ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ
Καιρός
μτφρ.: Αλέξανδρος Κυπριώτης
εκδ. Καστανιώτη, 2024, σελ. 432
Η γεννημένη το 1967 στο, τότε, Ανατολικό Βερολίνο, πολυβραβευμένη Γερμανίδα συγγραφέας Τζέννυ Ερπενμπεκ τιτλοφορεί το τελευταίο της μυθιστόρημα με την ελληνική λέξη «Καιρός». Οχι όμως με την τρέχουσα έννοια των καιρικών συνθηκών, αλλά από το όνομα στην ελληνική μυθολογία του θεού της ευτυχούς στιγμής. Μια τέτοια ευτυχής στιγμή στη μυθοπλαστική εξιστόρηση είναι η τυχαία συνάντηση του πενηντατετράχρονου Χανς με τη δεκαεννιάχρονη Καταρίνα και η ερωτική σχέση που ξεκίνησε απ’ αυτήν.
Η συγγραφέας οργανώνει και αναπτύσσει την αφήγησή της με άξονα αυτή την ασύμμετρη, ηλικιακά τουλάχιστον, σχέση, με πάντα παρούσα τη διερεύνηση του ευτυχούς ή μη της εξέλιξής της, αλλά και με τη διαπραγμάτευση πολλών άλλων σημαντικών ζητημάτων στο εσωτερικό της. Χρόνος έναρξης της μυθιστορηματικής εκτύλιξης είναι το 1987 και τόπος της κυρίως το Ανατολικό Βερολίνο.
Ο Χανς είναι συγγραφέας και συνεργάτης του κρατικού ραδιοφώνου, παντρεμένος και με έναν γιο, ενώ η Καταρίνα υποψήφια σπουδάστρια. Μετά τη συνάντησή τους και την αμοιβαία τους έλξη ζουν τον έρωτά τους στους δρόμους, στα καφέ και τα εστιατόρια του Ανατολικού Βερολίνου, αλλά και στο σπίτι του Χανς, όταν λείπουν η γυναίκα και ο γιος του, ή στο διαμέρισμα της Καταρίνα, όταν μένει πλέον μόνη της. Η σχέση των δύο ηρώων είναι όμως και επιπλέον ανισομερής, αφού ο Χανς, φορέας πολύ περισσότερων και πολλαπλών βιωμάτων και ερωτικών εμπειριών, αλλά και διανοούμενος και κάτοχος ευρύτατης παιδείας, ασκεί μια καταλυτική αισθηματική και παιδευτική επιρροή στην Καταρίνα και επιβάλλει σ’ αυτήν τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Αλλά περίπου έναν χρόνο αργότερα και έπειτα από πολλές εναλλαγές συναισθημάτων και προβλημάτων, η Καταρίνα ενώ βρίσκεται για θεατρικές σπουδές στη Φρανκφούρτη του Οντερ, κάνει έρωτα μια φορά με έναν νεαρό, γεγονός που τραυματίζει ανεπανόρθωτα τον Χανς. Εκτοτε και παρά τη συνέχεια του δεσμού τους, ο Χανς επανέρχεται συνεχώς σ’ αυτό που θεωρεί προδοσία του και προσπαθεί να καταλάβει γιατί συνέβη.
Η σχέση τους σταδιακά χαλαρώνει και η Καταρίνα δημιουργεί κάποιες πρόσκαιρες γνωριμίες, πειραματίζεται περαιτέρω ερωτικά και επέρχεται ο οριστικός χωρισμός τους. Οι δύο ήρωες, όμως, δεν δρουν εν κενώ. Βιώνουν την ερωτική τους ιστορία σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο περιγράφεται σχετικά ελλειπτικά και πάντα υπάρχει ως φόντο στην αφήγηση.
Η γυναίκα και ο έφηβος γιος του Χανς, η μητέρα, ο πατέρας και ο πατριός της Καταρίνα, αλλά και οι φίλες της, με τις οποίες συζητά τα συμβάντα της ζωής της, συνιστούν το ανθρωπολογικό περιβάλλον της σχέσης τους. Παραδόξως το περιβάλλον αυτό, πέρα από την απορία και την επισήμανση της διαφοράς ηλικίας ανάμεσα στους δύο εραστές, φαίνεται να επιδεικνύει μια ανοχή και μια ελευθεριότητα.
Μια σχέση που τελειώνει μαζί με μια ολόκληρη εποχή
Παρών στην αφήγηση είναι και το αυτοαποκαλούμενο σοσιαλιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, με τους τρόπους οργάνωσής του και τους πολλαπλούς περιορισμούς και ελέγχους του και φυσικά με το Τείχος και τον πραγματικό και συμβολικό εγκλεισμό που σηματοδοτεί. Οι ερωτευμένοι, όμως, αλλά και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους, παρά τις επί μέρους διαφωνίες τους, δεν έχουν ενεργητική αρνητική στάση απέναντι στο καθεστώς. Ο Χανς μάλιστα, ο οποίος είχε ναζιστικό οικογενειακό παρελθόν, ίσως ως αντίπραξη σ’ αυτό εμφορείται πλήρως από την αντιφασιστική σοσιαλιστική ιδεολογία. Οι αναφορές του στην αντίληψη αυτή, περισσότερο στη γερμανική της εκδοχή, αλλά και γενικά στο κομμουνιστικό εγχείρημα, καθώς και σε καλλιτέχνες όπως ο Μπρεχτ ή ο Αϊσλερ, ή θεωρητικούς όπως και ο Λένιν ακόμη, είναι συχνότατες. Αλλά και η Καταρίνα, παρόλο που αντιδρά στις διάφορες νόρμες του καθεστώτος και κοιτάζει με περιέργεια και προσμονή τη Δύση, όταν επισκέπτεται πρώτη φορά τη γιαγιά της στην Κολωνία σοκάρεται από την εικόνα κάποιων άστεγων επαιτών και την εμπορευματοποίηση της ερωτικής επιθυμίας που βλέπει έκπληκτη σε ένα sex shop. Οι όψεις αυτές της Δύσης συγκρούονται, προφανώς, με τις δικές της προσλαμβάνουσες από τις νοοτροπίες και την κυρίαρχη ιδεολογία της κοινωνίας της τότε Ανατολικής Γερμανίας.
Η Στάζι
Από την προβληματική πάντως της αφήγησης και προφανώς της Ερπενμπεκ δεν προκύπτει κάποια νοσταλγία για τον ανατολικό εκείνο σοσιαλισμό. Αλλωστε η συγγραφέας αναφέρεται συχνά σε διάφορες κατασταλτικές πρακτικές του καθεστώτος, όπως στην απέλαση του Βολφ Μπίρμαν ή στην καταθλιπτική παρουσία της Στάζι, της οποίας μάλιστα εμφανίζει ως συνεργάτη, έστω και προβληματικό, τον Χανς, όπως ανακαλύπτει η Καταρίνα στους κρατικούς φακέλους μετά την πτώση.
Στην αφήγηση της Ερπενμπεκ διαφαίνεται η διαφωνία με την πλήρη υποταγή στην καπιταλιστική Δύση, αντί της διερεύνησης της δυνατότητας μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης.
Εκείνο που διαφαίνεται από την αφήγηση και την οπτική της Ερπενμπεκ είναι ο αναστοχασμός της κοινωνικοπολιτικής αυτής εμπειρίας και η διαφωνία με την πλήρη υποταγή στην καπιταλιστική Δύση, αντί της διερεύνησης της δυνατότητας μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης. Αυτό βέβαια δεν έγινε και ήλθε το τέλος της Ανατολικής Γερμανίας. Με συνεχείς αναφορές και παραπομπές, όμως, στην εξιστόρησή της διασώζει μια ολόκληρη ουμανιστική και αριστερή πολιτιστική και πολιτική κουλτούρα, δημιουργούς και έργα της, έστω κι αν η κρατική οντότητα που την επικαλούνταν τις διέψευδε με τις πρακτικές και τις ολοκληρωτικές δομές της.
Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, το οποίο εκτείνεται και στην προβληματική μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο, εκτυλίσσεται η ερωτική σχέση η οποία τελειώνει μαζί με το τέλος μιας χώρας και μιας εποχής, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η συγγραφέας εκφέρει την αφήγησή της σε τρίτο πρόσωπο, αλλά από την οπτική γωνία των δύο ηρώων της διαδοχικά με βάση αυτό και χρησιμοποιεί διάφορους μοντερνιστικούς τρόπους για τη διάρθρωσή της, όπως την «αρχειοθέτηση» από τον Χανς σε δύο κούτες όλου του «αποδεικτικού υλικού» της ιστορίας τους και με βάση αυτό την ανάπλασή της στη συνέχεια. Σκιαγραφεί χαρακτήρες, με αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις και γι’ αυτό πειστικούς και αληθινούς και χαρτογραφεί και αναπαριστά το Ανατολικό Βερολίνο, τα στέκια του και τα πολλαπλά τοπόσημά του.
Η Ερπενμπεκ δημιούργησε εν τέλει ένα πολύ καλό μυθιστόρημα με το οποίο, συν τοις άλλοις, έθεσε με τόλμη και ζητήματα απωθημένα ή και ξεχασμένα και δίκαια μ’ αυτό κατέκτησε το διεθνές βραβείο Booker 2024. Εξαιρετικά επιτυχημένη είναι και η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη, που συνέλαβε και απέδωσε το ιδιαίτερο ύφος της συγγραφέως.

