Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα, σπούδασε στην Αθήνα και, όπως λέει η ίδια, το 1995 ήταν η πρώτη κομβική χρονιά που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία της. «Ηταν η χρονιά που πέρασα στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, γεγονός καθοριστικής σημασίας για ένα παιδί από την επαρχία. Τα επόμενα τρία χρόνια, με τη στήριξη της οικογένειάς μου, αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στον χορό. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με αυτόν», θυμάται η Τζένη Αργυρίου, η νεότερη της σειράς των γυναικών που κρατούν εδώ και τρεις δεκαετίες το τιμόνι του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
Το 1996, ακόμη σπουδάστρια, άρχισε να συνεργάζεται με τους sinequanon, μια ομάδα χορευτών και χορογράφων που είχαν μόλις επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη, φέρνοντας μια δική τους φρέσκια ματιά. «Αυτή η συνεργασία υπήρξε θεμέλιος λίθος στην πορεία μου», τονίζει. Ακολούθησε μια μακρά διαδρομή, που άνοιξε τους καλλιτεχνικούς της ορίζοντες αφού διαπίστωσε τα διευρυμένα πολιτισμικά σύνορα εντός των οποίων κινείται ο σύγχρονος χορός.
«Αλλη καθοριστική στιγμή στη ζωή σας;» τη ρωτώ. «Το 2014, όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί», απαντά. «Υστερα από δέκα χρόνια ενασχόλησης με τον διάλογο παραστατικών τεχνών και νέων τεχνολογιών, αποφάσισα να επιστρέψω στη βάση μου: στο σώμα και τον χορό».
Αυτή η δουλειά είχε ως αποκορύφωμα την παράσταση που υπέγραψε στο περυσινό Φεστιβάλ Αθηνών, το «Μιντάτι», που έγινε επιτυχία και ακόμη το σκεφτόμαστε για τη δύναμη, τη ζωντάνια και τη χαρά –κυρίως τη χαρά– που πρόσφερε ξεσηκώνοντας την Πειραιώς 260.
Η Τζένη Αργυρίου μοιάζει ευάλωτη, αλλά δεν είναι. Υπήρξε χορεύτρια, γεγονός που σημαίνει ότι διαθέτει εσωτερική συγκρότηση, επιμονή και πειθαρχία, αλλά χωρίς να τη «φωνάζει». Επίσης έχει μια έμφυτη νεανικότητα, η οποία όμως σέβεται και τιμά τις παραδόσεις και τους θεσμούς. «Η πρόσφατη απρόσμενη ανάληψη της θέσης της καλλιτεχνικής διευθύντριας ήρθε στη ζωή μου ως μεγάλη τιμή, αλλά και ευθύνη», σχολιάζει αναφερόμενη στο φεστιβάλ.
Πριν από λίγες ημέρες, η κ. Αργυρίου ανακοίνωσε το καλοκαιρινό πρόγραμμα του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που μολονότι σχεδιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα λόγω καθυστερημένης ανάθεσης των καθηκόντων της, διαθέτει ποικιλία αλλά και συνοχή. Εχει ροή, όπως σημειώνει η ίδια, που οδηγεί μέρα με τη μέρα σε μια νοηματική κορύφωση, επί της ουσίας στην παράσταση «Beytna» του Ομάρ Ραζέχ, ένα πολυθέαμα που θέτει στο επίκεντρό του την έννοια του μοιράσματος.
Στο μεταξύ, από το φεστιβάλ θα περάσουν πολλές νεότερες «φωνές» –Ελληνες και διεθνείς χορογράφοι– αλλά και μεγάλα ονόματα της διεθνούς σκηνής του σύγχρονου χορού, από την εμβληματική Μαγκί Μαρέν έως τον νεότερο αλλά περιζήτητο Νταμιέν Ζαλέ και τον «δικό» μας Χρήστο Παπαδόπουλο.

– Δουλεύετε επαγγελματικά πάνω από δύο δεκαετίες στο πεδίο του σύγχρονου χορού. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτή την τέχνη;
– Αγαπάω βαθιά την έκφραση που σου προσφέρουν ο χορός, το τραγούδι και η μουσική, και αυτόν τον «λόγο» που μπορεί να εκπέμψει ένα σώμα επί σκηνής. Πάντα ένιωθα ότι είναι ένας πιο αφαιρετικός, προσωπικός και ελεύθερος τρόπος να επικοινωνήσεις – να αντικαταστήσεις τις λέξεις με κινήσεις και ήχους και να μοιραστείς τον εσωτερικό σου κόσμο με τους άλλους. Επιπλέον, το να είσαι δημιουργικός και ελεύθερος στην καθημερινότητά σου κάνει τον κόσμο πιο μαγικό. Και αυτό σε ανταμείβει, ώστε να μπορείς να αντέξεις τις ανασφάλειες και τις δυσκολίες του ελεύθερου επαγγελματία. Ημουν πάντα πολύ εργατική, αλλά και στάθηκα αρκετά τυχερή, ώστε το ένα πράγμα να φέρνει το άλλο και, χωρίς να το καταλάβω ακριβώς, να γίνω μέρος της διεθνούς χορευτικής κοινότητας.
– Παρότι όμως ήταν φανερό ότι θα μπορούσατε να ριζώσετε στο εξωτερικό, επιλέξατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα…
– Ο λόγος που επέστρεψα και έμεινα στην Ελλάδα είναι πως νιώθω βαθιά συνδεδεμένη με αυτόν τον ευλογημένο τόπο και με την ιδιαίτερη κουλτούρα μας. Λατρεύω τη χώρα μας, εμπνέομαι από αυτήν και από την ιστορία της. Και παρά τις δυσκολίες που γνωρίζουμε όλοι, πάντα έβρισκα ένα παραπάνω κίνητρο για να κινητοποιηθώ καλλιτεχνικά.
Ως φιλοξενούμενη καλλιτέχνις σε πόλεις όπως η Λισσαβώνα, η Μασσαλία και το Ντίσελντορφ, βίωσα την ελευθερία του πειραματισμού χωρίς το βάρος του τελικού αποτελέσματος.
Μπορώ να πω ότι, παρότι ταξίδεψα και έζησα για κάποιο διάστημα σε άλλες χώρες παρουσιάζοντας τη δουλειά μου, καμία δεν με κέρδισε αρκετά ώστε να φανταστώ τη ζωή μου εκεί. Ο τόπος όπου ζεις καθορίζει και το έργο σου. Κι εμένα με τροφοδοτεί αυτή η αντίφαση που κουβαλάει ο τόπος μας – ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, την ευρηματικότητα και την ανοησία, την ομορφιά και την ασυδοσία, την έμπνευση και την ανασφάλεια.
Οραμα για Διεθνές Κέντρο Χορού
Εδώ και είκοσι χρόνια η Τζένη Αργυρίου εργάζεται πάνω στη δημιουργία πρωτότυπων χορογραφικών έργων, στην καλλιτεχνική επιμέλεια μεγάλης κλίμακας ερευνητικών και διακαλλιτεχνικών δράσεων, σε σύνθετα καλλιτεχνικά έργα διεθνούς επιπέδου. Με την επιστροφή της από τη Νέα Υόρκη το 2003, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη χορογραφία. Ετσι ιδρύθηκε η Amorphy (Aμορφη), μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με πρόθεση να αποτελέσει ένα πλαίσιο διαλόγου των τεχνών. Συνεργαζόμενη με δημιουργούς από άλλα εκφραστικά πεδία, εξερεύνησαν περιοχές όπου οι παραστατικές τέχνες εφάπτονται μετασχηματίζοντας η μία μέσα από την άλλη – πάντα μέσα από διακυμάνσεις, απορρίψεις, επιτυχίες και επίμονη προσωπική εργασία. «Σε αυτό το απαιτητικό περιβάλλον έμαθα να διαχειρίζομαι το άγνωστο και να το μετατρέπω σε κάτι ζωντανό και απτό», μας λέει η ίδια.
– Με ποιον τρόπο αυτή η πορεία οδήγησε στην οργάνωση και στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;
– Η συνεχής τριβή με όλα τα στάδια, από τη σύλληψη μιας ιδέας, την επιμέλεια και την οργάνωση μέχρι την υλοποίηση και την παραγωγή, μου έχει δώσει εργαλεία και με έχει εκπαιδεύσει στο να μην κάνω εκπτώσεις, αλλά να δίνω κάθε φορά τον καλύτερό μου εαυτό. Μαζί με την εκάστοτε ομάδα, εργαζόμαστε συλλογικά ώστε το όραμα να γίνει πραγματικότητα. Οσα υποστηρίζω και προτείνω σήμερα, ως καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ, βασίζονται σε οπτικές που ερευνώ και εξελίσσω εδώ και χρόνια· πιστεύω βαθιά σε αυτές και στον τρόπο που συνδέουν την τέχνη του χορού με άλλες τέχνες, επιστημονικά πεδία και με διαφορετικές κοινότητες.
– Κατά την πρώτη ομιλία σας ως διευθύντριας του φεστιβάλ, αφού αναφερθήκατε τιμητικά στις προκατόχους σας, μιλήσατε για το όραμά σας: τη λειτουργία ενός Διεθνούς Κέντρου Χορού.
– Η Καλαμάτα είναι η πόλη του χορού εδώ και 30 χρόνια και διαθέτει το μοναδικό Μέγαρο Χορού στη χώρα. Εχει, κατά τη γνώμη μου, όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ένα σπίτι αφιερωμένο στον χορό, ένα δυναμικό διεθνές κέντρο που θα λειτουργεί ως χώρος καλλιτεχνικής ζύμωσης, έρευνας και διαλόγου, θα αγκαλιάζει τα διαφορετικά στάδια της χορογραφικής δημιουργίας και τη συνομιλία της με άλλες τέχνες, επιστήμες, παραδόσεις και τεχνολογίες. Είναι κάτι που θεωρώ ότι λείπει από την κοινότητα του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μια σημαντική θέση διεθνώς, με καταξιωμένους δημιουργούς. Πιστεύω στην ενεργοποίηση του Διεθνούς Κέντρου Χορού Καλαμάτας όλο τον χρόνο, διατηρώντας ως κορυφαία στιγμή εξωστρέφειας του θεσμού το καλοκαιρινό φεστιβάλ μας.
Η Καλαμάτα είναι η πόλη του χορού εδώ και 30 χρόνια και διαθέτει το μοναδικό Μέγαρο Χορού στη χώρα. Εχει, κατά τη γνώμη μου, όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ένα σπίτι αφιερωμένο στον χορό.
– Μιλήσατε επίσης για τις αναθέσεις έργων ως ένα δυναμικό εργαλείο ανάπτυξης του χορού, που επιδιώκετε να ενσωματωθεί στον θεσμό του Διεθνούς Κέντρου Χορού Καλαμάτας.
– Από την προσωπική μου εμπειρία ως φιλοξενούμενη καλλιτέχνις σε πόλεις όπως η Λισσαβώνα, η Μασσαλία και το Ντίσελντορφ, βίωσα την ελευθερία του πειραματισμού χωρίς το βάρος του τελικού αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει και για τις αναθέσεις έργων εντός Ελλάδος, που με οδήγησαν να ασχοληθώ με την Ιστορία, τη συλλογική μνήμη, το αρχείο και τη σχέση του έργου με τον τόπο και την κοινότητα. Μέσα από αυτά συνειδητοποίησα πόσο κρίσιμη είναι η ανάθεση για έναν καλλιτέχνη: δημιουργεί ένα πλαίσιο που τον ωθεί να εισέλθει σε κόσμους που ίσως να μην επέλεγε μόνος του και του δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθεί μέσα από νέες μεθόδους και διαδρομές.

