδρόμου στο δυτικό Μανχάταν, που σήμερα έχει μετατραπεί σε δημόσιο πάρκο, εκείνος σχεδίαζε το Βridge of Houses, προτείνοντας να μετατραπεί ο εγκαταλελειμμένος σιδηρόδρομος σε περιπατητική διαδρομή. Σχολιάζω πως υπήρχε κάτι «αγνό» σε αυτό το εγχείρημα. «Είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να ξεκινήσει κανείς ως νέος αρχιτέκτονας: να δημιουργήσει μια σειρά από “ιδανικά” έργα για διαφορετικά μέρη. Είναι σπουδαία άσκηση», παραδέχεται.
«Λέξεις, γεωμετρίες, φως»
Με το «ιδανικό» σχέδιο συναντιέται κάθε πρωί. Οι ακουαρέλες είναι μέρος της πρακτικής του. Ομολογεί ότι ζωγραφίζει κάθε μέρα, σχεδόν μια ώρα, με καθαρό μυαλό. «Κάνω σκίτσα. Συνήθως αυτό συμβαίνει στο ξεκίνημα ενός έργου, αφού έχω μελετήσει το πρόγραμμα και ίσως έχω επισκεφθεί και τον χώρο. Προσπαθώ να σχηματίσω μια βασική ιδέα που θα καθοδηγήσει τον σχεδιασμό. Εκεί αρχίζουν τα σκίτσα –πολλά σκίτσα– και μαζί τους γράφω και φράσεις που συνοψίζουν την κεντρική σκέψη. Συνδυάζονται λέξεις, γεωμετρίες, φως. Μπορεί να χρειαστούν τριάντα δοκιμές μέχρι να εμφανιστεί η αληθινά σωστή ιδέα. Ή να συμβεί ακαριαία. Δεν υπάρχει κανόνας για το πόσο χρόνο θα πάρει. Συνεχίζω να σχεδιάζω ακόμη κι όταν δεν νιώθω έμπνευση – αυτό είναι το πιο κρίσιμο. Γιατί κάποιες φορές, όταν είμαι κουρασμένος ή δεν έχω έμπνευση, ένα σκίτσο μπορεί να με αιφνιδιάσει και να αποτελέσει τη βάση για κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Η πειθαρχία είναι ουσιώδης: το να ασκείσαι καθημερινά στο σκίτσο σαν ένα είδος διαλογισμού».

Πολλοί θα ανέθεταν σε κάποιο πρόγραμμα ΑΙ να το κάνει αυτό. Είναι εργαλείο ή απειλή για τους αρχιτέκτονες; «Μέρος της είναι ένα εμπορικά υποκινούμενο hype. Εχει όμως δυνατότητες που πρέπει να αξιοποιηθούν στους τομείς της υγείας και της επιστήμης», αναφέρει. Παραδέχεται πως έχει χρησιμοποιήσει και εκείνος το DALL-E, ζητώντας από το σχεδιαστικό πρόγραμμα να αναμείξει στοιχεία από την αρχιτεκτονική του Μις φαν ντερ Ρόε και τη δική του. «Ηταν ένα διασκεδαστικό πείραμα με ένα πρόγραμμα που χειρίζεται εικόνες, το ζήτημα είναι σε ποια χέρια θα καταλήξει. Εχουμε τραγικά μυαλά σε υψηλές θέσεις εξουσίας, πραγματικά αμόρφωτους. Αυτό θα έπρεπε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από την τεχνητή νοημοσύνη».
Εχουμε τραγικά μυαλά σε υψηλές θέσεις εξουσίας, πραγματικά αμόρφωτους. Αυτό θα έπρεπε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από την τεχνητή νοημοσύνη.
Πιάνομαι από την τελευταία φράση του και του ζητώ να σχολιάσει την κατάσταση στα αμερικανικά πανεπιστήμια. «Τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας προήλθαν από πολιτισμούς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Τα πανεπιστήμια είναι τόποι κριτικής σκέψης. Τα χειρότερα, λοιπόν, πράγματα συμβαίνουν όταν η άγνοια βρίσκεται στην εξουσία. Ομως, δεν ανησυχώ. Στην αρχιτεκτονική ξέρουμε πως υπάρχει ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για να γίνουν τα πράγματα, από την πρώτη μολυβιά μέχρι την παράδοση ενός έργου μπορεί να χρειαστούν ακόμη και 20 χρόνια, όμως το έργο κάποτε θα ολοκληρωθεί. Θα τελειώσει η περίοδος του Τραμπ. Και πού ξέρετε, μπορεί να είμαστε τυχεροί, ο Στάλιν έπαθε εγκεφαλικό σχεδόν στην ηλικία του Αμερικανού προέδρου».
Από την πρώτη μολυβιά μέχρι την παράδοση ενός έργου μπορεί να χρειαστούν ακόμη και 20 χρόνια, όμως το έργο κάποτε θα ολοκληρωθεί. Θα τελειώσει η περίοδος του Τραμπ.
Λίγες μέρες αργότερα κι ενώ θυμάμαι πως ο κ. Πανέτσος είχε μιλήσει για το φως ως δομικό εργαλείο στην αρχιτεκτονική του Χολ, αποκαλώντας τον «στοχαστή των χώρων», του απευθύνω μια τελευταία ερώτηση για τη σημασία του φωτός κυριολεκτικά και μεταφορικά σε μια πόλη. Πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για σχεδιασμό στον οποίο πρωταγωνιστεί το φως σε πόλεις φρουρούμενες, όπως το Λος Αντζελες; «Για μένα το φως δεν είναι απλώς μια υλική συνθήκη – είναι μια εννοιολογική δύναμη. Δομεί τον χώρο συναισθηματικά και αντιληπτικά. Σε μια εποχή που οι πόλεις μας γίνονται ολοένα και πιο επιτηρούμενες και διχασμένες, το να μιλάμε για το φως είναι ένας τρόπος να επαναβεβαιώσουμε το “ανοιχτό”. Δεν πρόκειται για θέαμα· πρόκειται για διαύγεια, παρουσία και τη δυνατότητα επικοινωνίας. Οι χώροι που διαπνέονται από φως μπορούν να προσφέρουν αξιοπρέπεια και σύνδεση. Μας επιτρέπουν να νιώσουμε ελεύθεροι –έστω και στιγμιαία– μέσα σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει κατακερματισμένος».

