Ενα πλάσμα μπορεί να είναι μια πολύ παράξενη οντότητα. Το συνειδητοποιώ ακόμη μια φορά περιδιαβάζοντας το Πεδίον του Αρεως και το Plasmata 3, που έχει στήσει εκεί η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σε καλλιτεχνική επιμέλεια Αφροδίτης Παναγιωτάκου, στην τρίτη τους «έκδοση» (η δεύτερη είχε πραγματοποιηθεί στα Γιάννενα). Καθώς χάνομαι μέσα στις φυλλωσιές και κάτω από τα ψηλά δένδρα, παρατηρώντας τα φανταστικά πλάσματα των καλλιτεχνών που συμμετέχουν (και είναι πολλοί), θυμάμαι ότι σε μεσαιωνικούς χάρτες το ανθρώπινο μάτι πέφτει συχνά πάνω σε τέρατα που ξεπροβάλλουν μέσα από τα κύματα των ωκεανών.
Πολλά από αυτά τα αλλόκοτα –σαν εξωγήινα– θαλασσινά κήτη ήταν η αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι εκείνου του καιρού σχετικά με το πώς μπορεί να είναι μια φάλαινα ή ένας καρχαρίας. Αλλες εποχές· οι ωκεανοί παρέμεναν ανεξερεύνητοι. Ολο κι όλο, αυτό που οι άνθρωποι μπορεί να είχαν δει τότε –φευγαλέα– από το κατάστρωμα μιας καραβέλας ή από μιαν ακτή, ήταν η ράχη μιας φάλαινας, το πτερύγιο ενός καρχαρία. Τα υπόλοιπα τα έκρυβε το νερό. Και αφήνονταν στην ξέφρενη φαντασία των ανθρώπων, που πάντοτε λάτρευαν να φαντασιώνονται τέρατα και τρόμους κάθε λογής (τα πιο αλλόκοτα ζώα ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος, μην ξεχνάμε).

Στο υπέροχο βιβλίο του «Albert and the Whale» (εκδ. 4Estate, 2021) ο Αγγλος συγγραφέας Φίλιπ Χοάρε περιγράφει πώς ο Αλμπρεχτ Ντίρερ ταξίδεψε ολόκληρα χιλιόμετρα για να μπορέσει να ζωγραφίσει μια φάλαινα φυσητήρα που ξεβράστηκε στις ακτές της βόρειας Ευρώπης. Ενα παράξενο πράγμα: από το 1521 έως τα τέλη του 17ου αιώνα καταγράφηκαν σαράντα περιπτώσεις τέτοιων φαλαινών που ξεβράστηκαν στις ακτές των Κάτω Χωρών. Επιτέλους, οι άνθρωποι είδαν με τι πραγματικά μοιάζει μια φάλαινα. Αλλά έστω κι έτσι τα φανταστικά, παράξενα, δύσμορφα ζώα περίσσευαν και στον Ντίρερ. Αλλά έτσι πάνε αυτά: «Η Αναγέννηση γεννήθηκε μέσα από την πανούκλα», γράφει ο Χοάρε. «Η τέχνη έβρισκε σαγήνη στον θάνατο. Ο Ντίρερ δραπέτευσε στη Βενετία για να αναζητήσει το εντυπωσιακό, μονάχα για να βρει μια άλλη νόσο: τη σύφιλη, που μόλις είχε εισαχθεί από τον Νέο Κόσμο».

Με άλλα λόγια, η φαντασία δεν υποχώρησε. Οπως λέει ο Μπόρχες στο περίφημο «Βιβλίο των φανταστικών όντων» (μτφρ. Γ. Βέης, εκδ. Πατάκης), υπάρχουν οι πραγματικοί ζωολογικοί κήποι, υπάρχουν και εκείνοι που είναι γεμάτοι με ασύλληπτα τέρατα και «ένα τέρας δεν είναι παρά ένας συνδυασμός από μέλη πραγματικών όντων, οι δυνατότητες παραλλαγής του οποίου θα μπορούσαν να αγγίξουν το άπειρο».
Τι θα πει τέρας; «Ενα τέρας δεν είναι παρά ένας συνδυασμός από μέλη πραγματικών όντων, οι δυνατότητες παραλλαγής του οποίου θα μπορούσαν να αγγίξουν το άπειρο», λέει ο Μπόρχες στο «Βιβλίο των φανταστικών όντων».
Στο Πεδίον του Αρεως, στην καρδιά της πόλης, «ξεβράζονται» μερικά από τα πιο γοητευτικά, αδιανόητα πλάσματα που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι δυνατότητες παραλλαγής είναι όντως άπειρες. Παρατηρώ τους «Γείτονες» (2025) του Μανούσου Μανουσάκη, βίντεο εγκατάσταση, σχέδιο με μελάνι σε χαρτί και 2D animation. «Είναι οι παράξενοι κάτοικοι του Πεδίου του Αρεως, που ζουν μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού», διαβάζω στο σχετικό σημείωμα.
«Μάλλον κάτι μας θυμίζουν, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ακριβώς τι». Αλήθεια είναι αυτό: ένας από τους «γείτονες» είναι ένα πολύ παράξενο πλάσμα με τεράστια αλλά νυσταγμένα μάτια, εξωπραγματικό πρόσωπο που θυμίζει άνθρωπο, ημιδιάφανο ή λες και έχει το σχήμα άρπας και το πίσω μέρος του κεφαλιού του είναι οι χορδές της. Τα μάτια του είναι αφύσικα μεγάλα και τα χείλη του πληθωρικά – κάθε τόσο, διασχίζοντας την οθόνη από άκρη σ’ άκρη, σκάει ένα τρυφερό όσο και γκροτέσκο φιλί στον θεατή. Είναι τετράποδο. Η κορφή της κεφαλής του καταλήγει σε κάτι σαν κλαδί· η ουρά του μοιάζει με αγκάθι, με κεντρί. Μοιάζει μελαγχολικό; Ναι. Και κάπως μοναχικό αν όχι εντελώς μόνο κι έρημο. Το πλάσμα σού ξυπνά αντιφατικά αισθήματα: το λυπάσαι και το αποστρέφεσαι. Το νοιάζεσαι μα και το αποφεύγεις. Σε τρομάζει, σε απωθεί, μα σε έλκει. Σκέφτεσαι: από ποια σκοτεινά βάθη ξεβράστηκε; Και γιατί; Για να μας θυμίσει, ίσως, ότι η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, αυτή η «ζώνη του λυκόφωτος» είναι ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο ερεθιστικό και εμπνευσμένο μπορεί να βρει κανείς στην ύπαρξη;
Απωθεί μα και έλκει – Το πλάσμα σού ξυπνά αντιφατικά αισθήματα: το λυπάσαι και το αποστρέφεσαι. Το νοιάζεσαι μα και το αποφεύγεις. Σε τρομάζει, σε απωθεί, μα σε έλκει. Σκέφτεσαι: από ποια σκοτεινά βάθη ξεβράστηκε; Και γιατί;
Ενας άλλος «γείτονας» του Μανουσάκη μοιάζει με περιφερόμενο, ξεραμένο δένδρο. Βηματίζει πάνω στις ρίζες του, μοιάζει ακρωτηριασμένο στα χέρια και από το κεφάλι του ξεπηδούν κάτι σαν φύλλα φοινικιάς. Δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει μάτια, είναι λες και αντικρίζεις μια περιπλανώμενη ξηρά μέδουσα. Ξέρει πού πηγαίνει, αλλά δεν μπορείς να το ακολουθήσεις. Και το ότι πρόλαβες να το δεις είναι ένα σπάνιο προνόμιο.
Επειτα είναι και οι ανησυχαστικοί κοχλίες, το ηχητικό γλυπτό «Hard Times -Soft Sounds» (2021) του Γερμανού Μόριτζ Σάιμον Γκάιστ: ένας κύκλος από θαλασσινά κοχύλια, «σουβλισμένα» σε ένα μοτέρ που τα γυρίζει πάνω από μια νοερή αναμμένη θράκα. Τα κοχύλια έχουν μέσα τους νερό και ο ήχος που αναδύουν δεν ξέρεις αν είναι απόλυτα φυσικός ή μηχανικός. Εχει κάτι υπνωτιστικό όλο αυτό, σαν ονειροπόληση από την παιδική ηλικία: τα κοχύλια που φέρναμε στ’ αυτιά μας για να «ακούσουμε τη θάλασσα».
Με έναν πολύ παράδοξο τρόπο, η θάλασσα κάνει ένα είδος εμφάνισης και στη βιντεοεγκατάσταση «Ares Awakening» (2025) του Αίαντα Κόκκαλη. Η «αφύπνιση του Αρεως» δηλαδή, όπου εκεί, στο Πεδίον, παρακολουθούμε –από υποτίθεται κρυφή κάμερα– τη φυγή των ζώων που κρύβονται. Η ιδέα είναι ότι «στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά (1936-41), το οικοσύστημα του Πεδίου του Αρεως –που κάποτε φημιζόταν για τη μεγάλη βιοποικιλότητα και τη σπάνια πανίδα του– έδωσε τη θέση του σε ένα τσιμεντένιο πάρκο σχεδιασμένο για στρατιωτικές παρελάσεις. Ολα τα πλάσματά του οδηγήθηκαν άρον άρον σε ένα υπόγειο καταφύγιο, εκτοπίζοντας μια για πάντα αυτό το σεβαστό παρελθόν στη λήθη».

Τα ζώα υποτίθεται ότι ξεφεύγουν από αυτή τη φυλακή και όσο διαρκεί η θέασή τους μοιάζουν πράγματι με οπτασίες στον βυθό μιας θάλασσας από δένδρα και θάμνους. Περίεργα θαλασσινά όντα που φωσφορίζουν, χταπόδια με πολλαπλά κεφάλια, ανύπαρκτες μέδουσες που αιωρούνται σαν να πλέουν στη θάλασσα των δένδρων, αλλά και πολύχρωμες, φουντωτές αράχνες με άπειρα πόδια. Η εικόνα είναι καθηλωτική, σε αντίθεση με το στοιχείο του ψευδοντοκιμαντέρ που περιλαμβάνει το έργο (έκτακτο δελτίο ειδήσεων), που δεν είναι τόσο δραστικό. Το έργο θέλει να θίξει την αντίδρασή μας σε οτιδήποτε διαφορετικό, ξένο, αλλόκοτο.
Καθώς αναδύομαι μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές, αφήνομαι για λίγο στη χαλαρωτική ατμόσφαιρα γύρω από το υπαίθριο σινεμά και λίγο πιο πέρα στη μουσική του Stegi Radio: πλάσματα της πόλης, υπαρκτά λες, όπως εσύ, παρέες, ζευγάρια, οικογένειες, παιδιά που δεν ξέρουν πάνω σε τι παίζουν: στα ιδιόμορφα «πουφ» που έχουν το σχήμα πεσμένων αρχαίων στηλών με το αναρχικό «Α» ζωγραφισμένο πάνω τους – η «Αναρχαιολογική Αναπαράσταση» (2025) του Ανδρέα Αγγελιδάκη. Κάπως έτσι γινόμαστε ένα με τα φανταστικά πλάσματα της έκθεσης, η οποία απαιτεί και δεύτερο περίπατο για να μπορέσεις να τα δεις όλα ή να ξαναδείς έργα, το ενδιαφέρον των οποίων δεν εξαντλείται σε μια θέαση και μόνο.
Ισως το Plasmata 3 είναι και μια υπενθύμιση για το ζώο που είμαστε ή θα μπορούσαμε να γίνουμε, μια υπενθύμιση αυτού που έλεγε ο Κλοντ Λέβι-Στρος: «Ο κόσμος ξεκίνησε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν».
*Plasmata 3, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση,
Πεδίον του Αρεως
Εως 15 Ιουνίου.

