Το όνομα του Πιερ Νορά (1931-2025) συνδέεται με την άνοδο των σπουδών της μνήμης και ο όρος που καθιέρωσε είναι οι «τόποι μνήμης» (Lieux de mémoire). Περιλαμβάνεται στον τίτλο του εμβληματικού τετράτομου έργου του που ξεκίνησε να εκδίδεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν οφείλεται στον Νορά η άνοδος της μνήμης, αλλά το έργο του είναι βασικό για να κατανοήσουμε αυτή την άνοδο.
Το βασικό του επιχείρημα για το τι συνιστά «τόπο μνήμης» ο Νορά το προετοίμαζε αρκετά νωρίτερα, επηρεασμένος από τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές του μεταπολεμικού κόσμου. Γεννήθηκε στην καρδιά του μεσοπολέμου (1931) στο Παρίσι, σε εβραϊκή οικογένεια. Η δική του μνήμη διαμορφώθηκε αφενός από τον απόηχο των διώξεων των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου, και αφετέρου, μεταπολεμικά, από την εμπειρία των αντιαποικιακών αγώνων και της ανεξαρτητοποίησης των πρώην αποικιών – με προσωπική εμπειρία στον πόλεμο της Αλγερίας. Αν σ’ αυτά προστεθούν και οι πολιτικές, φιλοσοφικές και αισθητικές μετατοπίσεις του 1968, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα η Γαλλία δεν ήταν πια αυτή που νόμιζε η ίδια ότι είναι. Τότε αποφασίζει ο Νορά να γράψει για τους τόπους της εθνικής της μνήμης. Ηταν μια αρχαιολογία των συνθηκών που δημιούργησαν τη γαλλική εθνική ταυτότητα όταν είχαν εκλείψει.
Αν και η συζήτηση για τη μνήμη είχε αρχίσει νωρίτερα, με τον Μορίς Χαλμπβάκς (Τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, 1925), ο Νορά εισάγει τη μελέτη της μνήμης στα ενδιαφέροντα της ιστορίας. Την εισάγει μάλιστα όχι ως απόδειξη της ύπαρξης του έθνους, αλλά ως ένα από τα κατασκευαστικά του στοιχεία. Ο Νορά δεν γράφει για τη μνήμη για να την καθαγιάσει. Ούτε της αναγνωρίζει προτεραιότητα. Η μνήμη στον Νορά δεν έχει ιερότητα· δεν είναι αθώα ανάμνηση, ούτε αυθεντικό ίχνος μιας κάποτε βιωμένης εμπειρίας. Είναι κατασκευή, θεσμική λειτουργία, πολιτική και πολιτισμική πρακτική – και, τελικά, αντικείμενο ιστορικής ανάλυσης.
Την ανάγκη ιστορικοποίησης της μνήμης ο Νορά την υπογράμμισε εμφατικά τον 21ο αιώνα, όταν οι μνημονικές σπουδές άρχισαν σταδιακά να κυριαρχούν στο πολιτισμικό τοπίο. Η ιστορία, όπως γίνεται σήμερα, έγραφε το 2011, κινδυνεύει να γίνει μια ιστορία χωρίς ιστορικούς. Δεν είναι πια οι ιστορικοί που συγκροτούν τα γεγονότα, αλλά κυρίως οι δημοσιογράφοι και οι ανθρωπολόγοι. Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα μιλούσε για κατάχρηση της μνήμης και για το γεγονός ότι η μνήμη έχει μετατραπεί σε πεδίο ανταγωνισμού όπου κάθε κοινωνική/εθνοτική ομάδα απαιτεί να αναγνωριστεί το τραύμα της – όχι για να ενταχθεί σε ένα συλλογικό αφήγημα, αλλά για να περιχαρακώσει την ιδιαιτερότητά της και να προβάλει την ταυτότητά της. Η συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Figaro στις 18 Φεβρουαρίου 2018 τιτλοφορείται «Δικτατορία της μνήμης που απειλεί την ιστορία». Η μνήμη δηλαδή ακυρώνει την έλλογη αναμέτρηση με το παρελθόν. Σήμερα δυστυχώς, την ανάγκη αυτής της ιστορικοποίησης της μνήμης την έχουμε ξεχάσει. Ζούμε σε περιβάλλοντα λατρείας της μνήμης και ναρκισσιστικού ελλείμματος. Η επιτέλεση της μνήμης, όποια μορφή και αν παίρνει, φαίνεται να επισκιάζει τις πολιτικές της. Η ατομικότητα και η εξαίρεση έχουν υποκαταστήσει το αίτημα για τη συλλογική συνάντηση των αδυνάμων με το ιστορικό γίγνεσθαι. Η μνήμη φαίνεται να μην έρχεται να συμπληρώσει πια την ιστορία, αλλά να την υποκαταστήσει. Λειτουργεί όχι ενοποιητικά, αλλά θρυμματίζοντας την όποια δυνατότητα άρθρωσης αφηγημάτων που αμφισβητούν τον κυρίαρχο λόγο. Μαθαίνουμε το παρελθόν μέσα από μνημονικές τελετουργίες οι οποίες αν δεν το προσομοιώνουν σε δικαστήριο, το προσεγγίζουν με ηθικά κριτήρια. Το ότι η μνήμη, στο νέο πλαίσιο, παρουσιάζεται ως μη πολιτική, δεν την καθιστά λιγότερο πολιτική. Απλώς έχει αλλάξει στρατόπεδο: η παντοκρατορία της έχει καταστήσει τη μνήμη από όπλο των ηττημένων, ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα των νικητών. Συχνά και με τις ευλογίες όσων την υπηρετούν, ανυποψίαστοι για το πολιτικό της βάρος. Το βλέπουμε στους τωρινούς πολέμους.
* Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

