Αν οι ποιητές είναι οι «παραγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου», όπως το έθετε ο Σέλεϊ, μήπως να ανατρέχουμε στο έργο τους για διάφορες υποθέσεις μας; Πώς προσέγγισαν λόγου χάρη –ένα τυχαίο παράδειγμα– το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα;
Αυτό είναι, μεταξύ άλλων, το θέμα του νέου βιβλίου της Αμερικανίδας ποιήτριας και καθηγήτριας Ποίησης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Αλίσια Στόλινγκς με τίτλο «Frieze Frame: How Poets, Painters, and their Friends Framed the Debate Around Elgin and the Marbles of the Parthenon», που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο στις ΗΠΑ. Το βιβλίο βασίστηκε σε μια σειρά άρθρων που η Στόλινγκς δημοσίευσε αρχικά στο Hudson Review. Η ποιήτρια μελέτησε ποιητές από τον Βύρωνα και τον Κιτς μέχρι τον Σεφέρη, τον Κάλας, τον Μέριλ κ.ά. Και αυτό που την εξέπληξε, λέει στην «Κ», είναι το «πόσο αμετάβλητοι έχουν παραμείνει οι όροι της συζήτησης», από τον 19ο αιώνα.
Εν αρχή ην ο Λόρδος Βύρων. Δεν πρόλαβε τα Γλυπτά στη θέση τους, αλλά τα είδε σε μια υγρή αποθήκη στην Park Lane του Λονδίνου, όπου αποτέλεσαν το φόντο των… αγώνων πυγμαχίας που ο ήδη χρεωμένος Ελγιν διοργάνωνε έναντι αντιτίμου. «Η ιδέα ήταν ότι ένας γυμνός μποξέρ, με το “σκαλισμένο” σώμα του, θα συγκρινόταν με τα σώματα των αετωμάτων του Παρθενώνα. Η ρητορική ήταν ότι το βρετανικό σώμα αποτελούσε, τρόπον τινά, τον απόγονο εκείνων των ελληνικών μορφών – υπήρχαν λοιπόν και κάποια περίεργα ρατσιστικά υπονοούμενα στην όλη υπόθεση, που συνιστούσε έναν παράξενο συνδυασμό καλλιτεχνικής έκθεσης και έξαλλου χάπενινγκ», εξηγεί η ποιήτρια. Ο Βύρων, συνεχίζει, «ενοχλήθηκε με όσα είχε κάνει ο Ελγιν και αποτύπωσε την οργή του στο ποίημα “Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”. Προειδοποίησε μάλιστα τον Ελγιν, λέγοντάς του ότι σκοπεύει να δημοσιεύσει κάτι που τον αφορά – μια χειρονομία ευγένειας, από έναν αριστοκράτη σε έναν άλλο».
Ο Βύρων «ενοχλήθηκε με όσα είχε κάνει ο Ελγιν και αποτύπωσε την οργή του στο ποίημα “Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”».
Το ποίημα έγινε απροσδόκητα δημοφιλές και εξαιτίας του, όταν ο Ελγιν θέλησε να πουλήσει τα Γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο, «το όνομά του ήταν ήδη ταυτισμένο με τη λεηλασία και το πλιάτσικο – και αυτή είναι ουσιαστικά η αφήγηση με την οποία ο Βύρωνας πλαισιώνει την απόσπαση των Γλυπτών», σχολιάζει η Στόλινγκς.

Την αντίθετη άποψη εξέφραζε ο ποιητής Τζον Κιτς. «Είδε τα Μάρμαρα μόλις πρωτοεκτέθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο –ίσως μόνο δύο εβδομάδες αργότερα– όταν το επισκέφθηκε με τον φίλο του, τον ζωγράφο Μπέντζαμιν Χέιντον, ο οποίος είχε εμπλακεί ενεργά στη συζήτηση για το αν έπρεπε το ίδρυμα να τα αγοράσει. Ο Χέιντον ήταν πολύ ενθουσιασμένος με τα Μάρμαρα και πίστευε ότι θα άλλαζαν τη βρετανική τέχνη, δημιουργώντας μια νέα σχολή», διηγείται η Στόλινγκς και εξηγεί ότι στη συνέχεια, ο Κιτς έγραψε το σονέτο «On seeing the Elgin Marbles», το οποίο παρουσιάζει τα Γλυπτά αποκομμένα από το μνημείο τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι περνούσε πολύ καιρό στο Βρετανικό Μουσείο, θαυμάζοντας ολόκληρη τη «συλλογή» του Ελγιν. «Η εμπειρία του λοιπόν ήταν αντίθετη από του Βύρωνα. Δεν βίωσε τα Μάρμαρα ως κάτι άλλο πέρα από μια αφηρημένη συλλογή σε ένα μουσείο. Και ίσως είναι ο πρώτος Αγγλος που γράφει για εκθέματα μουσείου με τέτοιο τρόπο. Νομίζω ότι αυτοί οι δύο ποιητές εκφράζουν τους αντίθετους πόλους της συζήτησης έως σήμερα».
Τι διαπίστωσε ερευνώντας την ελληνική ποίηση; «Οι Ελληνες τείνουν να γράφουν περισσότερο για τον κατεστραμμένο ναό, καθώς αυτός βρίσκεται στην Αθήνα, και βλέπουν την καταστροφή του μάλλον σαν φταίξιμο των Βενετών – ο Ελγιν συνιστά μεταγενέστερη προσβολή, σαν αλάτι στην πληγή», σχολιάζει η Στόλινγκς και αναφέρει επίσης τη «Ζωφόρο» του Σικελιανού, τη μελαγχολία του Σεφέρη όταν επισκεπτόταν τα Γλυπτά στο Λονδίνο, αλλά και το ενδιαφέρον εκπροσώπων του μοντερνισμού, όπως ο Νικόλας Κάλας, για την ανατίναξη του Παρθενώνα ως «δημιουργική πράξη». Οι γυναίκες έχουν την τάση να γράφουν για τη μοναχική Καρυάτιδα του Βρετανικού Μουσείου, συμπληρώνει η ποιήτρια και αναφέρει την Κική Δημουλά, αλλά και τη νεαρή Αννα Γρίβα. Ο Καβάφης έχει το δικό του ενδιαφέρον όταν παρακολουθεί μια σειρά βρετανικών δημοσιευμάτων της δεκαετίας του 1890, όπου ένα υποστηρίζει ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν στην ανεξάρτητη Ελλάδα όταν αποκτήσει ένα κατάλληλο μουσείο, ενώ ένα άλλο, με τίτλο «The joke about the Elgin Marbles», ισχυρίζεται ότι οι Ελληνες δεν μπορούν να τα φροντίσουν και θα δημιουργηθεί επικίνδυνο προηγούμενο. «Ο Καβάφης παρακολούθησε τον διάλογο και έγραψε δύο ιδιαίτερα επικριτικές επιστολές, αντικρούοντας επιχειρήματα όπως αυτό περί του επικίνδυνου προηγούμενου», υπογραμμίζει η Στόλινγκς. Συμμετείχε στη διαμάχη όχι με ποίηση, αλλά ως επιστολογράφος».
Παραθέτει και άλλους ποιητές, όπως ο Τζέιμς Μέριλ (1926-1995) και το ποίημά του «Losing the Marbles», όπου επίσης «αποκαθίσταται» ο Παρθενώνας, χωρίς να «φετιχοποιούνται» τα Γλυπτά – «έχει μια συνθετική προσέγγιση και βλέπει το ντιμπέιτ από τη σκοπιά της θνητότητας», λέει η Στόλινγκς για τον ποιητή που πέθανε από AIDS. Αναφέρεται επίσης ο ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, που απέσπασε τα Γλυπτά για λογαριασμό του Ελγιν· ο οποίος πάντως προτιμούσε τον ζωγράφο Ουίλιαμ Τέρνερ. «Σχεδόν σίγουρα, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Μέρος του προβλήματος ήταν ότι ο Τέρνερ ζητούσε πολλά χρήματα και ο Ελγιν δεν ήθελε να τον πληρώσει. Νομίζω ότι ο Τέρνερ θα είχε λιγότερο ενδιαφέρον για τη διάλυση του ναού και περισσότερο, ας πούμε, για τον ουρανό ή το φως – θα τον ενδιέφερε περισσότερο η ζωγραφική», εκτιμά η ποιήτρια. Ο Λουζιέρι, συνεχίζει, ήταν εξαίρετος ζωγράφος. «Εγινε όμως υπερβολικά, παθολογικά πιστός στον Ελγιν. Αγαπούσε την Αθήνα και τους κατοίκους της, αλλά έφτασε να γίνει το όργανο αυτής της τραυματικής καταστροφής».

