Εξαιρετική περίπτωση ανάμεσα στα Κουαρτέτα Εγχόρδων, αυτό της Δανίας δεν ξεχωρίζει μόνο για την ποιότητα των ερμηνειών αλλά και για το ρεπερτόριό του. Κατά την πρώτη συναυλία του στην Ελλάδα στις 8 Μαΐου, στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», φανέρωσε πόσο καλά παντρεύονται η κλασική μουσική με τη δημοτική παράδοση, έστω σε μεταγραφή.
Μάλλον αναμενόμενα, το πρώτο μισό της βραδιάς ήταν αφιερωμένο στον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια. Είναι ενδιαφέρον ότι το δανέζικο σύνολο δεν επέλεξε να παρουσιάσει κάποια από τα γνωστά έργα της ωριμότητας του συνθέτη, αλλά προτίμησε το τρίτο και το τέταρτο κουαρτέτο, συνθέσεις της μέσης περιόδου γραμμένες το 1946 και 1949/50 αντίστοιχα. Η ζωή του Σοστακόβιτς είχε γίνει πολύ δύσκολη μετά την επίθεση που είχε δεχθεί τον Ιανουάριο του 1936 από άρθρο στην εφημερίδα «Πράβντα», επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, και μέχρι το 1953 οπότε πέθανε ο Στάλιν, ο οποίος θεωρείται ότι ενέκρινε το σχετικό κείμενο. Σε αυτό το άρθρο η μουσική του Σοστακόβιτς χαρακτηριζόταν «φορμαλιστική», «μικροαστική», «τραχιά» και «χυδαία», αντίθετη προς τον «ρεαλιστικό», «ηθικά ακέραιο» χαρακτήρα που απαιτεί η «αληθινή» τέχνη. Ο συνθέτης αφενός επιχείρησε να προσαρμοσθεί, αφετέρου να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Ετσι, προκειμένου να μην κατηγορηθεί για «ελιτισμό» ή «φορμαλισμό», έδωσε σε καθένα από τα μέρη του τρίτου κουαρτέτου του περιγραφικούς τίτλους. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στη Μόσχα το 1946 και αμέσως μετά ο Σοστακόβιτς το απέσυρε από τη δημόσια σφαίρα.
Οι Δανοί μουσικοί ανέδειξαν τις ποιότητες αυτού, που παραμένει από κάθε άποψη ένα από τα συναρπαστικότερα κουαρτέτα εγχόρδων του Σοστακόβιτς. Με την τέχνη τους άφηναν την ίδια τη μουσική να μιλήσει. Δεν είχε κανείς την αίσθηση μιας «ερμηνείας», με την έννοια της απόστασης η οποία χωρίζει την ανάγνωση ενός τρίτου από το ίδιο το έργο. Οι επιλογές τους, οι τονισμοί, οι αναρίθμητες αποχρώσεις που έπαιρνε ο ήχος τους, αφενός χάρη στην εύστοχη και διόλου επιτηδευμένη χρήση της δυναμικής, αφετέρου χάρη στην εντυπωσιακή μεταξύ τους συνεργασία, αναδείκνυαν τις διαφορετικές διαθέσεις καθενός από τα πέντε μέρη του κουαρτέτου. Διαθέσεις που κυμαίνονταν από τη νοσταλγία έως το δαιμονικό ξέσπασμα όλων των δυνάμεων και την πιο βαθιά θλίψη. Τονική ακρίβεια, μουσικότητα, αίσθηση του ύφους ήταν μερικά από τα «εργαλεία» των τεσσάρων μουσικών, αν κανείς πρέπει οπωσδήποτε να «κατατμήσει» τα στοιχεία προκειμένου να ονοματίσει όσα οδήγησαν στο εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Το Κουαρτέτο Εγχόρδων της Δανίας πρότεινε ένα συναρπαστικό μουσικό ταξίδι χωρίς προκαταλήψεις.
Τα ίδια χαρακτηριστικά επιστρατεύθηκαν στο τέταρτο κουαρτέτο που ακολούθησε. Εκφραστικά μοιάζει λιγότερο απαιτητικό, καθώς οι διακυμάνσεις διαθέσεων δεν είναι το ίδιο ακραίες. Ωστόσο, το έργο θέτει ανάλογα σημαντικές απαιτήσεις, καθώς οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα συναισθήματα και τις ατμόσφαιρες είναι πολύ πιο λεπτές.
Ταξίδι στον Βορρά
Εξοχο ήταν το ταξίδι που ακολούθησε στο δεύτερο μέρος, με μουσικές από τη Βόρεια Ευρώπη. Ακούστηκαν παραδοσιακοί σκοποί από την Ιρλανδία, τη Δανία, τη Νορβηγία και τις Φερόες Νήσους, σε επεξεργασίες του ίδιου του Κουαρτέτου Εγχόρδων της Δανίας. Μέσα από την ποιότητα των μεταγραφών, όπως και των ερμηνειών, οι μουσικοί απέδειξαν στην πράξη τον ισχυρισμό τους ότι η παραδοσιακή μουσική δεν είναι μέρος του ρεπερτορίου τους, αλλά βασικό στοιχείο της μουσικής ταυτότητάς τους.
Ατυχώς, μεγάλη μερίδα του κοινού προφανώς είχε προσέλθει αποκλειστικά για το δεύτερο μέρος της βραδιάς και δεν φρόντισε ούτε στοιχειωδώς να ενημερωθεί για το πρώτο. Με γνώμονα τα παραδοσιακά τραγούδια, θεώρησε πως καθένα από τα μέρη των κουαρτέτων είναι αυτοτελές έργο και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, κάποτε και με επευφημίες μετά από καθένα. Το αποτέλεσμα ήταν για ακόμη μία φορά συντριπτικό τόσο για τους μουσικούς όσο και για τους υπόλοιπους ακροατές.

