Η σκόνη, μια υπόλευκη, ταλαιπωρημένη ομίχλη, ήταν το πρώτο πράγμα που τον υποδέχθηκε. Κολλούσε στο δέρμα. Ο ήλιος, εκεί ψηλά, ένας ζωογόνος φωτεινός δίσκος που η Βραζιλία δεν τσιγκουνεύεται, έμοιαζε εδώ κάτω, στην κοιλάδα της ανθρώπινης απληστίας, να έχει παραδώσει τα όπλα του. Η τρομερή, απόκοσμη βοή χιλιάδων ψυχών συμπλήρωνε την υπερβατική εικόνα.
Με μια Leica στο χέρι, ο 29χρονος Βραζιλιάνος φωτογράφος είχε λάβει επιτέλους –μετά αναμονή έξι ετών– άδεια από τις στρατιωτικές αρχές της χώρας του για να επισκεφθεί το ορυχείο χρυσού της Σέρα Πελάδα. Kαι δεν περίμενε ποτέ τι τον ανέμενε σε εκείνη την απομακρυσμένη κορυφή λόφου, στα πρόθυρα του δάσους του Αμαζονίου.
Διακόσια μέτρα βάθος και πλάτος, αυτός δεν ήταν γκρεμός φυσικός, σμιλευμένος από τον χρόνο και τα στοιχεία της φύσης. Ηταν μια τεράστια ανοιχτή πληγή που είχαν ανοίξει χιλιάδες χέρια που κυνηγούσαν το όνειρο του χρυσού. Οι σιλουέτες των «garimpeiros» που σκαρφάλωναν, που έσκαβαν, που κουβαλούσαν στους ώμους τους τη γη, έμοιαζαν με πρωταγωνιστές σε ένα δαντικό στιγμιότυπο, βγαλμένο από τα σωθικά της κόλασης.
«Κάθε τρίχα στο σώμα μου σηκώθηκε όρθια. Ηταν σαν να έβλεπα την ιστορία της ανθρωπότητας. Το χτίσιμο των πυραμίδων. Τον Πύργο της Βαβέλ», θα έλεγε χρόνια αργότερα ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1986 αποτύπωσε στο φιλμ του μερικές εικόνες από εκείνη την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά (ένα αρχαίο θέατρο ή μια απίστευτη όπερα όπως είχε πει ο ίδιος) που έμελλε να κάνουν τον γύρο του κόσμου και να γίνουν έργα αναφοράς.
Ο σπουδαίος φωτογράφος έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή, 23 Μαΐου, στα 81 του χρόνια. Βρισκόταν στο Παρίσι, τον τόπο όπου ζούσε από το 1969, όταν αυτοεξορίστηκε από τη χώρα του, που ήταν ήδη υπό στρατιωτική χούντα από το 1964. Πίσω του αφήνει μια διαδρομή μισού αιώνα και μια παγκόσμια αναζήτηση της «στιγμής» σε 120 χώρες.
Γεννημένος το 1944 στην Αϊμορές, μια μικρή πόλη της βραζιλιάνικης πολιτείας Μίνας Ζεράις, ακολούθησε αρχικά ακαδημαϊκή και επαγγελματική πορεία στον χώρο των οικονομικών. Κατέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στον εν λόγω τομέα, προτού ενταχθεί στο δυναμικό του Διεθνούς Οργανισμού Καφέ στο Λονδίνο. Η πραγματική του κλίση, όμως –η τέχνη της φωτογραφίας– έμελλε να του αποκαλυφθεί κατά τρόπο μάλλον απροσδόκητο: το 1973, στη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού στην Αφρική, δανείστηκε τη φωτογραφική μηχανή της συζύγου του Λέλια, η οποία, ως αρχιτέκτων, την είχε αγοράσει ως εργαλείο δουλειάς.
Εργάστηκε αρχικά ως φωτορεπόρτερ για τα μεγάλα πρακτορεία Sygma, Gamma και Magnum Photos στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, περίοδο κατά την οποία κατέγραψε με τον φακό του πολυάριθμες διεθνείς συρράξεις και καυτά κοινωνικά ζητήματα, θέτοντας τα θεμέλια για το διακριτό και αναγνωρίσιμο φωτογραφικό του ύφος, που παντρεύει τη δημοσιογραφική οξυδέρκεια με μια βαθιά ανθρωπιστική προσέγγιση.
Τα έργα του απαιτούσαν χρόνο, ταξίδι, υπομονή και απευθείας επαφή με την «ανθρώπινη κατάσταση» που, συχνά, έφερε το δικό της τίμημα. Ισως, ήταν, όπως είχε πει ο ίδιος, οι ακαδημαϊκές περγαμηνές του που του έδωσαν το προβάδισμα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην κλίμακα και στις απαιτήσεις των αποστολών του: «Η παιδεία μου ως οικονομολόγος με βοήθησε να μετατρέπω την απόλαυση της στιγμής σε μακροπρόθεσμα πρότζεκτ». Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουμε την ενότητα «Workers: An Archaeology of the Industrial Age» (Εργάτες: μια αρχαιολογία της βιομηχανικής εποχής), του 1993, στην οποία περιλαμβάνονται και οι «βιβλικές» λήψεις του στο χρυσωρυχείο της Σέρα Πελάδα. Η δημιουργία του μεγαλόπνοου φωτογραφικού πρότζεκτ «Genesis» (Γένεσις) οδήγησε σε ένα οκταετές οδοιπορικό (2004-2011) επικών διαστάσεων, κατά το οποίο ο φωτογράφος αποτύπωσε με τον φακό του τα πλέον ανέγγιχτα και παρθένα περιβάλλοντα του πλανήτη. Αξίζει να αναφέρουμε και την ίδρυση του Instituto Terra (Ινστιτούτο Γη) το 1998, ενός περιβαλλοντικού οργανισμού που συνέστησε από κοινού με τη σύντροφο και συνεργάτιδα ζωής του, τη σύζυγό του, Λέλια Γουάνικ Σαλγκάδο. Η έμπνευση για τη δημιουργία του προήλθε από την επιθυμία τους να αποκαταστήσουν την οικολογική καταστροφή που είχε υποστεί η περιοχή της κοιλάδας του Ρίο Ντόσε στην πολιτεία Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας, την περιοχή που περιελάμβανε και το πρώην αγρόκτημα της οικογένειας Σαλγκάδο.
Το 2014 ήρθε και το πολυβραβευμένο ασπρόμαυρο φιλμικό πορτρέτο που έκανε προς τιμήν του ο Βιμ Βέντερς («Το αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth), με τον γιο του φωτογράφου Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάδο να σκηνοθετεί στο πλάι του. Αυτή η διεισδυτική και βαθιά ανθρώπινη ματιά στη ζωή και στο πολυδιάστατο έργο του Σαλγκάδο φώτισε τις πηγές της έμπνευσής του και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε. Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις του ήταν και αυτή στις Κάννες με το ειδικό βραβείο «Un Certain regard» για το 2014, το βραβείο Σεζάρ καλύτερου ντοκιμαντέρ την ίδια χρονιά και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.
Ο σπουδαίος γραφιάς των New York Times Μάικλ Κίμελμαν με την κοφτερή πένα του είχε γράψει πως «όσο μεγαλύτερος ο πόνος, τόσο μεγαλεπήβολη και η καλλιτεχνική του φιλοδοξία» και πως πρόκειται για έναν «διάσημο καλλιτέχνη που αποτυπώνει λησμονημένους ανθρώπους». Ο ίδιος ο Σαλγκάδο, όμως, στην αυτοβιογραφία του «Από τη Γη μου στη Γη» (De ma terre à la Terre, 2013), είχε πει: «Τράβηξα αυτές τις εικόνες γιατί είχα μια ηθική υποχρέωση να το κάνω. Σε τέτοιες στιγμές πόνου, μπορεί να ρωτήσετε, πού είναι το ήθος, τι είναι η ηθική; Είναι τότε που βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάποιον που πεθαίνει και πρέπει να αποφασίσω αν θα απελευθερώσω ή όχι το κλείστρο της μηχανής μου».
Σε κάποιο άλλο σημείο, συμπληρώνει: «Η φωτογραφία δεν είναι για μένα κάποιο είδος ακτιβισμού, δεν είναι καν ένα επάγγελμα. Είναι η ζωή μου. Λατρεύω τη φωτογραφία, να βγάζω φωτογραφίες, να κρατώ τη μηχανή μου, να επιλέγω το κάδρο, να παίζω με το φως. Μου αρέσει να ζω με τους ανθρώπους και να παρατηρώ τις κοινότητές τους, και αυτό είναι κάτι που πλέον κάνω και με τα ζώα, και τα δέντρα, ακόμη και τις πέτρες. Η φωτογραφία είναι για μένα όλα αυτά τα πράγματα, και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι οι αποφάσεις που με κάνουν να διαλέγω να πηγαίνω εδώ ή εκεί είναι λογικές. Είναι μια ανάγκη που έρχεται από μέσα μου»…

