Πενήντα χρόνια νύχτα

Πολλές φορές είναι δύσκολο να γράφεις για κάτι. Στον βαθμό που είναι πάντα δύσκολο να γράφεις για οτιδήποτε. Για παράδειγμα: δεν υπάρχει λόγος να γράψεις ένα κείμενο για το έκτο άλμπουμ του Νιλ Γιανγκ. Απλώς, το ακούς. Για μέρες. Κι επειδή το ακούς για μέρες, δεν ησυχάζεις και, στο τέλος, θέλεις να γράψεις κάτι

4' 51" χρόνος ανάγνωσης

Πολλές φορές είναι δύσκολο να γράφεις για κάτι. Στον βαθμό που είναι πάντα δύσκολο να γράφεις για οτιδήποτε. Για παράδειγμα: δεν υπάρχει λόγος να γράψεις ένα κείμενο για το έκτο άλμπουμ του Νιλ Γιανγκ. Απλώς, το ακούς. Για μέρες. Κι επειδή το ακούς για μέρες, δεν ησυχάζεις και, στο τέλος, θέλεις να γράψεις κάτι. Κι έτσι, την πατάς.

Είναι περίπου όπως με το «Borrowed Tune». Ο Γιανγκ έπαιζε το «Lady Jane» στο ράντζο του ξανά και ξανά έως το ξημέρωμα, μέχρι που ξέχασε τα ακόρντα και άρχισε να παίζει μια παραλλαγή τους: «Τραγουδάω αυτή τη δανεική μελωδία/ που πήρα από τους Στόουνς/ μόνος στο άδειο δωμάτιο/ ανίκανος να γράψω τη δική μου».

Κάθε κείμενο προσπαθεί να μιμηθεί μια μελωδία και επειδή δεν τα καταφέρνει, παραμένει κείμενο.

Δεν ξέρω αν το «Tonight’s the Night» είναι ο καλύτερος δίσκος του. Σίγουρα είναι ο πιο σκοτεινός του. Επειδή όλα τα κομμάτια του ηχογραφήθηκαν μέσα στις σκιές.

Ο κιθαρίστας του, Ντάνι Γουίτεν, πέθανε τέλη του ’72 και, λίγους μήνες αργότερα, ο Μπρους Μπέρι, ο ρόουντι της μπάντας. Και οι δύο από ηρωίνη: «O Μπρους Μπέρι ήταν ένας εργαζόμενος άνθρωπος./ Eίχε μια λάμψη στα μάτια./ Oταν σήκωσα το τηλέφωνο/ έμαθα πως είχε πεθάνει».

Κάπως έτσι ξεκινάει ο δίσκος. Και με τον ίδιο τρόπο τελειώνει. Οι δίσκοι είναι κύκλοι και οι ζωές, γραμμές.

Αγγελος της δυστυχίας

Το «Tonight’s the Night» κυκλοφόρησε πριν από πενήντα χρόνια, τον Ιούνη του ’75. Oταν ήμουν φοιτητής, μου το χάρισε ένας φίλος σε αντιγραμμένη κασέτα. Το άκουσα. Αλλά δεν το άντεξα. Eπρεπε να ζήσω λίγο παραπάνω, να χαρώ και να χάσω ανθρώπους, να ονειρευτώ και να ματαιωθώ, να σπαταληθώ και να εργαστώ, για να καταλάβω τι έδειχνε το εξώφυλλο. Oχι, δεν ήταν ο Γιανγκ ντυμένος μ’ ένα λευκό κοστούμι κι ανασηκωμένο το δεξί χέρι, μπροστά στο μικρόφωνο. Hταν ένας άγγελος της δυστυχίας που μας έφερνε άσχημες ειδήσεις, διασκεδάζοντας σε μαύρο φόντο: «Είμαι τρελός./ Τρώω ποπ κορν/ βλέποντας τηλεόραση».

Ο Νιλ δεν έλεγε πολλά. Αλλά τα έλεγε καλά. Ακόμα κι αν τα νέα ήταν σκατά.

Οι στίχοι του δεν ήταν περίπλοκοι, όπως του Ντίλαν. Ούτε έμοιαζαν με καρφιά, όπως του Λου Ριντ, για ν’ αναφέρω δύο από τις βασικές πηγές της σύγχρονης αμερικανικής μουσικής. Είχαν όμως μια βαθιά απλότητα, τόσο περίπλοκη, που καρφωνόταν στο μυαλό σου.

Εξακολουθώ να πιστεύω πως το δίστιχο από το «On the Beach», του ομότιτλου δίσκου, είναι από τα καλύτερα πράγματα που γράφτηκαν ποτέ: «Πήγα για τη συνέντευξη στο ραδιόφωνο/ αλλά κατέληξα μόνος μπροστά στο μικρόφωνο». Αμηχανία, μοναξιά, απόγνωση. Και μια εικόνα τόσο καθαρή, σαν λάμα μαχαιριού τη νύχτα.

Ο Νιλ Γιανγκ δεν ήταν όμορφος ή άσχημος. Δεν είχε καλή ή κακή φωνή. Δεν ήταν καλός ή κακός στην κιθάρα. Δεν ήταν εκλεπτυσμένος. Ούτε ακατέργαστος. Δεν ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Δεν ήταν βέβαια άσημος. Hταν τόσο σκοτεινός όσο φωτεινός μπορεί να είναι κανείς.

Ο Νιλ Γιανγκ γεννήθηκε στον Καναδά, μικρός νοσηλεύτηκε με πολιομυελίτιδα, ο πατέρας του δημοσιογράφος και συγγραφέας παράτησε την οικογένεια για το γράψιμο και ο Νιλ αφιερώθηκε στην κιθάρα. Eγινε γρήγορα γνωστός, παντρεύτηκε, χώρισε και παντρεύτηκε ξανά. Απέκτησε τρία παιδιά. Oλα με προβλήματα υγείας: επιληψία, εγκεφαλική παράλυση, επιληψία. Eγραψε τόνους μουσικής. Το σπίτι του κάηκε το ’18: «Ξέρεις, χάνω./ Ξέρεις, κερδίζω./ Και ο κόσμος που κρέμεται σε μια κλωστή/ δεν σημαίνει τίποτα».

Είναι Δευτέρα πρωί, κάνει τρελή ζέστη, αναγκάζομαι ν’ ανοίξω το κλιματιστικό. Τώρα ακούω το «Come On Baby Let’s Go Downtown», ένα τραγούδι που, ενώ δείχνει ευφορικό, είναι πνιγηρό και κρύβει μέσα του μια παχιά γρατζουνιά, επειδή μιλάει για ναρκωτικά και ντίλερ και καύσωνα και φίδια και δάκρυα στο κέντρο της πόλης. Eπειτα, μπαίνει το «Mellow My Mind» και κλείνει η πρώτη πλευρά, νοητά. Δεν υπάρχουν πλευρές πια. Δεν υπάρχουν παύσεις.

Ο Νιλ Γιανγκ δεν ήταν όμορφος ή άσχημος. Δεν είχε καλή ή κακή φωνή. Δεν ήταν καλός ή κακός στην κιθάρα. Δεν ήταν εκλεπτυσμένος. Ούτε ακατέργαστος. Δεν ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Δεν ήταν βέβαια άσημος. Hταν τόσο σκοτεινός όσο φωτεινός μπορεί να είναι κανείς.

Επηρέασε την ηλεκτρική σκηνή της δεκαετίας του ’90 σε τέτοιο σημείο, που αν δεν υπήρχαν τα ακόρντα του δεν θα υπήρχε η σκηνή. Ισως επειδή όταν χτυπούσε τις χορδές δεν έφτιαχνε ακόρντα, αλλά γέμιζε τσουβάλια με χρυσάφι και σκουριά.

Τα τραγούδια του ήταν εξομολογήσεις σε κίνηση. Ηταν τόσο απογυμνωμένα και προσωπικά που κατέληγαν να γίνουν εξομολογήσεις των ακροατών του, ενώ αυτός μεταμορφωνόταν σε εξομολογητή. Ο μουσικός βρίσκεται πάντα εν κινήσει. Ο ακροατής είναι ακίνητος.

Για μια εβδομάδα άκουγα μόνο ένα τραγούδι. Το άκουσα αμέτρητες φορές στο ριπίτ, ακόμη κι όταν κοιμόμουν. Σχεδόν δεν έβγαινα από το σπίτι. Υπάρχουν καμιά δεκαριά τραγούδια του Νιλ Γιανγκ που όταν τα ακούς, πιστεύεις πως είναι το καλύτερό του. Το «Albuquerque» είναι ένα απ’ αυτά.

Ζηλεύω

Η αλήθεια είναι πως με αφορμή αυτό το τετράλεπτο κομμάτι γράφω το άρθρο. Επειδή το ζηλεύω. Επειδή όταν το ακούω σκέφτομαι ένα αυτοκίνητο να τρέχει στην εθνική οδό κι ένα βρωμόσκυλο στο πίσω κάθισμα κι ένα βουνό κι ένα ξύλινο σπίτι και τη νύχτα. Ισως το ακούω επειδή ηχογραφήθηκε κάποιον Σεπτέμβρη, ακριβώς ένα χρόνο πριν γεννηθώ, και κυκλοφόρησε λίγο πριν γίνω ενός έτους.

Ποιος ξέρει; Τρυπώνεις σαν ποντίκι σε μερικά τραγούδια και δεν θέλεις να ξαναβγείς στον υπόνομο: «Θα σταματήσω όπου μπορώ/ θα παραγγείλω τηγανητά αυγά και ζαμπόν/ κάπου που δεν θα τους νοιάζει ποιος είμαι».

Ακούω το «Tired Eyes», ένα τραγούδι που έχει φτιαχτεί από ρωγμές στη φωνή, και μου είναι δύσκολο να μη συμπαρασταθώ στα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας, που όταν άκουσαν τις ηχογραφήσεις, δήλωσαν στον Νιλ Γιανγκ πως αν κυκλοφορούσε ο δίσκος η καριέρα του θα καταστρεφόταν. Κι αυτός τους άκουσε κι έβγαλε τον δίσκο. Και η καριέρα του καταστράφηκε: «Σε παρακαλώ, ακολούθησε τη συμβουλή μου./ Ανοιξε τα κουρασμένα μάτια». Κι εμείς τα ανοίξαμε. Αλλά ήταν νύχτα.

Ο δίσκος τελειώνει κι ενώνεται με την αρχή. Είναι ο τέλειος μαύρος κύκλος. Αλλά όχι η ζωή. Η ζωή είναι γραμμή. Αλλά το έγραψα ήδη αυτό και δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT