Πριν από δύο εβδομάδες, είδα στον κινηματογράφο «Αστορ», σε ειδική προβολή, το «Pavements» του Αλεξ Ρος Πέρι και θυμήθηκα τους Pavement. Λέω ψέματα. Ποτέ δεν ξέχασα τους Pavement.
Εχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια όταν αγόρασα το «Slanted and Enchanted» από ένα δισκοπωλείο στην Ακαδημίας, γυρίζοντας από το φροντιστήριο. Διάλεξα το κόκκινο εξώφυλλο με τα λευκά κεφαλαία γράμματα, ανάμεσα σε άλλα άλμπουμ, και επέστρεψα σπίτι με το λεωφορείο. Εβαλα τον δίσκο στο πικάπ του πατέρα μου. Αραγε, τι σκέφτηκα όταν μπήκε το «Summer Babe»; Μα αυτό είναι το κόλπο με τα καλά τραγούδια. Τα ακούς και παύεις να σκέφτεσαι. Το «Slanted» κυκλοφόρησε προτού η μπάντα αποκτήσει την οριστική πενταμελή της σύνθεση και είναι ένα ντεμπούτο που αν το ακούσεις στα δεκαοκτώ, θα το ακούς για πάντα. Ακόμη και στα πενήντα. Είμαι πια πενήντα. Ακόμη το ακούω.
Πιθανότατα ένας τέτοιος δίσκος να μη λέει πολλά στις νεότερες γενιές, αλλά πιστεύω πως αν κυκλοφορούσε τώρα, θα γινόταν χαμός. Τουλάχιστον σ’ έναν κύκλο ακροατών. Ομως η τέχνη είναι άδικη. Και η ζωή, περισσότερο.
Είναι η απόδειξη ότι, καμιά φορά, ένας μεγάλος δίσκος μπορεί να φτιαχτεί από μικρές ατημέλητες χειρονομίες, άτσαλους ηλεκτρικούς ήχους που σφηνώνουν ο ένας μέσα στον άλλον, συναρμολογώντας δεκατέσσερα τραγούδια, ατελή σαν προσχέδια, αλλά στην πραγματικότητα αψεγάδιαστα και ολοκληρωμένα, που ηχογραφήθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες, στο οικιακό στούντιο ενός αλκοολικού σαραντάρη που ήταν ο ντράμερ της πρώτης περιόδου των Pavement.
Πιθανότατα ένας δίσκος σαν τον «Slanted and Enchanted» να μη λέει πολλά στις νεότερες γενιές, αλλά πιστεύω πως αν κυκλοφορούσε τώρα, θα γινόταν χαμός. Τουλάχιστον σ’ έναν κύκλο ακροατών. Ομως η τέχνη είναι άδικη. Και η ζωή, περισσότερο.
Κύματα από μουντές κιθάρες, γραμμές μπάσου λες και κάποιος χτυπάει χορδές, χοντρές σαν καλώδια της ΔΕΗ, ακατανόητοι στίχοι που μιλάνε για τη Ζυρίχη, τις ουλές και τη δόξα, η ευλογία και η κατάρα της ωμής αντιαισθητικής των Fall, η θερμή ειρωνεία στη φωνή του Στίβεν Μάλκμους, ουρλιαχτά αντί για δεύτερα φωνητικά και, βέβαια, τα ντραμς του Γκάρι Γιανγκ. Προσπαθώντας να παίξει σωστά, έπαιξε τόσο μέτρια που κατέληξε να επινοήσει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά «σκασίματα» σε ταμπούρο στην ιστορία του ανεξάρτητου ροκ: «In the Mouth a Desert», «Here», «Our Singer».
Ιδού, λοιπόν, κάποια πράγματα που μας υπενθυμίζει ένα ντοκιμαντέρ το οποίο θέλει να πάρει λίγη από την αύρα και την αίγλη των Pavement χωρίς να το πετυχαίνει. Γιατί, ενώ οι εικόνες του προσπαθούν να ενεργοποιηθούν από τη γεννήτρια των τραγουδιών που έγραψε η μπάντα, ο Ρος φαίνεται να ξεχνάει πως οι Pavement υπήρξαν αναρχικοί, αλλά μονάχα στην επιφάνεια. Η βάση τους ήταν πάντα απλή και στιβαρή, σχεδόν κλασική.
Είναι αλήθεια πως από δίσκο σε δίσκο έγραφαν όλο και καλύτερες μελωδίες –«Fillmore Jive», «Black Out», «Type Slowly», «The Hexx»–, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την παραγωγή, κάτι που τελικά αποδείχτηκε λάθος. Αν το «Crooked Rain, Crooked Rain» είναι ένα τέλειο δεύτερο άλμπουμ, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα του «Slanted», επειδή τείνει προς την κανονικότητα. Και ας είναι ένας από τους λίγους δίσκους που έχω λιώσει: επειδή κάθε επιπλέον ακρόαση εξακολουθεί να περιέχει την έκπληξη και τη νιότη της πρώτης ακρόασης, το ’94.
Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε τον Μάλκμους να εκφράζει την απογοήτευσή του. Με το «Crooked Rain» περίμενε η μπάντα ν’ ανοιχτεί σ’ ένα πλατύ κοινό, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Αν έχεις γράψει κομμάτια όπως το «Range Life» ή το «Gold Soundz», είναι φυσιολογικό να αναμένεις πολλά. Ισως, εντέλει, αυτή η αναμονή, που έχει επιμηκυνθεί στον χρόνο, σαν μια εκκρεμότητα που αρνείται να υλοποιηθεί, να είναι ο λόγος που κάθε τραγούδι διατηρείται ακόμη φρέσκο και χρυσό: «Τόσο λιώμα στον αυγουστιάτικο ήλιο/ Και είσαι ο τύπος του κοριτσιού που μου αρέσει/ Γιατί είσαι άδεια και είμαι άδειος».
Για κάποιον που περιφερόταν λίγο χαμένος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, οι Pavement ήταν η καλύτερη μπάντα για να τροφοδοτήσει τ’ ακουστικά του. Είχαν ποπ μελωδίες με κλίση προς τον θόρυβο, ήταν τολμηροί και χαλαροί, δεν ακολουθούσαν τα κλισέ του ροκ συστήματος –στο οποίο, ενίοτε, ασκούσαν κριτική–, ντύνονταν όπως εμείς, ήταν σαρκαστικοί, ήταν έξυπνοι και χαζοί και αστείοι, μα, κυρίως, έδειχναν προσιτοί. Κι έτσι, μας πρόσφεραν το δικαίωμα να ονειρευόμαστε πως ήταν φίλοι μας ή πως θα μπορούσαμε να παίζαμε μουσική μαζί τους.
Κάτι τέτοιοι τύποι συμπλήρωναν το κοινό που παρακολούθησε την ταινία στο «Αστορ», εκείνο το βράδυ της Δευτέρας. Οι Pavement είχαν μεγαλώσει και τώρα έμοιαζαν με γερασμένα παιδιά: Σπάιραλ Στερς, Μπομπ Ναστάνοβιτς, Στιβ Γουέστ, Μαρκ Αϊμπολντ. Μπορεί να επανενώθηκαν για μερικές συναυλίες, να έγιναν έκθεμα σε μουσείο ή να παρουσιάστηκε ένα μιούζικαλ με αφορμή τα τραγούδια τους –όλα αυτά τα βλέπουμε σαν ανακατεμένες πληροφορίες στην ταινία του Πέρι, που ανοίγεται ακόμη και σε μια δήθεν βιογραφία της μπάντας–, μα ήταν πια μουσικοί μερικής απασχόλησης. Εκαναν άλλες δουλειές για να ζήσουν, είχαν οικογένειες, βάρη, αγωνία και χαρά.
Κυκλοφόρησαν πέντε άλμπουμ, από το διπλό «Wowee Zowee», με αυλακωμένες τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές, το μελωδικά ζυγιασμένο «Brighten the Corners» μέχρι το τελευταίο και πιο αδύναμο «Twilight Terror», σε παραγωγή του Νάιτζελ Γκόντριτς, παραγωγού των Radiohead. Ισως, γι’ αυτό. Κάθε συγκρότημα έχει την αποκλειστική μέθοδό του.
Εμειναν δέκα χρόνια μαζί· ήταν οι εποχές που οι μπάντες δεν προσέγγιζαν τη μουσική, λες και είχαν ανοίξει επιχείρηση που έπρεπε να συντηρήσουν με το αίμα της φιλίας τους. Επομένως, συνεχίζουμε να είμαστε με το μέρος των Pavement.
Λασπομαχία
Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει μια σκηνή μ’ ένα περιστατικό που δεν γνώριζα. Οι Pavement παίζουν στο φεστιβάλ Lollapalooza, στη Δυτική Βιρτζίνια, το ’95. Οι θεατές χορεύουν στις λάσπες, μέχρι που αρχίζουν να τις πετούν στην μπάντα. Μια λασπωμένη πέτρα χτυπάει το στήθος του Μάλκμους. Αυτός σταματάει να τραγουδάει, αφήνει την κιθάρα, φεύγει. Ο Σπάιραλ κάνει μεσαίο δάχτυλο και δείχνει τα οπίσθιά του στο κοινό. Το γκρουπ αποχωρεί. Η σκηνή, βομβαρδισμένη με λάσπες.
Οταν τελειώνει η ταινία, τα φώτα του «Αστορ» δεν ανάβουν εγκαίρως. Κατεβαίνουμε τις σκάλες μέσα στο σκοτάδι και, προσεκτικά, βγαίνουμε στο φουαγέ κι από κει στη στοά και, έπειτα, στη Σταδίου. Και καθώς προχωράμε προς το αμάξι, ξέρω ότι δεν θα γίνουμε ξανά δεκαοκτώ. Και πως η Αθήνα έχει τα χειρότερα πεζοδρόμια της Ευρώπης.
