Πολυγραφότατος συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης τιμήθηκε το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας για το βιβλίο του «Δακρυσμένη Μικρασία». Για 34 χρόνια (έως το 2009) εκδότης του σερραϊκού περιοδικού «ΓΙΑΤΙ», κυκλοφόρησε ποιητικές συλλογές, διηγήματα και χρονικά, εξέδωσε τέσσερις εφημερίδες και συνεργάστηκε από τους πρώτους με ραδιόφωνο και τηλεόραση. Το τριακοστό βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη, «Αμαλία. Μια πόρνη στα αζήτητα», κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική. Ιχνηλατεί την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου μέσα από την αφήγηση μιας πόρνης, πρόσωπο πραγματικό που ενέπνευσε τον συγγραφέα.
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Πολλά. Το «Μια χώρα ανάμεσά μας» της Καρίσα Τσεν σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη, το «Ονειροπόλοι» του Φόλκερ Βάιντερμαν, τα «Καπάκια» του Κωστή Παπαγιώργη, τα «Ανθελληνικά» του Ροΐδη και το «Δικό μας αίμα» του αξέχαστου Γιώργου Ιωάννου.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Το ότι, όπως αναφέρει ο Γιώργος Ιωάννου, πρέπει να διαβάζουμε την ελληνική ιστορία κλαίγοντας, το οποίο θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε με το «και να τη γράφουμε κλαίγοντας» για όλα όσα κατά καιρούς πήγαν στραβά και ανάποδα.
Βρήκατε ποτέ τον μπελά σας επειδή διαβάσατε ένα βιβλίο;
Βρήκα ας πούμε τον «μπελά» μου όταν πρωτοδιάβασα την Ομήρου Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε μετάφραση των Κακριδή – Καζαντζάκη, γιατί στη συνέχεια μου γεννήθηκε η επιθυμία να συνεχίσω και με τις άλλες μεταφράσεις τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας, που δεν είναι και λίγες…
Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
Το απόλυτο της ησυχίας που το βρίσκω αργά το βράδυ στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, έχοντας δίπλα μου χαρτί και μολύβι.
Υπάρχουν κάποια είδη λογοτεχνίας που προτιμάτε και άλλα που αποφεύγετε;
Μου αρέσει κάθε είδος και κάθε μορφή λογοτεχνίας, με αδυναμία μου την ελληνική και ξένη αστυνομική λογοτεχνία. Και χάρηκα όταν έμαθα πως ο μέγιστος ποιητής μας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, λίγο πριν από το τέλος του, ως τελευταίο βιβλίο ζήτησε να διαβάσει το «Γεράκι της Μάλτας» του Ντάσιελ Χάμετ, ενώ αποφεύγω το ερωτικό μυθιστόρημα.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σε ένα βιβλίο;
Η ατμόσφαιρα, η λεπτομέρεια, η καλή και προσεγμένη μετάφραση, αν το βιβλίο είναι ξένου συγγραφέα, αλλά και η πειστική ψυχογραφία των ηρώων του. Με συγκινεί επίσης η καλή τυποτεχνική του εμφάνιση.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο βιβλίο που θα θέλατε να γίνει ταινία;
Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις ταινίες που γίνονται με βάση κάποιο βιβλίο, όμως θεωρώ ότι πάντα ένα βιβλίο υπερέχει κάποιας ταινίας. Αλλά, γιατί όχι, ταινία θα μπορούσε να γίνει και η «Αμαλία» με την τόσο συφοριασμένη ζωή της.
Στην «Αμαλία. Μια πόρνη στα αζήτητα», γιατί επιλέξατε ως φόντο της αφήγησής σας τη δεκαετία του ’60 και τη Θεσσαλονίκη; Υπάρχουν κοινά σημεία με τη δική μας εποχή;
Γιατί η δεκαετία του ’60 ήταν μια τραυματική εποχή για όλη την Ελλάδα και ακόμη περισσότερο για τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έζησα εκείνη την εποχή, αλλά και τα δραματικά γεγονότα που έγιναν σε αυτήν, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Λαμπράκη και τη σύλληψη του υποτιθέμενου ως δράκου της, Αριστείδη Παγκρατίδη. Οσο για τυχόν κοινά στοιχεία με την εποχή μας, νομίζω ότι αυτά σχεδόν δεν λείπουν από κάθε δύσκολη εποχή. Και η εποχή μας είναι μία από αυτές.
Στο τριακοστό βιβλίο σας, ποιες είναι οι προσδοκίες σας;
Να τελειώσω και μερικά άλλα που έχουν κιόλας αρχίσει να με… βασανίζουν.

