Η Χριστίνα Μπαλκάμου γεννήθηκε ένα πρωινό με ομίχλη, στις 6.15, κάπου στην Αθήνα του ’77. Σπούδασε ψυχολογία και προς το παρόν εργάζεται σε έναν θεσμικό λαβύρινθο, εκεί όπου τα έγγραφα ταξιδεύουν συχνότερα από τους ανθρώπους. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «Ημερολόγιο της Μύγας» από τις εκδόσεις Αρμός.
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Το «Σπίτι των πνευμάτων» της Ιζαμπέλ Αλιέντε, γιατί μερικά σπίτια δεν κατοικούνται μόνον από ανθρώπους αλλά και από αναμνήσεις, απωθημένα και παλιούς φόβους.
Και κάτι εντελώς διαφορετικό, τα άπαντα της αμηχανίας μου, που δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. Είναι σημειώσεις μου, άτακτες και θυμωμένες, μικρά κείμενα που γράφτηκαν σε βιαστικά μεσημέρια περιμένοντας κάποιον, περιμένοντας το αεροπλάνο, περιμένοντας το παιδί μου.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Οτι η πραγματικότητα δεν χρειάζεται να μας πείθει. Αν δεν μπορούμε να τη μεταμορφώσουμε σε κάτι υπέροχο, δεν μας αφορά.
Το διάβασα στην Αναΐς Νιν και από τότε με έχει κυριεύσει σαν εσωτερική εντολή. Iσως να είναι κι ένας τρόπος να μην παραιτηθείς από την καθημερινότητα, να τη μεταμορφώνεις διαρκώς, έστω κι αν υπάρχει μόνο μέσα σου.
Βρήκατε ποτέ τον μπελά σας επειδή διαβάσατε ένα βιβλίο;
Μάλλον τον μπελά σου τον βρίσκεις όταν δεν διαβάζεις βιβλία. Oταν αρκείσαι σε αυτά που φαίνονται. Τα βιβλία είναι ένας ολόκληρος άλλος κόσμος και ίσως ο μόνος κόσμος που αντέχεται καμιά φορά. Ειδικά όταν όλα γύρω σου επιμένουν να σου λένε ότι «έτσι είναι τα πράγματα» και δεν θα αλλάξουν ποτέ. Αυτό το ποτέ με τρελαίνει.
Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
Δεν υπάρχει. Οπως και στο γράψιμο, έτσι και στην ανάγνωση δεν χρειάζομαι συνθήκες. Χρειάζομαι μόνο παραπάνω χρόνο και λίγο χώρο στο μυαλό. Μπορώ να διαβάσω παντού σε αναμονές, σε τρένα, σε ήσυχα βράδια ή και μέσα στο χάος. Αν είναι να διαβάσεις, θα το κάνεις. Αν είναι να διαφύγεις, βρίσκεις την έξοδο.
Υπάρχουν κάποια είδη λογοτεχνίας που προτιμάτε και άλλα που αποφεύγετε;
Μου αρέσουν τα πάντα, αρκεί να μου πάρουν το μυαλό στις πρώτες πενήντα σελίδες. Αν δεν το κάνουν, είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Δεν κυνηγάω είδη, κυνηγάω παλμό. Αν κάτι χτυπάει, μένω. Αν όχι, πάω παρακάτω.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σε ένα βιβλίο;
Το πλάσιμο των χαρακτήρων. Οχι η πλοκή, όχι το ύφος. Οι ήρωες. Οταν γεννιούνται μπροστά σου, όταν αποκτούν σάρκα, φωνή, αντίφαση. Οταν κάνουν λάθη που δεν διορθώνονται εύκολα. Τότε αρχίζει πραγματικά το βιβλίο.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο βιβλίο που θα θέλατε να γίνει ταινία;
Το δικό μου! (γέλια). Αν θέλετε να μιλήσουμε σοβαρά, τότε θα έλεγα πως μερικά βιβλία ίσως θα έπρεπε να μένουν απλώς βιβλία. Κάποιες φορές, ό,τι δεν φαίνεται κατοικεί μέσα μας πιο βαθιά. Και αυτό καμιά κάμερα δεν μπορεί να το αποτυπώσει.
Ποια είναι τα μηνύματα του «Ημερολογίου της Μύγας»;
Οτι όσο μικρός και ανεπιθύμητος κι αν αισθάνεσαι, κανείς δεν μπορεί να σου στερήσει τη ματιά. Οτι ακόμη και μέσα από την καταγραφή του κόσμου μέσα από τη σιωπή, την παράλογη κανονικότητα, υπάρχει μια ενδόμυχη τρυφερότητα. Και ότι ίσως η μύγα δεν είναι τελικά μόνη της.
Σκιαγραφήστε την ηρωίδα του βιβλίου σας.
Είναι μια μύγα. Ή μάλλον όχι. Είναι μια γυναίκα που προσποιείται τη μύγα, κι έτσι αντέχει λίγο παραπάνω. Ή μια μύγα που προσπαθεί να γράψει, μπας και καταλάβει τη γυναίκα που τη φιλοξενεί. Δεν είμαι σίγουρη.
Ξέρω μόνο ότι και οι δυο αγχώνονται μερικές φορές και κάνουν ότι δεν βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Ισως γιατί πετάνε πολύ χαμηλά για να τον αντικρίσουν ολόκληρο. Ή ίσως γιατί έχουν συμφωνήσει σιωπηλά πως αν δεν τον κοιτάξεις, δεν σε πατάει. Τέλος πάντων…
