Οσες δεκαετίες κι αν περάσουν, η «Φραγκοσυριανή», ο «Καϊξής», η «Αχάριστη», το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», το «Πάρε το δαχτυλίδι μου» θα τραγουδιούνται και ας άλλαξαν τα βιώματα κάθε γενιάς. Για όσους αγαπούν το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, έχει πάντα ενδιαφέρον κάθε πληροφορία ή λεπτομέρεια για τους συνθέτες και τους στιχουργούς που τα δημιούργησαν, καθώς και τους τραγουδιστές που τα ερμήνευσαν.
Κάθε νέα μελέτη που γίνεται με μεράκι, έχει συνήθως κάτι να προσθέσει. Οπως η τρίτη εμπλουτισμένη έκδοση «Μάγκες αλήστου εποχής. 24 και 1 ρεμπέτικα πορτρέτα» (εκδ. Μετρονόμος) του αφοσιωμένου ερευνητή, δημοσιογράφου Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη. Η πρώτη ήταν το 2004. Πρόκειται για μικρές βιογραφίες σημαντικών καλλιτεχνών, με εξομολογήσεις οικείων τους, οι οποίοι φωτίζουν το ταλέντο αλλά και τις αδυναμίες και τα πάθη. Αλλωστε ο συγγραφέας, όπως είπε στην «Κ», δεν ήθελε βιογραφίες – αγιογραφίες.
Για τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο Ηλίας Βολιότης – Καπετανάκης μας μεταφέρει τα λόγια του γιου του συνθέτη, Στέλιου. «Ξυπνούσαμε το πρωί, έφτιαχνε η μάνα μας φασκομηλιά του Μάρκου, σε μας τους πιτσιρικάδες έβαζε θρεψίνη στο ψωμί και καθόμασταν με τον πατέρα. Του άρεσε του Μάρκου αυτή η ιεροτελεστία με την οικογένεια».

Εκείνα τα κυριακάτικα πρωινά στα Ασπρα Χώματα της Κοκκινιάς συνήθιζε να περνάει όλη η γειτονιά από το σπίτι τους: μπαλωματής, γιαουρτάς, γανωτής, όλοι να του πουν καλημέρα και εκείνος έκανε τα παράπονα και τα βάσανά τους τραγούδια. Από ταξίμι σε ταξίμι έβγαζε ολόκληρο τραγούδι. «Εγραφε συνέχεια στίχους σε χαρτιά από πακέτα τσιγάρων» και όταν του έλεγε «τρέχα», ο Στέλιος ήξερε ότι ο Μάρκος ήθελε το μολυβάκι του και ένα οποιοδήποτε χαρτί. «Μέχρι και σε δέρμα είχε γράψει στίχους». Πάντα καμάρωνε που ο Μίκης Θεοδωράκης στην εκδήλωση στο «Κεντρικό» του έσφιξε το χέρι και του είπε «δάσκαλε!». «Εμένα λες δάσκαλε, μαέστρο μου!», τον ρώτησε με απορία.
Η «σφουγγάρα»
Οταν ο Στέλιος και ο Δομένικος πήγαιναν στο Δημοτικό, τα βράδια ο πατέρας τους, άρρωστος και ταλαιπωρημένος από την παραμορφωτική αρθρίτιδα, έβγαινε στα ταβερνάκια για τη «σφουγγάρα». «Οχι για να ζητιανέψει, αλλά για να κελαηδήσει. (…) Εγώ ήμουν μικρό παιδάκι και αδύνατο. Πιο ζητιανάκι, να πούμε. Κι έκοβα τον άλλον, αν θα μου δώσει ή όχι. Επαιζε ο πατέρας μπουζουκάκι και εγώ με το πιατάκι μάζευα φιλοδωρήματα από τους πελάτες».
Ο Βαμβακάρης πάντα καμάρωνε που ο Μίκης Θεοδωράκης στην εκδήλωση στο «Κεντρικό» του έσφιξε το χέρι και του είπε «δάσκαλε!». «Εμένα λες δάσκαλε, μαέστρο μου!», τον ρώτησε με απορία.
Ομως, ένα από εκείνα τα βράδια της σφουγγάρας, οι πελάτες δεν ήθελαν να ακούσουν μπουζούκι, ούτε τον Μάρκο. «Σταμάτα να βάλουμε καμιά πλάκα», φώναξε ένας. «Φεύγοντας περπατούσε, πίσω εγώ του κρατούσα το μπουζούκι και τον άκουσα να λέει “τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου”. Σε ενάμισι χιλιόμετρο ποδαρόδρομο έφτιαξε το καταπληκτικό τραγούδι “Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου/ όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου”».
Οσο για τη χιλιοτραγουδισμένη «Φραγκοσυριανή» ήταν στην Ανω Σύρα το 1935 όταν την έγραψε, δίπλα στο νυφοπάζαρο, απ’ όπου πέρασε και μια όμορφη κοπέλα του νησιού. Τα ερωτικά τραγούδια ο Μάρκος τα έβγαλε από τη ζωή του, είχε πει ο Στέλιος Βαμβακάρης στον συγγραφέα. Ακόμη «στη δεύτερη καριέρα του, που εγώ τον θυμάμαι, κατέβαιναν οι όμορφες, πηγαίνανε στα εργοστάσια να δουλέψουν και αυτός έγραφε “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν” και πολλά άλλα τραγούδια. Εβλεπε τις καλοχτενισμένες, τις βαμμένες, τις ζωγραφισμένες όπως τις έλεγε. “Αυτή, Στέλιο, ζωγραφίζεται”, θυμάμαι ότι μου έλεγε. Οταν του έκανε εντύπωση μια κοπέλα, έγραφε στιχάκια». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πορτρέτο του πολυτάλαντου τραγουδιστή του ρεμπέτικου Γιώργου Κάβουρα, το «παραπονιάρικο αηδόνι» όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, με τη θυελλώδη καλλιτεχνική πορεία, τους έρωτες και τις τραγικές συμπτώσεις τους. Ασωτη ζωή εκείνος και εκδικητικό τέλος από την Ειρήνη, που ερωτεύτηκε και έκλεψε στα 16 της. «Μαύρη συζυγική ζωή γεμάτη καβγάδες, ζήλιες, κέρατο. Πολλές φορές χωρίζουν και ξανασμίγουν». Οι εξωσυζυγικές σχέσεις του Κάβουρα προκαλούν την εκδίκηση της γυναίκας του, η οποία το 1941 σχετίζεται με έναν Ιταλό. Το ζευγάρι ξαναχωρίζει, εκείνη δεν του επιτρέπει να βλέπει τα παιδιά του και όταν πήγε σπίτι του να τα δει στις 14 Φεβρουαρίου 1943, η ζωή του ανατράπηκε. Την είδε με τον Ιταλό σύντροφό της. Ορμησε να τη μαχαιρώσει, την τραυμάτισε στο χέρι, πάλεψε με τον αντίζηλο και τον σταμάτησε εκείνη χτυπώντας τον με ένα μπουκάλι στο κεφάλι. Επειτα τον πέταξαν αναίσθητο στο διπλανό οικόπεδο. Αργότερα ο Βαμβακάρης έγραψε ένα από τα πιο ωραία ζεϊμπέκικα για να τον θρηνήσει: «Πού ‘σαι καημένε Κάβουρα, να γλυκοτραγουδήσεις/ να πεις τραγούδια όμορφα, να μας ευχαριστήσεις;».
Καπόνε και Σεγκόβια
Πολλές ιστορίες, άλλες τόσες πληροφορίες απλώνονται στις 518 σελίδες του βιβλίου, όπως για τον συμπαθέστατο Γιώργο Θεολογίτη – Κατσαρό, τον μακροβιότερο ρεμπέτη από την Αμερική που είδαμε στην Ελλάδα το 1988 και το 1995. Εφυγε από τη ζωή το 1999 στο Τάρπον Σπρινγκ στη Φλόριντα, στο ψαροχώρι που ίδρυσαν Ελληνες σφουγγαράδες στις αρχές του 20ού αιώνα. Στην Αθήνα των νεανικών του χρόνων τού άρεσε να ακούει τους πλανόδιους μανάβηδες που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με το γαϊδουράκι. Για έναν συγκεκριμένο που είχε την καλύτερη φωνή απ’ όλους έγραψε το περίφημο «Γαϊδουράκι». Στην Αμερική πολλοί πήγαιναν να τον ακούσουν. «Ο Αλ Καπόνε, ο Αλέκος Καπώνης όπως τον έλεγε, τον ακούει στο Σικάγο. Η γνωριμία του με τον Αντρέ Σεγκόβια εξελίσσεται σε μεγάλη φιλία», σημειώνει ο συγγραφέας και θυμίζει τι απαντούσε ο ρεμπέτης όταν τον ρωτούσαν για το μυστικό της μακροζωίας του: «Πάντοτε προσπαθούσα να είναι όλα εν χάρμονι». Μεγάλο μέρος αφιερώνεται στον Βασίλη Τσιτσάνη, στην εκμετάλλευση των τραγουδιών του, στο παρασκήνιο με τους στίχους της «Συννεφιασμένης Κυριακής» που δισκογραφήθηκε το 1948 και 57 χρόνια μετά χαρτί του 1947 αποκάλυψε: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέκος Γκούβελης δηλώ ότι συνέβαλα στην αποπεράτωσιν των στίχων της Συννεφιασμένης Κυριακής του Β. Τσιτσάνη διά της προσθήκης ενός και μόνου κουπλέ. Διά την ως άνω δευτερεύουσαν βοηθητική προσφορά μου θέλω λάβει το 20% των επί των δικαιωμάτων μου».

Ο Γκούβελης, σημειώνει ο ερευνητής – δημοσιογράφος, έγραψε στιχούργημα με τίτλο «Συννεφιασμένη Κυριακή», όπως έλεγε, επειδή μια Κυριακή έχασε η ομάδα που υποστήριζε στη Λάρισα. Αντιδικία ο Β. Τσιτσάνης είχε και με τον Μπάμπη Μπακάλη, για το «Κάποια μάνα αναστενάζει», όπου του αναγνώρισε συνδημιουργία σε ποσοστό 25%.
Ο Τσιτσάνης ήταν και «νονός» του Πρόδρομου Τσαουσάκη, που το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου. Ο Τσαουσάκης δεν ήταν μόνο κορυφαίος μεταπολεμικός τραγουδιστής αλλά και παλαιστής στην Κατοχή, ενώ μέχρι τα τελευταία του έψελνε τη Μεγάλη Εβδομάδα στον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα. Πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν τον τρόπο ερμηνείας του, ανάμεσά τους και ο Στέλιος Καζαντζίδης στο ξεκίνημά του. «Ηταν μποέμ άνθρωπος, νοικοκύρης, του άρεσε το ωραίο, αλλά τα σκόρπαγε τα λεφτά (…)», είχε πει ο γιος του.
Η Στέλλα Χασκίλ, μία από τις ωραίες φωνές του ρεμπέτικου, είναι παραγνωρισμένη αφού οι περισσότεροι και σήμερα εστιάζουν στις Ρόζα Εσκενάζι, Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου. Στέλλα Γαέγου ήταν το πατρικό της, καταγόταν από σεφαραδίτικη εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, με μεγάλη οικονομική άνεση, που χάθηκε με την είσοδο των Γερμανών. Η αδελφή της στάλθηκε στο Αουσβιτς και η Στέλλα στην Αθήνα δούλευε σε κέντρο των Μπέρναν κοντά στην Ομόνοια, μιας αυστριακής οικογένειας που την προστάτευε.
Πλούσιες είναι στο βιβλίο και οι λεπτομέρειες για τον Ανέστο Δελιά, τον Στράτο Παγιουμτζή, «το πρώτο βιολί του ρεμπέτικου», τον Δημήτρη Σέμση – Σαλονικιό, για τον οποίον ο Γιάννης Παπαϊωάννου είπε «βιολί τέτοιο που σε πέθαινε, δεν θα γεννήσει η φύση τέτοιο πράγμα». Και βέβαια για τον «δανδή» Κώστα Κανούλα που του άρεσε η κλασική μουσική, τον Απόστολο Χατζηχρήστο που γεννήθηκε στο Κοκάργιαλι της Σμύρνης από εύπορη οικογένεια, με σπουδές στο ωδείο και συμμαθητή του στο σχολείο τον Γιώργο Σεφέρη.

Η μαστοριά του Απόστολου Καλδάρα είναι γνωστή στο ελληνικό τραγούδι, και εδώ ο Ηλίας Βολιότης – Καπετανάκης την υπογραμμίζει, σημειώνοντας ότι κι αυτός παρέδωσε ινδοπρεπή τραγούδια όπως και πολλοί ομότεχνοί του. Ομως μας θυμίζει ότι ο Καλδάρας είναι και ο δημιουργός της «Μικράς Ασίας» (1972), έργου που δισκογραφήθηκε στη δικτατορία και «δεν παρουσιάζει ίχνος εθνικιστικών ψυχώσεων, κραυγών ρεβανσισμού, αντιτουρκικών, για εσωτερική κατανάλωση, υστεριών».
Κιμπάρης και «άστατος»
Απολαυστικό είναι το πορτρέτο του Γιώργου Μητσάκη με τη γλαφυρή περιγραφή της συζύγου του, Αθηνάς. Ο γιος του ψαρά που ντυνόταν στην πένα και ακτινοβολούσε φινέτσα ήταν κιμπάρης, δεν έπαιρνε τη χαρτούρα από το πάλκο –την άφηνε για την ορχήστρα–, ήταν όμως και αμετανόητος γυναικάς. Δεύτερος γάμος για εκείνον, με την Αθηνά γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 18. Δεν της άρεσαν τα λαϊκά όταν τον γνώρισε, προτιμούσε τα ευρωπαϊκά, αλλά ενέδωσε στη γοητεία του. Εξι μήνες μετά έμαθε ότι ήταν παντρεμένος. Ομως από το 1955 που γνωρίστηκαν ήταν δίπλα του, μέχρι το τέλος του, το 1993. Κι όταν της έλεγαν κάτι οι φίλες της, απαντούσε: «Είναι δυνατόν σε αυτή τη δουλειά να μη λοξοκοιτάξει ο άνδρας;».
Από τον Ανέστο Δελιά και τον Παγιουμτζή, στο «πρώτο βιολί του ρεμπέτικου», τον Δημήτρη Σέμση – Σαλονικιό, και από τον Τσιτσάνη στον συμμαθητή του Σεφέρη, τον Απόστολο Χατζηχρήστο.
«Οταν άνοιγε την πόρτα να μπει στο σπίτι του, ήταν ο Μητσάκης ο τρυφερός σύζυγος, ο καλός νοικοκύρης, ο τέλειος. Οταν άνοιγε η πόρτα να φύγει, ήταν ο Μητσάκης ο καλλιτέχνης», είπε στον συγγραφέα. Του είπε ακόμη ότι δεν ζήλευε εκείνη, αλλά ο Γιώργος «σε βαθμό κακουργήματος. Εβάφτηκα όταν πέθανε! Ηταν απόλυτος. Με τα όλα του Κωνσταντινουπολίτης».

