ΚΟΛΙΝ ΜΠΑΡΕΤ
Νεαρά τομάρια
μτφρ.: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
εκδ.: Στερέωμα, 2025, σελ. 256
Σπουδαίο βιβλίο. Και ένας συγγραφέας που ήρθε για να μας κάψει την καρδιά. Οπως καμένες, ευνουχισμένες, στέρφες, είναι οι ζωές των αγοριών και των κοριτσιών στο Γκλάνμπεϊ, αυτή την ανύπαρκτη, μεν, πόλη της δυτικής Ιρλανδίας, που όμως είναι τόσο ρεαλιστικά δοσμένη και τόσο, εντέλει, πραγματική. Μια πόλη-φάντασμα («ένας δρόμος όλος κι όλος, ένα συνηθισμένο κομμάτι τσιμεντένιας ασφαλτόστρωσης πλαισιωμένης από παρόμοια, βαρετά κτίρια», σ. 87-88), που την κατοικούν άνθρωποι βαθιά τραυματισμένοι.
Αυτή εδώ είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Μπάρετ (Ιρλανδία, γενν. 1982) και είναι μια εκκωφαντική συλλογή. Ενα άγριο μπουκέτο από ιστορίες, σκληρές, κοφτερές, πεσιμιστικές, πεισιθάνατες – και σπουδαίες. Δεν διαβάζουμε συχνά τέτοια ποιητικά, τρεμάμενα κείμενα, ούτε τέτοια περίτεχνη, πλην απροσποίητη πόζα. Ενα σπάνιο κράμα –μεταξύ άλλων– Ντίλαν Τόμας, Ρέιμοντ Κάρβερ, Κόρμακ Μακάρθι, αλλά και Εντγκαρ Λι Μάστερς: τα «Νεαρά τομάρια» μάς θύμισαν την «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ», κι αν εκείνα είναι επιτύμβια ποιήματα πεθαμένων, αυτά εδώ είναι επιτύμβια διηγήματα ζώνεκρων. Και όμως· όλοι αυτοί οι ήρωες, που δεν τα κατάφεραν γιατί δεν γινόταν να τα καταφέρουν, είναι ακόμη εδώ και, ηττημένοι, άεργοι, εξαρτημένοι, άρρωστοι, το παλεύουν. Εστω και θηλάζοντας αλκοόλ από ένα μπουκάλι.
«Ο μικρός των Κλάνσι». Ο Τζίμι είναι μελαγχολικός, ο Ταγκ επικίνδυνος. Οι δυο τους προσπαθούν να περάσουν τις γέφυρες προς το αύριο, όχι πάντα με επιτυχία. Αλλωστε, ποτέ τους δεν είχαν τα φόντα. «Η μητέρα του Ταγκ είναι μια γλυκύτατη, κατεστραμμένη γερομπεκρού, που περνά τις μέρες της κατεβάζοντας τακτικά τζιν στον παμπάλαιο, όλο ελατήρια καναπέ τους, χαμένη στην τηλεόραση και στους νεκρούς της» (σ. 23).
«Δόλωμα». Μια ερωτική ιστορία και ταυτόχρονα ένα δοκίμιο παραίτησης, πόθου και υπόκωφης βίας. «Ο μοναδικός τρόπος που ήξερα να συμπεριφερθώ ήταν με αποτελεσματική υποταγή. Δεν προσπάθησα ποτέ να γίνω κάτι παραπάνω από λακές ή κολλητός, και μ’ αυτό τον τρόπο είχα πετύχει να είμαι ανεπαίσθητα αναγκαίος» (σ. 48).
«Το φεγγάρι». Το πιο μικρό διήγημα του βιβλίου, αλλά ένα από τα πιο δυνατά. Ενας πορτιέρης και μια φοιτήτρια δέκα χρόνια μικρότερή του. Μακριά του, όσο το φεγγάρι. «Κορίτσια στριμώχνονταν το ένα πάνω στο άλλο – τα γυμνά τους μπράτσα να τρίβονται. Αγόρια στέκονταν μόνα με φουσκωμένο το στήθος και τις γροθιές σφιγμένες μες στις τσέπες τους, να κοιτάζουν το σκοτάδι με ματαιωμένο, κατακόκκινο βλέμμα» (σ. 59).
«Ν’ αντέχεις το τομάρι σου». Ο Μπατ δεν είναι το πιο κοφτερό μαχαίρι στο συρτάρι. Κι εκείνη η κλωτσιά στο πρόσωπο, πριν από χρόνια, απλώς χειροτέρεψε τα πράγματα. «Ο Μπατ αισθάνεται ηλίθιος – πολύ μεγάλος, πολύ μονοδιάστατος, σαν σωματώδες γκόλεμ λαξευμένο απ’ το ανακατεμένο λασπουδερό χώμα της Κομητείας Κόναχτ» (σ. 86-87).
«Διαμάντια». Το πιο πένθιμο διήγημα της συλλογής. Μια ιστορία απεξάρτησης… ή και όχι. «Ηπια στο μπαρ του ξενοδοχείου και το απόγευμα έκανα μια γύρα στις παμπ του κεντρικού δρόμου. Το ίδιο έκανα και την επομένη. Στην απομόνωση των μπαρ ένιωσα σαν φάντασμα που έπαιρνε ξανά σιγά σιγά σάρκα και οστά» (σ. 221).
«Παρακαλώ ξεχάστε ότι υπάρχω». Αν το προηγούμενο ήταν το πιο πένθιμο, αυτό εδώ διαδραματίζεται σε μια παμπ απέναντι από ένα νεκροταφείο… Οι δύο παλιοί φίλοι προτιμούν να μεθύσουν κρυμμένοι εκεί, παρά να πάνε στην κηδεία. Εχουν τους λόγους τους. «Η πύλη του κοιμητηρίου ήταν στο τέρμα του δρόμου. Η πομπή –το ήξεραν και οι δύο– θα περνούσε ακριβώς μπροστά από την παμπ. Δεν θα μπορούσαν να την αγνοήσουν» (σ. 239).
«Ησυχα με τα άλογα». Αφήσαμε τελευταία την πέμπτη ιστορία της συλλογής, που δεν είναι διήγημα αλλά μια νουβέλα εκατό σελίδων. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Νικ Ρόλαντ («Calm with horses», 2019, 24 υποψηφιότητες στα διεθνή φεστιβάλ), με τους Κόσμο Τζάρβις και Μπάρι Κίογκαν σαν Αρμ και Ντίμπνα αντίστοιχα. Εδώ πια συμβαίνουν τα πάντα, απλώς ιδωμένα μέσα από έναν μαύρο, θολό, ραγισμένο καθρέφτη. Σκοτεινά φανταχτερό γράψιμο, μεγάλη αναγνωστική εμπειρία.

