Αρκετός λόγος έγινε τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στις αποπληρωμές του προγράμματος cash rebate εκ μέρους του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας, έπειτα και από ένα σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού Variety. Το τελευταίο έκανε λόγο για ληξιπρόθεσμες οφειλές του οργανισμού προς Ελληνες συμπαραγωγούς, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν τις ανάλογες υποχρεώσεις προς συνεργάτες τους από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το πραγματικό ποσό που θα έπρεπε να είχε ήδη πληρωθεί και έχει καθυστερήσει ανέρχεται σε 40 εκατ. ευρώ και αφορά 35 επενδυτικά σχέδια, τα οποία έχουν εγκριθεί, ολοκληρωθεί και ελεγχθεί.
Χθες, με κάποια καθυστέρηση είναι η αλήθεια, το ΕΚΚΟΜΕΔ εξέδωσε διευκρινιστικό δελτίο Τύπου «προς αποκατάσταση της αλήθειας και της θεσμικής τάξης», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επειδή όμως αυτή η αλήθεια είναι αρκετά περίπλοκη, ιδιαίτερα για όσους δεν είναι απολύτως εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες του νεοσύστατου οργανισμού, συγκεντρώσαμε κάποια στοιχεία-σταθμούς, σκιαγραφώντας τη σημερινή εικόνα του προγράμματος, που είναι υπεύθυνο –σε μεγάλο βαθμό– για την προσέλκυση των ξένων παραγωγών στη χώρα μας.
Ενα πρώτο γεγονός είναι ότι μέσα στην τριετία 2022-24, λόγω ευνοϊκών ρυθμίσεων, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι αιτήσεις υπαγωγών στο πρόγραμμα του rebate, το οποίο επιστρέφει στις παραγωγές το 40% των επιλέξιμων δαπανών που πραγματοποιούν στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα ήταν το σύστημα, για να το θέσουμε απλά, να «μπουκώσει» και τα χρήματα που είχαν εξασφαλιστεί από το υπουργείο Οικονομικών να μην επαρκέσουν, παρά τις περιστασιακές ενέσεις ρευστότητας. Ταυτόχρονα, στα τέλη του 2024 ολοκληρώθηκε η συγχώνευση ΕΚΟΜΕ και Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, με νέο νομοθετικό (ν. 5105/2024) και χρηματοδοτικό πλαίσιο, που περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ενώ χρειάστηκε να πατηθεί «παύση» στην ένταξη νέων σχεδίων για διάστημα πολλών μηνών. Το αποτέλεσμα ήταν περαιτέρω καθυστέρηση και συγκέντρωση οφειλών.
Σύμφωνα με τη χθεσινή ανακοίνωση του φορέα, μέσω του rebate, έχουν αποπληρωθεί συνολικά 222 επενδυτικά σχέδια με συνολική δημόσια χρηματοδότηση ύψους 148.395.959, ενώ στο πρόγραμμα αυτή τη στιγμή είναι ενταγμένα 173 επενδυτικά σχέδια, ελληνικά και ξένα, για τα οποία υπάρχει νομική δέσμευση αποπληρωμής, με ποσό που ξεπερνά τα 180 εκατ. ευρώ. Τα τελευταία ωστόσο δεν αποτελούν «ληξιπρόθεσμες οφειλές», αφού συμπεριλαμβάνουν ακόμη και έργα που δεν έχουν καν ολοκληρωθεί, όπως για παράδειγμα η πρόσφατα γυρισμένη στην Πελοπόννησο «Οδύσσεια» του Κρίστοφερ Νόλαν.
Το ίδιο ισχύει και για το ποσό των περίπου 100 εκατ. ευρώ που, σύμφωνα με το Variety, οφείλεται στους παραγωγούς που συνεργάστηκαν με το ΕΚΚΟΜΕΔ, στο πλαίσιο του rebate. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το πραγματικό ποσό που θα έπρεπε να είχε ήδη πληρωθεί και έχει καθυστερήσει ανέρχεται σε 40 εκατ. ευρώ και αφορά 35 επενδυτικά σχέδια, τα οποία έχουν εγκριθεί, ολοκληρωθεί και ελεγχθεί.
«Πράγματι υπήρξαν καθυστερήσεις, όμως το χρηματοδοτικό ζήτημα έχει πλέον λυθεί και οι διαδικασίες για να εξοφληθούν σύντομα τα οφειλόμενα έχουν προχωρήσει. Εργαζόμαστε εντατικά προς αυτή την κατεύθυνση», μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΚΚΟΜΕΔ, Λεωνίδας Χριστόπουλος.
Ξεχωριστή μνεία, τόσο στο ρεπορτάζ του Variety όσο και στη χθεσινή ανακοίνωση, γίνεται στο «Maria» του Πάμπλο Λαρέιν, σε συμπαραγωγή της Heretic, η ελληνική οφειλή προς το οποίο είναι περίπου 350.000 ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΚΚΟΜΕΔ, το ποσό αποτελεί μέρος των 3,2 εκατ. ευρώ που οφείλονται συνολικά σε τέσσερα σχέδια της Heretic, ενώ άλλα δύο ύψους 1,15 εκατ. ευρώ αναμένουν έγκριση. Αυτά, αλλά και όλα τα ποσά δημόσιας δαπάνης, που αφορούν τους υπόλοιπους δικαιούχους παραγωγούς, υποστηρίζει το ΕΚΚΟΜΕΔ ότι θα δημοσιευθούν άμεσα στον ιστότοπο του οργανισμού. Ολα τα παραπάνω στο πλαίσιο της «διαφάνειας», στην οποία ομνύει (ορθά) το ΕΚΚΟΜΕΔ, θέλοντας προφανώς να μετριάσει τις ανησυχίες, εντός και εκτός χώρας.
Κάποια ερωτήματα, πάντως, παραμένουν. Ανάμεσα στα άλλα, το ΕΚΚΟΜΕΔ υπογραμμίζει τη διάταξη του πρόσφατου νόμου για το rebate, όπου αναφέρεται ότι «τα ποσά ενίσχυσης καταβάλλονται εφόσον υπάρχουν οι απαιτούμενοι πόροι από τη χορηγούσα αρχή». Θα είναι όμως πάντοτε διαθέσιμοι οι συγκεκριμένοι πόροι, ειδικά από τη στιγμή που για ένα κινηματογραφικό έργο μπορεί να μεσολαβήσουν 2-3 χρόνια από την έναρξη μέχρι την υλοποίησή του;
Επίσης, έχουν αντιμετωπιστεί τα γραφειοκρατικά προβλήματα, τα οποία όντως συμβάλλουν στην καθυστέρηση εγκρίσεων και εξοφλήσεων; Ο χρόνος θα δείξει, ωστόσο, εκείνο στο οποίο μάλλον συμφωνούν όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι πως η Ελλάδα εξελίσσεται σταδιακά σε κινηματογραφικό προορισμό. Αρκεί να μην τα κάνουμε θάλασσα.

