Mε όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Η Μαρία Φιλοπούλου είχε την τύχη να βρεθεί, ως φοιτήτρια το 1984 στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, στο ατελιέ του Λεονάρντο Κρεμονίνι: του καλλιτέχνη και δασκάλου που η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα αποκαλούσε «ο τελευταίος οπαδός της ζωγραφικής του βλέμματος». Κοντολογίς τα μάτια του θεατή έπρεπε να κατακτηθούν από το θέμα, από τη μαστοριά και την ποιητική του ζωγράφου, που μετατρέπουν κάτι απλό και καθημερινό σε κάτι σύνθετο και σχεδόν μεταφυσικό. Τέσσερις δεκαετίες μετά τη μαθητεία αυτή πλάι σε μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες προσωπικότητες της τέχνης του χρωστήρα στην Ευρώπη, η Φιλοπούλου κρατάει μέσα της ιερές τις κρεμονινικές αξίες, που διαπέρασαν και άλλους ταλαντούχους συμπατριώτες μας οι οποίοι σπούδασαν κοντά του, όπως ο Γιώργος Ρόρρης, ο Στέφανος Δασκαλάκης, ο Εδουάρδος Σακαγιάν, ο Αλέξης Βερούκας, η Ειρήνη Ηλιοπούλου. Στην αναδρομική έκθεσή της μάλιστα, που θα εγκαινιαστεί την επόμενη Κυριακή 24 Μαΐου στο παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης του Ναυπλίου με επικεφαλής τη δραστήρια Λαμπρινή Καρακούρτη, μπορεί κανείς να διαπιστώσει αυτήν τη συγκινητική αφοσίωση στην οφειλόμενη συγκίνηση που πρέπει να δημιουργεί ένα έργο από όλη τη μέχρι τώρα πορεία της. «Εξίσου σημαντική με αυτήν την επιταγή, κρατώ άλλη μία ρήση του δασκάλου μου: Να έχεις την όρεξή σου για δουλειά σαν πολύτιμο φυλαχτό κάθε μέρα της ζωής σου», είναι η πρώτη της κουβέντα για αυτήν την έκθεση που έχει τίτλο «Ελευθερία» και συγκεντρώνει 15 μεγάλες συνθέσεις, εκ των οποίων τρεις καινούργιες μαζί με δύο γλυπτά.

Πρωταγωνιστούν βυθός, καταρράκτες, κολυμβητές, με τους οποίους έχει βέβαια ταυτιστεί, αλλά και παλαιότερες «εμμονές» όπως είναι τα θερμοκήπια και οι εσωτερικοί χώροι. Το εντυπωσιακό σε όλα αυτά είναι ότι καταφέρνει να περιχαρακώσει χώρους αέναους όπως το πέλαγος, σε «μικρές προστατευμένες “φωλιές”» και να τιθασεύει το ατέρμονο. Η πρώτη ερώτηση ωστόσο ήταν αυτονόητη. Πώς είναι να κοιτάζει ένας ζωγράφος τον νεότερο εαυτό του με το πινέλο στο χέρι; «Είναι μια πολύ ωραία εμπειρία να βλέπεις έργα από το παρελθόν και από το παρόν κρεμασμένα το ένα πλάι στο άλλο σε ένα ωραίο μουσείο. Σαν να αντικρίζει κανείς την ενηλικίωσή του. Και με χαροποιεί που δεν είμαι αυστηρή, αλλά τρυφερή με τη νεανική μου ηλικία. Ζωγραφίζει κάποιος αυτό που είναι και έχει ενδιαφέρον σήμερα να μπορώ να δω με ακρίβεια πώς ένιωθα τότε, τι έβλεπα γύρω μου, τι είχε σημασία για εμένα», υπογραμμίζει για αυτήν την αναδρομική παρουσίαση, που μοιάζει σαν να ξεφυλλίζει ένα οπτικό ημερολόγιο. Το παλιότερο έργο της έκθεσης είναι του 1995. Αναρωτήθηκα τι έχει κερδίσει μέσα από τη διαδρομή της στον χρόνο; «Την περιπέτεια της ίδιας της ζωγραφικής, τι άλλο; Κάθε ζωγράφος κατακτά την αυτογνωσία του στον καμβά, δίνει μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό, μαθαίνει και από αυτά που καταστρέφει, όχι μόνον από αυτά που κρατάει. Το θετικό είναι πως πρόκειται για έναν αγώνα που δεν σταματά ποτέ, ούτε φτάνει σε έναν κορεσμό από την εμπειρία. Το ζητούμενο είναι να βελτιώνεσαι συνέχεια, να γίνεσαι καλύτερος. Είναι μια συνεχής πάλη πολύ μοναχική μιας και εγώ δεν εργάζομαι καν με μοντέλο στο εργαστήριό μου. Ετσι, λοιπόν, μια έκθεση μου δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσω ό,τι κάνω, αλλά να δω από κοντά και την ανταπόκριση των θεατών. Είναι ένας πολύ γόνιμος διάλογος, διότι εκεί καταλαβαίνεις και κάτι ακόμη: αν βαστάνε τα παλιότερα έργα μέσα στον χρόνο. Μου δίνει πολύ κουράγιο να αρέσουν, λ.χ., στα νέα παιδιά, διότι έτσι θεμελιώνεται και η σχέση που έχω ως καλλιτέχνις με την ίδια την εποχή μου».

Καθρέφτης ο καμβάς Κάθε ζωγράφος κατακτά την αυτογνωσία του στον καμβά, δίνει μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό, μαθαίνει και από αυτά που καταστρέφει, όχι μόνον από αυτά που κρατάει. Ενας αγώνας που δεν σταματάει ποτέ.
Η Μαρία Φιλοπούλου ανήκει σε μια γενιά καλλιτεχνών που στα πρώτα τους βήματα βίωσαν την απειλή για τον επερχόμενο «θάνατο της ζωγραφικής» ως μια υπόθεση απαρχαιωμένη, κάτι που απεδείχθη, φυσικά, ψευδές. Η εννοιολογική τέχνη και τα νέα μέσα έκφρασης απλώς την έκαναν πιο δυνατή: «Δείτε τα έργα της Μαρλέν Ντιμάς, της Πάολα Ρέγκο και του Πίτερ Ντόιγκ, του Ανσελμ Κίφερ και του Ουίλιαμ Κέντριτζ. Ακόμη και την τεράστια δημοφιλία που έχουν οι αναδρομικές του Μπέικον, του Χόκνεϊ, του Φρόιντ. Και τα έργα της Τρέισι Εμιν είναι πλέον πιο ζωγραφικά σε σχέση με το παρελθόν. Είναι ένα είδος δικαίωσης. Βλέποντας τις εκθέσεις τους, εγώ ως ζωγράφος συνεχίζω τη μαθητεία όπως πλάι στον Κρεμονίνι. Φυσικά και αγαπώ όλες τις μορφές της τέχνης, αλλά αυτό που με νοιάζει είναι να μπορώ να διακρίνω την αλήθεια και την ουσία κάθε καλλιτέχνη». Πώς όμως είναι να κρατάς χρωστήρα και παλέτα σε μια περίοδο που όλα γίνονται ψηφιακά: «Βρίσκω τόση μαγεία στη ζωγραφική με τον τρόπο που έχω μάθει να την κάνω και νιώθω ότι έχω τόση εξερεύνηση μπροστά μου, που δεν με απασχόλησε να πειραματιστώ. Προσωπικά, πάντως, σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την οθόνη, όσες φορές βλέπω ένα καλλιτεχνικό έργο μέσα από αυτήν αισθάνομαι ότι αντλώ μόνο πληροφορία και στερούμαι την τρομερή αύρα που αυτό μπορεί να μου δώσει αν το δω από κοντά. Με τον ίδιο τρόπο θα ήθελα ο θεατής, όταν στέκεται απέναντι στη ζωγραφική μου, να μπορεί να πάρει όλη τη θετική ενέργεια που έβαλα για να φτιάξω το έργο μου. Να μπορούμε να συναντηθούμε στο θετικό αυτό συναίσθημα, στον ίδιο σφυγμό δημιουργός και θεατής. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου είναι να μπορούν τα έργα μου να είναι οι αγωγοί της ενέργειας που αντλώ από τη φύση και κυρίως τη θάλασσα. Εκεί ανατροφοδοτούμαι, γαληνεύω, ηρεμώ, χαίρομαι από τότε που ήμουν παιδί και έκανα τις διακοπές μου δίπλα στο νερό μέχρι σήμερα. Το υδάτινο στοιχείο, όπως λέει και ο Ευριπίδης στην “Ιφιγένεια εν Ταύροις” ξεπλένει όλα τα κακά των ανθρώπων».

Και ο τίτλος «Ελευθερία» από εκεί προέκυψε; «Οχι μόνον από προσωπικό βίωμα. Στον επάνω όροφο από την έκθεσή μου παρουσιάζονται έργα και τεκμήρια για τους αγωνιστές του 1821. Νομίζω ότι ακόμη και 200 χρόνια μετά, πρέπει να θυμόμαστε σε ποιον οφείλουμε το προνόμιο να μπορούμε να χαιρόμαστε όλα αυτά που αγαπάμε και να ζούμε σε μια χώρα ελεύθερη όπου χωρούν και οι δικές μας μικρές προσωπικές ελευθερίες».
«Ελευθερία»
Από 24/5 έως 30/10/2025, Εθνική Πινακοθήκη – Παράρτημα Ναυπλίου.
Επιμέλεια: Λαμπρινή Καρακούρτη.

