Συναντήσαμε τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ στο σκιερό καφέ του Νομισματικού Μουσείου, χαλαρό και εμφανώς χαρούμενο που περνάει τις μέρες του κάτω από τον ελληνικό ήλιο. «Είμαι σε φάση μετακόμισης στην Ελλάδα», λέει ο καταξιωμένος κινηματογραφιστής με τις δύο οσκαρικές υποψηφιότητες («H δίκη των 7 του Σικάγου», «Νεμπράσκα») ως διευθυντής φωτογραφίας και μια καριέρα τρεισήμισι δεκαετιών στο Χόλιγουντ. Εδώ και μερικές ημέρες, το δικό του «Οταν το φως πέφτει» κυκλοφορεί στις αίθουσες, μετατρέποντας σε… θρίλερ την εμπειρία τουριστών και μεταναστών στην καλοκαιρινή Ελλάδα.
Δύο κοπέλες από τη Γεωργία που μένουν μόνιμα στην Αμερική έρχονται για διακοπές σε κάποιο νησί της χώρας μας. Μια μέρα, ωστόσο, η εξερεύνησή τους σε ένα εγκαταλελειμμένο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο θα οδηγήσει σε τραγικό δυστύχημα. Στον ίδιο χώρο μένουν λαθραία τρεις νεαροί Αλβανοί εργάτες, οι οποίοι δεν μιλούν λέξη αγγλικά. Η αδυναμία συνεννόησης και η σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων θα οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα, με αιματηρή κατάληξη.
Η εποχή της COVID
«Υποτίθεται ότι είναι σε νησί, αλλά στην πραγματικότητα γυρίστηκε κάπου κοντά στην Ανάβυσσο. Γράψαμε το σενάριο μαζί με τον φίλο Σβεν Νταγκόνες. Γενικά γράφουμε μαύρες κωμωδίες, όμως εκείνος είχε ήδη μια αρχική βερσιόν, ήταν ο καιρός της πανδημίας, κι εγώ ήμουν κολλημένος στο εξοχικό μου στο Λεωνίδιο. Ολες μου οι ταινίες ακυρώνονταν και αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να γίνει όλο σε μία τοποθεσία. Βρήκαμε χρήματα από τη Γεωργία, την Αλβανία, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το ΕΚΟΜΕ και έτσι την κάναμε. Αυτό το παλιό ξενοδοχείο ήταν τέλειο με την αρχιτεκτονική του, τις σκάλες, τους ανελκυστήρες κτλ. Ομολογώ ότι παρασύρθηκα λίγο με την εικονογραφία και την αισθητική της κάμερας».

Το «παρασύρθηκα» του Παπαμιχαήλ μεταφράζεται σε μερικά υπέροχα πλάνα, κυρίως εσωτερικά, τα οποία καταφέρνουν να μεταδώσουν μια αίσθηση αγωνίας και ταυτόχρονα αδιεξόδου, στο οποίο βρίσκονται οι πρωταγωνιστές. «Σίγουρα έχει να κάνει με τη σύγκρουση ανθρώπων από τελείως διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα, αλλά και γενικότερα με την έλλειψη επικοινωνίας. Σχετίζεται επίσης με την εικόνα της Ελλάδας. Υποτίθεται ότι είναι μια χώρα του “πρώτου κόσμου” – σκέφτεσαι την Υδρα, τη Σαντορίνη. Η αλήθεια είναι ότι αν περπατήσω για μία ώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση στην Αθήνα θα συναντήσω διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και πραγματικότητες», σημειώνει ο Ελληνας δημιουργός.
Ενα πρόβλημα με το ευρωπαϊκό arthouse είναι αυτή η «αυτοϊκανοποίηση» του δημιουργού. Ξέρω ότι υπάρχουν υπέροχα γυρισμένες ταινίες π.χ. στη Ρουμανία ή στη Γεωργία. Οταν όμως βλέπω ένα πλάνο 10 λεπτών επικεντρωμένο σε έναν άνδρα που κάθεται και περιμένει το λεωφορείο… νιώθω ότι με προσβάλλει.
Στο «Οταν το φως πέφτει» ο σκληρός ρεαλισμός φτάνει μέχρι το σημείο που τα ηνία αναλαμβάνει η ειρωνεία και ο μαύρος σαρκασμός, για να μας οδηγήσει στην κλιμάκωση του φινάλε. «Είναι σημαντικό για εμένα να κάνω μια αληθοφανή ταινία, απεχθάνομαι τα υπερφυσικά στοιχεία για παράδειγμα. Αυτός που την έγραψε ζει στην Κάρυστο και είναι σεναριογράφος, άρα δεν βγάζει χρήματα. Δουλεύει λοιπόν ως επιβλέπων σε οικοδομές και συνεργάζεται καθημερινά με ανθρώπους από την Αλβανία, ακούει τις ιστορίες τους κτλ. Δεν λέω ότι έχω κάνει κάποιο σημαντικό πολιτικοκοινωνικό δράμα, αλλά το έχω δει με κοινό και κατάλαβα ότι προβληματίστηκαν, το βρήκαν ενδιαφέρον. Τουλάχιστον δεν βαρέθηκαν», λέει ο Παπαμιχαήλ, ο οποίος δεν διστάζει να ρίξει και μερικά ειρωνικά βέλη προς (κάποιους) Ευρωπαίους συναδέλφους του.
«Ενα πρόβλημα με το ευρωπαϊκό arthouse είναι αυτή η “αυτοϊκανοποίηση” του δημιουργού. Κάτι που έμαθα στην Αμερική είναι ότι θέλουμε το κοινό να ενδιαφερθεί, να ψυχαγωγηθεί. Ξέρω ότι υπάρχουν υπέροχα γυρισμένες ταινίες π.χ. στη Ρουμανία ή στη Γεωργία. Οταν όμως βλέπω ένα πλάνο 10 λεπτών επικεντρωμένο σε έναν άνδρα που κάθεται και περιμένει το λεωφορείο… νιώθω ότι με προσβάλλει. Οκέι, καταλαβαίνω ότι έχει κατάθλιψη και το Βουκουρέστι είναι καταθλιπτική πόλη, μπορείς όμως να κάνεις το ίδιο πράγμα σε δύο λεπτά. Ασε που το Βουκουρέστι δεν είναι και τόσο καταθλιπτικό».
Τηλεόραση και πλατφόρμες
Μοιραία η κουβέντα πηγαίνει και στις πρόσφατες δηλώσεις του Τεντ Σαράντος, σύμφωνα με τις οποίες δεν έχει σημασία το μέγεθος της οθόνης που βλέπουμε σινεμά, αλλά μόνο η καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών του θεατή. «Ολο αυτό ξεκίνησε με την COVID. Πολύς κόσμος αγόρασε μεγάλες τηλεοράσεις, με καλά ηχοσυστήματα κ.ο.κ. Κάθεσαι, πίνεις, καπνίζεις, κάνεις παύση. Κι εγώ ομολογώ ότι το κάνω. Ως μέλος της Ακαδημίας πρέπει να δω τουλάχιστον 100 ταινίες τον χρόνο και σπάνια θα πω “αυτή να τη δω στο σινεμά”. Οι καλοί κινηματογραφιστές πάντως βρίσκουν τις κατάλληλες συνθήκες –τους σεναριογράφους, τα μπάτζετ– και στις πλατφόρμες. Για εμένα απλώς είναι λυπηρό, γιατί θέλω να κάνω ταινίες για τη μεγάλη οθόνη», σημειώνει ο Παπαμιχαήλ.
Η… θλίψη του βέβαια δεν κρατάει για πολύ: «Βασικά όλοι όσοι γυρίζουν για την τηλεόραση θέλουν να γίνουν σαν κι εμάς (γέλια). Είναι σαν το Champions League και το Europa. Ο Αλφόνσο Κουαρόν π.χ. γύρισε τo “Disclaimer” (σ.σ. σειρά), το οποίο είναι τελείως κινηματογραφικό, αλλά δεν έχουν όλοι αυτές τις δυνατότητες. Είναι αλήθεια πάντως ότι το επίπεδο της τηλεόρασης έχει ανέβει πάρα πολύ, παλιότερα, στα 80s-90s, είχαν απαίσια εικόνα. Το ίδιο και τα σενάρια. Εγώ πάντως δεν θέλω να κάνω τηλεόραση. Ούτως ή άλλως έχω αρκετή ποικιλία στη δουλειά μου. Αυτή η ταινία έγινε σε 20 ημέρες με 380.000 ευρώ μπάτζετ και αμέσως μετά έκανα το “Ιντιάνα Τζόουνς” σε 200 ημέρες με 380 εκατ. μπάτζετ. Θα μπορούσαν δηλαδή να έχουν γίνει 1.000 ταινίες σαν το “Οταν το φως πέφτει” με τα ίδια χρήματα που κόστισε μία. Και δεν ξέρω ποια μου αρέσει περισσότερο…».

