Τρεις ηθοποιοί και ένας θεατρικός συγγραφέας συναντιούνται στη σκηνή, την ώρα που το θέατρο είναι κλειστό. Οι πρόβες τους διαφέρουν από τις άλλες, ενώ το κείμενο δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το μόνο που υπάρχει, προς το παρόν, είναι μια αφηρημένη ιδέα η οποία αρχίζει να αποτυπώνεται πάνω στο χαρτί, μέσα από την αλληλεπίδραση των τεσσάρων αυτών ανθρώπων και των συζητήσεών τους.
Αυτή είναι περίπου η διαδικασία που ο συγγραφέας Ανδρέας Στάικος ακολούθησε για να γράψει το νέο του θεατρικό έργο «Η Λέλα και η Λέλα», μια φιλοσοφική αλληγορία, που θα πραγματοποιήσει απόψε πρεμιέρα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. «Οι ηθοποιοί είναι στην ουσία αυτοί που συμβάλλουν στη δημιουργία. Καμία από τις ηρωίδες δεν είχε προσχεδιαστεί. Δεν μπορώ να γράψω στο γραφείο και μετά να πάω στην πρόβα. Πάω στην πρόβα και γράφω εκείνη τη στιγμή, πάντα εν θερμώ, διότι η ίδια η παρουσία των ηθοποιών με εμπνέει στο να φτιάξω την ιστορία», εξηγεί στην «Κ», σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια άλλου τύπου θεατρική προσέγγιση, η οποία τον χαρακτηρίζει και την έχει υιοθετήσει ως πρακτική.
Ο κεντρικός άξονας της νέας παράστασης, την οποία και σκηνοθετεί μάλιστα, δεν διαφέρει και τόσο από προηγούμενα έργα του, τα οποία εξερευνούσαν τη γυναικεία ψυχή και συμπεριφορά, με τον ίδιο να τονίζει ότι «σε ό,τι έχω γράψει είναι σαν να πρωταγωνιστεί πάντα η ίδια γυναίκα. Κάθε φορά όμως προσπαθώ να φωτίσω διαφορετικές πτυχές της και να εξετάσω πώς αντιδρά σε οριακές καταστάσεις». Αυτή τη φορά, στη σκηνή ανεβαίνουν δύο πρόσωπα που μπλέκονται σε ένα αδιανόητο παιχνίδι εξουσίας χωρίς τέλος, το οποίο αναπτύσσεται κάτω από την κατ’ επίφασιν εργασιακή τους σχέση. Η Λέλα (Εμμανουέλα Κοντογιώργου), κρατώντας μία αγγελία στο χέρι, χτυπάει την πόρτα του γραφείου που αναζητά καινούργιο υπάλληλο και κάθεται, ανυποψίαστη, μπροστά στη μελλοντική της εργοδότρια (Ελένη Ζαραφίδου). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπάρχει καμία θέση για να καλύψει, με την αγγελία να λειτουργεί ως δόλωμα, προκειμένου να την παγιδεύσει μέσα σε μια πολυτελή σκηνική φυλακή, την οποία επιμελήθηκε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος. «Η εργοδότρια θέλει σε αυτή την ιστορία, η άλλη γυναίκα να γίνει αυτό που δεν μπορούσε να είναι η ίδια. Τη βλέπουμε να επενδύει πολλά πράγματα πάνω της, αλλά και να εκτονώνει δικές της φαντασιώσεις και ελπίδες», λέει ο κ. Στάικος και συνεχίζει: «Αναπτύσσεται σταδιακά μια σχέση αλληλοεξάρτησης, με τον εξουσιαστή έρμαιο στην παρουσία του εξουσιαζόμενου. Κάπου εκεί αρχίζουν όχι μόνο να μπερδεύονται οι ρόλοι τους, αλλά και να αντιστρέφονται».
Το πιο σημαντικό δραματουργικό στοιχείο της ιστορίας, που στην ουσία επιτελεί έναν φαύλο κύκλο και ολοκληρώνεται έτσι ακριβώς όπως ξεκίνησε, είναι οι ίδιοι οι διάλογοι, τους οποίους συνοδεύει η μουσική του Νίκου Ξυδάκη. «Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και ένα έργο γλώσσας», μας λέει γελώντας ο κ. Στάικος, υπογραμμίζοντας ότι «δεν είμαι σκηνοθέτης και ούτε με ενδιέφερε να γίνω. Ο τρόπος που δουλεύω με αναγκάζει να επιτελώ εγώ το πρώτο στήσιμο της παράστασης. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν μιλάμε για μια κανονική σκηνοθεσία, αλλά για τη σκηνοθεσία της γραφής».

