«Τουραντότ», αιθέρια και σπλάτερ

Η νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που άνοιξε πανηγυρικά την τελευταία σεζόν του Ηρωδείου

4' 0" χρόνος ανάγνωσης

Η όπερα αυτή έχει κάτι από «σπλάτερ»: κομμένα κεφάλια, δήμιους, βασανιστές, σκληρότητα, θάνατο. Το ζήσαμε έντονα στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην πρεμιέρα του Φεστιβάλ Αθηνών, τη νύχτα της Κυριακής, έτσι όπως θέλει η παράδοση το φεστιβάλ να ξεκινά με «μια Λυρική στο Ηρώδειο».

Ανάλογα με τις ορέξεις του εκάστοτε σκηνοθέτη, η «Τουραντότ» προσφέρεται για μια πολύ σωματική αίσθηση του πόνου και της αγωνίας. Στα χέρια ενός συνθέτη όπως ήταν ο Τζάκομο Πουτσίνι (1858-1924), η ιστορία μιας Κινέζας πριγκίπισσας, που αποκεφαλίζει σωρηδόν υποψήφιους μνηστήρες θέτοντάς τους τρία αινίγματα που κανένας δεν λύνει οπότε αναλαμβάνει δράση ο δήμιος, παίρνει διαστάσεις ακόμη πιο σάρκινες.

Ο Πουτσίνι, όντας τέκνο της σχολής του βερισμού στην όπερα (vero σημαίνει αλήθεια στα ιταλικά), δεν δίσταζε μουσικά να εκφράζει τη γύμνια, το πάθος και τον αγώνα των ανθρώπων με τον πιο πληθωρικό, επιθετικό τρόπο. Αυτό που στη λογοτεχνία έμεινε γνωστό ως νατουραλισμός (βλέπε τα μυθιστορήματα του Ζολά στη Γαλλία ή του Θεόδωρου Ντράιζερ στην Αμερική), έμπασε την ιταλική όπερα στις πιο γειωμένες πραγματικότητες του 20ού αιώνα.

Η πρόσφατη «Τουραντότ» του Ηρωδείου, στη σκηνοθεσία του Αντρέι Σερμπάν και με τα σκηνικά και κοστούμια της Χλόης Ομπολένσκι (μεταμόρφωσε τη σκηνή του ρωμαϊκού θεάτρου με έναν πολύ δραστικό τρόπο), είχε όντως πολύ αίμα: μέσα σε γυάλινες γαβάθες, χυμένο στη σκηνή, ραντισμένο στα κοστούμια. Είναι ουσιαστικά η αποτύπωση του τυραννισμένου εσωτερικού κόσμου μιας γυναίκας που μισεί τον έρωτα, μισεί τη ζωή.

Ανάλογα με τις ορέξεις του εκάστοτε σκηνοθέτη, η «Τουραντότ» προσφέρεται για μια πολύ σωματική αίσθηση του πόνου και της αγωνίας.

Τα τρία αινίγματα (που θυμίζουν την απειλητική Σφίγγα του αρχαίου ελληνικού μύθου) θα έρθει ένας υποψήφιος μνηστήρας να τα λύσει – και τότε η σκοτεινή πριγκίπισσα θα βρεθεί σε ένα τρομακτικό αδιέξοδο. Βλέπετε, η στάση της απέναντι στη ζωή υπαγορεύεται από το μαρτύριο της προγιαγιάς της στα χέρια ξένων ανδρών.

Το φάντασμα της τελευταίας γυροφέρνει στη σκηνή, βουβό και αμείλικτο, συμβολίζοντας, ίσως, το φορτίο κάτω απ’ το οποίο καταρρέουν οι ζωντανοί, όταν η μνήμη των νεκρών τους παραμένει ένα ασήκωτο βαρίδι. Η ηθελημένη παρθενία της μοιάζει εδώ να είναι συνώνυμη του βίαιου θανάτου. Τη λύση θα δώσει φυσικά ο ίδιος ο έρωτας – αλλά αφού, στο μεταξύ, έχει χυθεί άφθονο αίμα αθώων.

Ο Πουτσίνι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο· πέθανε από καρκίνο του φάρυγγα στα εξήντα πέντε του. Πρόλαβε ωστόσο να γράψει τη μεγάλη επιτυχία του έργου που είναι βέβαια η άρια «Nessun dorma» (Κανένας να μην κοιμηθεί) – αναγνωρίσιμη από τα γκαλά των «τριών μεγάλων τενόρων» (Παβαρότι, Καρέρας, Ντομίνγκο) σε τρεις διαδοχικές διοργανώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (1994, 1998, 2002). Βεβαίως, πρώτος σε αυτό το πλαίσιο την είχε ερμηνεύσει στο Μουντιάλ του 1990 στην (που αλλού;) Ιταλία ο Λουτσιάνο Παβαρότι.

«Τουραντότ», αιθέρια και σπλάτερ-1
H Ελληνοδανή χορεύτρια Πολένα Κόλια Πέτερσεν (αριστερά) με την Αμερικανίδα σοπράνο Λιζ Λίντστρομ στον ρόλο της πριγκίπισσας Τουραντότ, που άνοιξε τις
εκδηλώσεις του Ηρωδείου για το 70ό Φεστιβάλ Αθηνών με το κύκνειο άσμα του Πουτσίνι. Το ρωμαϊκό ωδείο μεταμορφώθηκε σε αρχαία πύλη της κινεζικής
αυτοκρατορίας, σε μια ρωμαλέα παράσταση σε σκηνοθεσία Αντρέι Σερμπάν

Με αυτή την άρια εκκινεί στην ουσία η τρίτη και τελευταία πράξη και με το βασικό θέμα της κλείνει την όπερα ο συνθέτης Φράνκο Αλφανο, ο οποίος ανέλαβε να ολοκληρώσει το έργο μετά τον θάνατο του Πουτσίνι. Μολονότι είναι ένα από αυτά τα ορόσημα της λεγόμενης κλασικής μουσικής που έχουν «παραφορεθεί», δεν έχει «τσαλακωθεί». Την Κυριακή, την ερμήνευσε ο Ρικάρντο Μάσι, ο οποίος αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον Μπράιαν Τζέιντ λόγω ασθενείας του τελευταίου.

Το κοινό τον αποθέωσε στο φινάλε της άριας όσο και στο φινάλε της παράστασης. Αλλά αυτό είναι ένα αντανακλαστικό του ελληνικού κοινού σε κάθε «χιτ» που ακούει ζωντανά. Η ερμηνεία του Μάσι, κυρίως το φωνητικό του μέταλλο, δεν εντυπωσίασε, αλλά αυτό δεν φάνηκε να πειράζει κανέναν. Ισως σε αυτό να συνετέλεσε και η δυναμική της Ορχήστρας της ΕΛΣ, η οποία, υπό την καθοδήγηση του Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι, ακτινοβολούσε.

Το ίδιο, ίσως ακόμα περισσότερο, συνέβαινε και με τη Χορωδία της ΕΛΣ, ενήλικη και παιδική, η οποία, καθισμένη στα χαμηλά καθίσματα της αριστερής πλευράς του θεάτρου (κοιτώντας προς τη σκηνή), πλάι στους θεατές, με ρούχα καθημερινά και σύγχρονα, συμπλήρωνε με τον πιο ιδανικό τρόπο τη μουσική ένταση της παράστασης.

Το εύρημα αυτό της χορωδίας ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με ένα γενικό ανέβασμα που ήταν «κλασικό». Ισως παλιομοδίτικο κιόλας. Ομως είχε κάτι τόσο ρωμαλέο (σε αυτό συντελούσε πολύ το ευρηματικό σκηνικό της Ομπολένσκι) που ξεπερνούσες τις όποιες επιφυλάξεις. Οσο για τη Λιζ Λίντστροφ ως Τουραντότ, η φωνή έφερε στο ακέραιο τη δραματικότητα που απαιτούσε ο ρόλος της.

Η σχεδόν αραχνοϋφαντη ενορχήστρωση του Πουτσίνι (το έχει αυτό έντονα στις δύο «ασιατικές» του όπερες – η άλλη είναι βέβαια η ιαπωνική «Μαντάμα Μπατερφλάι»), με όλες τις λεπτές αποχρώσεις να αποδίδουν τον εξωτισμό του τόπου και την ίδια στιγμή τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ήταν εξαιρετικά αισθητή στο Ηρώδειο. Ο βερισμός του Πουτσίνι έχει συχνά κάτι αιθέριο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT