Ηταν για χρόνια ένα εγκαταλελειμμένο και κακοποιημένο κτίριο, ένα ερείπιο. Σήμερα, όποιος περνάει από τη Μισαραλιώτου, το δρομάκι στη σκιά της Ακρόπολης, ξεκουράζει το βλέμμα του στον αριθμό 4. Το διώροφο του 1910 μόλις αποκαλύφθηκε πλήρως αποκατεστημένο, έτοιμο να συνεχίσει τη ζωή του στην πόλη που γεννήθηκε πριν από περίπου 115 χρόνια. Για την ιδιοκτήτριά του, αρχιτέκτονα, Μαρίνα Μπιρδιμήρη, η διαδικασία αποκατάστασης δεν ήταν απλώς μια δημιουργική περιπέτεια, αλλά ένα «μεταπτυχιακό», όπως χαρακτηριστικά λέει, ενώ αφηγείται την πολυκύμαντη πορεία της αναγέννησης του κτιρίου, που συνολικά κράτησε 6,5 χρόνια.
«Πήρε τρία χρόνια για να εκδοθεί η οικοδομική άδεια. Για οικοδομική άδεια που αφορά ένα κτίριο χαρακτηρισμένο με ΦΕΚ ως διατηρητέο και μνημείο χρειάζεται: 1) άδεια από την Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, 2) άδεια από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, 3) άδεια από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, 4) άδεια από την πολεοδομία. Με τεράστιες αναμονές η κάθε υπηρεσία, με πολύ κυνηγητό, με πολλές και σύνθετες διαδικασίες. Πρέπει να πω, βέβαια, ότι σε όλη αυτή την εμπειρία με το Δημόσιο ήρθα σε επαφή και με υπαλλήλους αποτελεσματικούς που με βοήθησαν πολύ. Κοιτάξτε, γνώριζα εξαρχής ότι δεν πρόκειται για κάτι απλό. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα αντιμετώπιζα. Αποφάσισα να μπω σε αυτή την περιπέτεια με οδηγό την καρδιά μου και το όνειρό μου να καταφέρω να “σώσω” και να δώσω καινούργια ζωή σε ένα κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα με μια μικρή αυλή, κοντά στην Ακρόπολη.

»Ανέκαθεν άλλωστε με απασχολούσε και με γοήτευε ιδιαίτερα το πώς ξαναγεννιέται ένα σπίτι. Τελειόφοιτη στο σχολείο, πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν ο καθένας από εμάς έπρεπε να μιλήσει για ένα θέμα της επιλογής του, εγώ έδωσα μια ομιλία με θέμα “Η Αθήνα ακόμα καταστρέφεται”. Βασικές πηγές μου ήταν δύο εμβληματικές εκδόσεις: “Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά” του Σ. Β. Σκοπελίτη και “Η Νεοκλασική Αθήνα” του Παύλου Μυλωνά, βιβλίο που πραγματεύεται την καταστροφή της Αθήνας λόγω της αντιπαροχής και της άναρχης δόμησης».
Αποφάσισα να μπω σε αυτή την περιπέτεια με οδηγό την καρδιά μου και το όνειρό μου να καταφέρω να «σώσω» και να δώσω καινούργια ζωή σε ένα κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα με μια μικρή αυλή, κοντά στην Ακρόπολη.
«Καλύτερα ξήλωσέ τα»

Σύμφωνα με τα συμβόλαια, το σπίτι χτίστηκε γύρω στο 1910 και, με βάση τις ιστορίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς το υπόγειο ήταν καταφύγιο για τα παιδιά της γειτονιάς. Αργότερα η οικογένεια που ζούσε εκεί, στη διάρκεια του Εμφυλίου «σκόρπισε» στην Ευρώπη για πολιτικούς λόγους, ενώ στη συνέχεια το σπίτι κατοικήθηκε από μια άλλη οικογένεια μέχρι τις αρχές του ’90. Μετά άρχισε η παρακμή. Εφόσον έπαψε να κατοικείται, έγινε στέγη για χρήστες ναρκωτικών, κάποια στιγμή πήρε φωτιά, από ανοίγματα στη στέγη του πέρασε νερό και έτσι κατέρρευσε η εσωτερική σκάλα, μέρος των δαπέδων και των ταβανιών. Ενα σπίτι με «στρώσεις» ιστορίας κρύβει πάντοτε εκπλήξεις. «Αναμφίβολα», λέει η Μ. Μπιρδιμήρη. «Ξεκινώντας τις εργασίες αποκατάστασης, κάτω από σοβάδες και πολλά στρώματα χρωμάτων τυχαία ανακαλύψαμε οροφογραφίες και περιμετρικά στους τοίχους πασαμέντα. Συζητώντας με συναδέλφους αρχιτέκτονες αλλά και κατασκευαστές, όλοι σχεδόν μου έλεγαν “πού πας να μπλέξεις, καλύτερα ξήλωσέ τα, κάηκες αν τα δουν, δεν θα τελειώσεις ποτέ, θα τα πληρώσεις χρυσά”. Και η πρακτική θα πρέπει να ξέρετε ότι είναι γνωστή και ευρύτατα διαδεδομένη. Βάζεις κάποιον μέσα με ένα κομπρεσέρ και τα εξαφανίζει μέσα σε λίγες ώρες. Εγώ, για τους δικούς μου λόγους, το είδα τελείως διαφορετικά. Αισθάνθηκα υποχρέωση να καταφέρω να σώσω ό,τι μπορούσε να σωθεί από τον κόπο πολλών ανθρώπων, που πριν από τόσα χρόνια, με πολύ μεράκι και αγάπη, σπατάλησαν ατελείωτο χρόνο για να σχεδιάσουν και να χρωματίσουν με απίθανες λεπτομέρειες πολλά τετραγωνικά μέτρα ταβανιών. Στο πασαμέντο, σε όλη την περίμετρο του ταβανιού του διαδρόμου του ισογείου, βρήκαμε ζωγραφισμένες καρδιές με θαυμαστικά. Και στο αντίστοιχο πασαμέντο του πρώτου ορόφου βρήκαμε κύματα. Και πολλά πολλά άλλα. Οσες φορές και να το σκεφτώ, δεν το μετανιώνω. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα τα κατέστρεφα κάνοντας ότι δεν τα είδα. Ευτυχώς στάθηκα τυχερή γιατί βρέθηκαν στον δρόμο μου κάποιοι άνθρωποι, τεχνίτες σπάνιοι, με αγάπη μεγάλη για τη δουλειά τους, στους συντηρητές έργων τέχνης αναφέρομαι, οι οποίοι όχι μόνο δεν θέλησαν να εκμεταλλευθούν οικονομικά το πολύ δύσκολο έργο που είχαμε μπροστά μας, αλλά και με στήριξαν από την πρώτη ημέρα μέχρι την τελευταία».
Η καταγγελία

Λίγο πριν από την ολοκλήρωση της αποκατάστασης, λίγο έλειψε το έργο να τιναχτεί στον αέρα. «Τον προηγούμενο Ιούνιο μου ήρθε ξαφνικά μια καταγγελία, απολύτως ανυπόστατη και ψευδής, βάσει της οποίας όμως η πολεοδομία εξέδωσε ένα τεράστιο πρόστιμο μαζί με εντολή διακοπής εργασιών που διήρκεσε τέσσερις μήνες. Στην αρχή, όταν πήγα να βρω το δίκιο μου με ένα βουνό σχέδια, έγγραφα, συμβόλαια, άδειες κ.λπ., μου είπαν “ναι, φυσικά είναι προφανές ότι έχετε δίκιο, όμως εφόσον έχει καταχωρισθεί η καταγγελία, τώρα θα πρέπει να κριθεί από το ΣΥΠΟΘΑ”. “Ωραία”, είπα και εγώ, “και πότε συνεδριάζει το ΣΥΠΟΘΑ;”. “Η αναμονή αυτή τη στιγμή είναι 2,5 χρόνια”, μου απάντησαν. Οπως καταλαβαίνετε, πήγα να τρελαθώ. Είχα μόλις πουλήσει ένα ακίνητο προκειμένου να μπορέσω να αντιμετωπίσω το κόστος της αποπεράτωσης του έργου. Επιχειρηματικά για εμένα, το να περιμένω άλλα 2,5 χρόνια για να μπορέσω να προχωρήσω και να τελειώσω το έργο, σήμαινε καταστροφή. Δεν θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω αυτό που συνέβαινε με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα. Βρήκα ένα εξειδικευμένο δικηγορικό γραφείο σε πολεοδομικά θέματα, άρχισα να μαζεύω ένα σωρό έγγραφα, παλιά ρυμοτομικά σχέδια της Αθήνας, κτηματολογικά αποσπάσματα, φωτοαναλύσεις και φωτοερμηνείες αεροφωτογραφιών από τοπογράφους, συνεργάστηκα με ένα γεωλόγο, καθηγητή στο Μετσόβιο, που πήρε δείγμα από τον τοίχο, το ανέλυσε με ακτίνες Χ στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου και αποδείχθηκε ότι ο τοίχος μου έχει κτιστεί το 1908. Και όλα αυτά προκειμένου να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Κάπως έτσι, τον Οκτώβριο, ξέμπλεξα και πήρα την έγκριση για να μπορέσω να συνεχίσω τις εργασίες και να ολοκληρώσω. Θα μπορούσε δηλαδή μια ανυπόστατη καταγγελία, σε συνδυασμό με τις πάρα πολύ αργές διαδικασίες των ελεγκτικών μηχανισμών του Δημοσίου, να είναι η χαριστική βολή».
Σώζεται η παλιά Αθήνα;

Διαρκώς επανέρχεται το ζήτημα της διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας. Κατά καιρούς έχουν γίνει εξαγγελίες, ουσιαστικά όμως η πολιτεία δεν επενδύει σε αυτό το κεφάλαιο, δεν παρέχει σοβαρά χρηματοδοτικά εργαλεία σε όσους αναλαμβάνουν να σώσουν το κτιριακό παρελθόν της πόλης, ούτε τους διευκολύνει στις διαδικασίες.
«Αυτή η κουβέντα είναι πολύ μεγάλη. Η πολιτεία όχι μόνο δεν επενδύει στην αρχιτεκτονική κληρονομιά, αλλά τα εμπόδια που φέρνει είναι σχεδόν αξεπέραστα. Σκεφτείτε ότι χρειάστηκα τρία χρόνια μόνο για να πάρω την οικοδομική άδεια στα χέρια μου. Οσο για στήριξη και χρηματοδότηση, αρκεί να πω μόνο ένα πράγμα. Εκανα αίτηση για την επιδότηση που δικαιούμουν από το πρόγραμμα “Πρόσοψη” για την αποκατάσταση και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων της Αθήνας. Επειτα από αναμονή δυόμισι χρόνων, και ένα σωρό δικαιολογητικά και έγγραφα που χρειάστηκε να προσκομίσω, έλαβα 4.522 ευρώ. Σταγόνα στον ωκεανό, όμως από την άλλη σκέφτομαι ότι δεν μου τα χρωστούσαν κιόλας.

Η πολιτεία όχι μόνο δεν επενδύει στην αρχιτεκτονική κληρονομιά, αλλά τα εμπόδια που φέρνει είναι σχεδόν αξεπέραστα. Σκεφτείτε ότι χρειάστηκα τρία χρόνια μόνο για να πάρω την οικοδομική άδεια στα χέρια μου.
Οπως και να έχει, όταν ένας ιδιώτης πάρει την απόφαση να επενδύσει τα χρήματα, τον χρόνο και τον κόπο του για να διασώσει τον κτιριακό πλούτο της Αθήνας, δεν επιτρέπεται να έχει την πολιτεία απέναντί του αλλά δίπλα του, να τον στηρίζει σε κάθε βήμα. Ενα διατηρητέο που επιστρέφει στη ζωή είναι πρώτα από όλα ένα μεγάλο δώρο στην πόλη και μετά στους ανθρώπους που θα το κατοικήσουν. Από αυτή την άποψη, τη μεγαλύτερη χαρά την έχω πάρει από ανθρώπους της γειτονιάς, λ.χ. τον Γιώργο με το συνεργείο αυτοκινήτων δίπλα, και όλους όσοι ήρθαν συγκινημένοι να δουν το σπίτι όταν αφαιρέσαμε τις λαμαρίνες».
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |





