ΜΑΡΚ ΦΙΣΕΡ
Η ακύρωση του μέλλοντος
μτφρ.: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
εκδ. Αντίποδες, 2024, σελ. 356
Συνέπεσε να διαβάζω την «Ακύρωση του μέλλοντος» του Μαρκ Φίσερ την ίδια περίοδο που ξεκίνησα τη σειρά «Severance» (Διαχωρισμός), του Νταν Ερικσον, σε σκηνοθεσία Μπεν Στίλερ, στο Apple TV+. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά η σύμπτωση λειτούργησε αποκαλυπτικά: ήταν σαν να έβλεπα στις σελίδες του Φίσερ το θεωρητικό υπόβαθρο μιας σειράς που ήδη μου προκαλούσε αναστάτωση, και στις εικόνες της σειράς, μια σκηνοθετημένη εκδοχή όσων έγραφε ο Φίσερ.
Ο Φίσερ περιγράφει με οξυδέρκεια τη στασιμότητα της εποχής μας. Υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, εγκλωβισμένες σε μια διαρκή ανακύκλωση του παρελθόντος, δεν μπορούν να φανταστούν ένα διαφορετικό μέλλον. Αυτή η αδυναμία παραγωγής του «νέου» δεν αφορά μόνο την τέχνη ή τη μουσική, αλλά και την πολιτική. Σε έναν κόσμο που διαχειρίζεται απλώς το παρόν, το μέλλον μοιάζει ακυρωμένο. Οχι όμως επειδή δεν υπάρχει, αλλά επειδή έχουμε πάψει να το διεκδικούμε.
Στο «Severance» αυτή η σκέψη είναι η καθημερινότητα των χαρακτήρων. Η Lumon Industries, η μυστηριώδης εταιρεία της σειράς, προσφέρει στους υπαλλήλους της μια φαινομενικά απελευθερωτική τεχνολογία: ένα εγκεφαλικό εμφύτευμα που τους επιτρέπει να διαχωρίσουν πλήρως την προσωπική τους ζωή από την επαγγελματική. Ετσι, γεννιέται ένας «Innie», ο εσωτερικός εαυτός που υπάρχει μόνο στο γραφείο, και ένας «Outie», που ζει εκτός εταιρείας. Ο εαυτός τεμαχίζεται και η μνήμη ιδιωτικοποιείται.
Ο Innie δεν έχει παρελθόν ούτε μέλλον, ζει στο αιώνιο παρόν της εργασιακής ρουτίνας, και αυτό αποτυπώνεται εμφατικά στο ίδιο το αντικείμενο του ρόλου του: το περίφημο «macrodata refinement» (βελτίωση μακροδεδομένων). Στους άχρονους χώρους της Lumon, ο Innie, καθισμένος μπροστά σε μια οθόνη, απομονώνει ακολουθίες αριθμών που διαισθάνεται ότι είναι «επικίνδυνες», χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς κάνει, γιατί και για ποιον. Δεν ξέρει τον πραγματικό σκοπό της δουλειάς του, αλλά βρίσκεται συνεχώς υπό αξιολόγηση. Και αυτό είναι ένα από τα βασικά υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα της σειράς: Τι πραγματικά κάνουμε όταν δουλεύουμε;
Αναβάθμιση δεξιοτήτων
Σκέφτομαι τη φρενίτιδα με την «αναβάθμιση δεξιοτήτων» που κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον της εργασίας και ο κυνικός εαυτός μου φαντάζεται τον Innie σε ένα πρόγραμμα upskilling. Ομως, ποια ακριβώς δεξιότητα να αναβαθμίσεις όταν η δουλειά σου δεν απαιτεί καν να καταλαβαίνεις τι κάνεις; Από την άλλη, ίσως να πρόκειται για το απόλυτο «θαύμα» της σύγχρονης αποδοτικότητας: να παράγεις αδιάκοπα και ταυτόχρονα να μην ξέρεις τι παράγεις.
Η δομή της σύγχρονης εργασίας έχει αλλάξει. Η τεχνολογία μάς έχει προσφέρει εργαλεία που υπόσχονται ευελιξία, αλλά την ίδια στιγμή θολώνουν τα όρια ανάμεσα στον επαγγελματικό και στον προσωπικό χρόνο. Ακόμα κι όταν δεν εργαζόμαστε τυπικά, συχνά νιώθουμε ότι πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα. Το «work-life balance» παραμένει μια πραγματική, ειλικρινής επιθυμία. Το συζητάμε συχνά με σχεδόν εμμονικό τρόπο: πώς να διαχωρίσουμε τον χρόνο, πώς να προστατευτούμε, να μη «χαθούμε» μέσα στη δουλειά.
Η τεχνολογία μάς έχει προσφέρει εργαλεία που υπόσχονται ευελιξία, αλλά την ίδια στιγμή θολώνουν τα όρια ανάμεσα στον επαγγελματικό και στον προσωπικό χρόνο.
Στο «Severance» οι χαρακτήρες έχουν επιτύχει τον απόλυτο διαχωρισμό: δεν έχουν πρόσβαση στο σύνολο του εαυτού τους, δεν μπορούν να ονειρευτούν, να σχεδιάσουν, να εξελιχθούν. «Χωρίζουν» κυριολεκτικά τις ζωές τους στα δύο. Μια σχεδόν σαδιστική εκδοχή αυτού που τόσο ονειρευόμαστε: να μην κουβαλάμε το γραφείο στο σπίτι και το σπίτι στο γραφείο. Το εμφύτευμα παρουσιάζεται ως λύτρωση, ως διέξοδος από μια επώδυνη συνθήκη. Ομως, η δυστοπική ειρωνεία είναι έντονη: όσο περισσότερο επιδιώκουμε να διαχωρίσουμε τη δουλειά από τη ζωή μας τόσο περισσότερο καταλήγουμε να θυσιάζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τόσο στα κείμενα του Φίσερ όσο και στο «Severance», η ψυχική δυσφορία, το άγχος και η κατάθλιψη νοούνται ως «ατομικά ελλείμματα» που πρέπει να διορθωθούν. «Αν δεν πετύχουμε είναι απλά επειδή δεν έχουμε καταβάλει την απαραίτητη δουλειά για να αναδομήσουμε τον εαυτό μας», γράφει ο Φίσερ. Η επιτομή του σύγχρονου πολιτισμού της αυτοβελτίωσης: η αλλαγή ξεκινά και τελειώνει στο άτομο, ενώ η κοινωνία μένει στο απυρόβλητο.
Ο κόσμος του «Severance» μάς είναι αμήχανα οικείος. Εσωτερικά γραφεία με φθαρμένα χαλιά, ψυχρό φωτισμό και μια τεχνολογία που δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό ή το καινοτόμο. Οι υπάλληλοι υπακούν σε κανόνες που δεν κατανοούν, συμμετέχουν μηχανικά σε εταιρικά «πάρτι επιβράβευσης» και «συναντήσεις σύσφιγξης σχέσεων», ενώ προσκολλώνται σε μια υποτιθέμενη εταιρική ηθική με μόνο σκοπό την «ομογενοποίηση»: να σκέφτονται όλοι «σωστά», να νιώθουν «ευγνωμοσύνη», να μην αναρωτιούνται για να μη χρειάζεται να τους πείσει κανείς για τίποτα. Στο κενό ανάμεσα σε αυτό που η πραγματικότητα τους λέει ότι «πρέπει» να πιστεύουν και σε αυτό που αισθάνονται γεννιέται η αλλοτρίωση που πυροδοτεί την αμφισβήτηση.
Η ρωγμή στην οθόνη
Ούτε στη σειρά ούτε στο βιβλίο του Φίσερ κυριαρχεί η απελπισία. Στο «Severance», ο Innie, το κομμάτι του εαυτού που έχει σχεδιαστεί αποκλειστικά για να εργάζεται, σηκώνει το βλέμμα και για μια στιγμή βλέπει πέρα από το οκτάωρο. Το σώμα, η επιθυμία, το βλέμμα αρχίζουν να ραγίζουν τον τεχνητό κόσμο στον οποίο έχει φυλακιστεί. Δεν υπάρχουν σημαίες ή κάποιο ριζοσπαστικό μανιφέστο, μόνο απλές πράξεις: ερωτήσεις που δεν επιτρέπεται να κάνεις, ένα συναίσθημα που δεν έπρεπε να έχεις, μια συμμαχία που δημιουργείται εκεί που υποτίθεται πως απαγορεύεται η προσωπική σχέση.
Οι υπάλληλοι υπακούν σε κανόνες που δεν κατανοούν, συμμετέχουν μηχανικά σε εταιρικά «πάρτι επιβράβευσης» και «συναντήσεις σύσφιγξης σχέσεων».
Η ελπίδα στο «Severance» γεννιέται από την ασυμβατότητα του ανθρώπου με μια ύπαρξη χωρίς νόημα, χωρίς μνήμη, χωρίς συνέχεια. Ακόμα και σε ένα τόσο σφιχτό οικοδόμημα, η ρωγμή έρχεται και ο Innie αποκτά συνείδηση. Γιατί το να θυμάσαι ποιος είσαι ή ποιος θα μπορούσες να είσαι είναι σήμερα πολιτική πράξη. Και αυτό ακριβώς είναι που μας υπενθυμίζει και ο Φίσερ: πως ό,τι ζούμε είναι απλώς η πιο πειστική αφήγηση που έχει γραφτεί έως τώρα. Και μπορεί να ξαναγραφτεί.

