H παράσταση του Σαββάτου είχε προγραμματιστεί για τις 20.30, αλλά άρχισε με μικρή καθυστέρηση. Καθισμένος στο κέντρο της πλατείας, παρατηρούσα την ακάλυπτη σκηνή –μαύρη, εντελώς γυμνή από σκηνικά, με τα σταγκόνια και τους προβολείς σε πλήρη θέα– και θυμήθηκα το «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το έργο που εγκαινίασε την Κεντρική Σκηνή του κτιρίου Τσίλλερ, το 2009.
Επρόκειτο για μια πολυπρόσωπη περφόρμανς διάρκειας τριάντα λεπτών, που αξιοποιούσε τον τότε υπερσύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό του Εθνικού Θεάτρου για να δημιουργήσει υψηλής ποιητικής αξίας εικόνες, βιομηχανικής αισθητικής. O Χρήστος Παπαδόπουλος, ο οποίος πρόσφατα τιμήθηκε με το Rose International Dance Award του Sadler’s Wells, χόρευε σε εκείνη την περφόρμανς. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, έχει διαμορφώσει ένα δικό του, απολύτως αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό ιδίωμα.
Πριν εκπνεύσει το «ακαδημαϊκό τέταρτο», οι δέκα περφόρμερ του –Θέμις Ανδρεουλάκη, Αντώνης Βαής, Αμαλία Κοσμά, Γιώργος Κοτσιφάκης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρεγιάννη, Τάσος Νίκας, Σπύρος Ντόγκας, Δανάη Παζιργιαννίδη και Ιωάννα Παρασκευοπούλου– εμφανίστηκαν στη σκηνή, κινούμενοι πάνω σε έναν ρυθμικό παλμό, που παρέπεμπε στο σόλο ταμπούρο της έναρξης του «Μπολερό» του Ραβέλ. Η μουσική, ωστόσο, ήταν μια πρωτότυπη σύνθεση του Κορνήλιου Σελαμσή, σε συνεργασία με τον Τζεφ Βάγγερ.
Στόχος του Παπαδόπουλου με το «My fierce ignorant step» ήταν να αποδώσει σκηνικά-σωματικά την ορμή των νιάτων και αφετηρία της χορογραφικής του σύλληψης το «Αξιον Εστί» των Ελύτη – Θεοδωράκη. Στόχος που επετεύχθη με τη δημιουργία ενός ηχοκινητικού τοπίου που εμπλουτιζόταν επί μία, περίπου, ώρα –με περισσότερα όργανα, με πιο περίπλοκες κινήσεις, με μεγαλύτερη ένταση– για να φτάσει σε μια «χτιστή» κορύφωση πριν από το πέσιμο της αυλαίας.
Η χορογραφία του, που ξετυλίχτηκε σταδιακά σαν το «Μπολερό», μου θύμισε δουλειές της Αν Τερέζα ντε Κεερσμάκερ, με κάποιες κινητικές φράσεις να παραπέμπουν στο waacking –έναν χορό συγγενικό του vogueing, που άνθησε στα γκέι κλαμπ του Λος Αντζελες κατά τη δεκαετία του 1970– και κάποιες άλλες στην αθλητική κίνηση. Οι χορευτές και οι χορεύτριες μοιάζουν με σμήνος από πουλιά που κινούνται «μαζί κι όμως χώρια» από τόπο σε τόπο, με άτυπο οδηγό, τουλάχιστον στα μάτια μου, τον Γιώργο Κοτσιφάκη – η ακρίβειά του ασκεί τέτοιο μαγνητισμό, που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να παρακολουθώ ταυτόχρονα εκείνον και τους υπόλοιπους χορευτές.
Τα σκηνικά ήταν απόντα, ενώ το παιχνίδι των φωτισμών περιορισμένο σε σχέση με άλλες δουλειές του Παπαδόπουλου. Οι, δε, περφόρμερ φορούσαν χειλόφωνα, συμμετέχοντας σε ζωντανό χρόνο και σωματικά στη δημιουργία του «σάουντρακ» του έργου, καθώς σε κάποια σημεία οι ανάσες τους, σαν ιαχές, γίνονταν κομμάτι του ηχοτοπίου. Τέλος, μερικά «παιχνιδίσματα» που έκαναν κινώντας το κεφάλι τους με τρόπο κάπως υπερβολικό δεξιά κι αριστερά, μου θύμισαν μία χαρακτηριστική χορευτική φιγούρα της Καίτης Γαρμπή. Δεν νομίζω ότι αυτή ήταν η αναφορά, αλλά είχαν «κινητικό χιούμορ». Σε μία φράση, αυτό που είδα ήταν «καθαρός χορός».
«My fierce ignorant step», Κεντρική Σκηνή της Στέγης, έως την Κυριακή 18 Μαΐου.

