H πένα της Ρέας Βιτάλη είναι άφοβη. Κοιτά κατάματα τους χειρότερους φόβους μας, τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες μας. Με το χαρακτηριστικό φιλολογικό της ιδίωμα, σβέλτο και άμεσο μέσα στην αίσθηση «ζωντανού λόγου» που το χαρακτηρίζει, τους ονομάζει, τους αποδομεί και εντέλει έρχεται σε –κάποια– ειρήνη μαζί τους. Και αυτό το κάνει γενναία και για λογαριασμό όλων μας.
Στην κουβέντα που κάνουμε μαζί της με αφορμή το νέο της βιβλίο, «Το ψυχόμετρο» (εκδ. Διόπτρα), μας εκμυστηρεύεται πως στις παρουσιάσεις του, την ώρα της υπογραφής, πολλοί αναγνώστες νιώθουν την ανάγκη για μια εξομολόγηση του δευτερολέπτου στο αυτί της. Με «ευχαριστώ», επειδή είδαν τον εαυτό τους μέσα στις αφηγήσεις της και πήραν τη δύναμη να αντικρίσουν τους δικούς τους δαίμονες, και με «έκλαψα ωραία», ανακουφισμένοι που κάποιος μίλησε για λογαριασμό τους, για τα δικά τους ανείπωτα δράματα. «Μπορεί η σιωπή να γεννά τους καρκίνους», μας λέει η ίδια. «Στο “Ψυχόμετρο” πρώτα η ψυχή νοσεί και ο σιωπηρός πόνος της αποτυπώνεται στο σώμα ως νόσος».
– Κυρία Βιτάλη, τι ρόλο παίζει η σιωπή στους χαρακτήρες των ιστοριών στο «Ψυχόμετρο»;
Και στις τρεις ιστορίες είναι η σιωπή που κοχλάζει υπόγεια για χρόνια και χρόνια. Σιωπή σιωπή κτίζονται οι όποιοι «καρκίνοι». Μοιραία κάποτε έρχεται ένα ξέσπασμα σαρωτικό, ηφαιστειακό. Η πρώτη ιστορία πραγματεύεται τον γάμο μιας πληθωρικής προσωπικότητας με ένα καλό παιδί με φλατ χαρακτήρα. Φλατ ζωή. Ξέρετε, το κακό παιδί είναι αναγνωρίσιμο για μάχη. Το καλό, καθυστερεί τη διεκδίκηση της χαράς. Σκεφτείτε για πόσα δικαιώματα έχουν δώσει μάχη οι άνθρωποι. Για τη Δημοκρατία, την ελευθερία, την Παιδεία. Η διεκδίκηση της χαράς, ταμπού. Η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει με σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και παράλληλα με την υπόθαλψη του γεγονότος από τη μητέρα του. Και η τρίτη με την κατάθλιψη. Που θερίζει στις μέρες μας. Αλλά, ρίχνει φακό στον δίπλα, σε αυτόν που νοσεί. Ας το πούμε στη μάχη του φωτός με ένα αιμοσταγές ημίφως διαρκείας και αδρανείας. Δύσκολες καταστάσεις.
– Πόσο βιωματικό είναι το βιβλίο σας;
– Στην τελευταία μου θεραπεία για τον καρκίνο μου, το 2018, πέρασαν ευτυχώς αρκετά χρόνια, η κόρη μου είπε «σήμερα είναι η αποφοίτησή σου» και με φίλησε. Οντως, ο καρκίνος είναι ένα πτυχίο. Αλλά τι το κάνεις το πτυχίο σου είναι το θέμα. Το έκανα βιβλίο, το «Ψυχόμετρο», για όσα ψυχανεμίστηκα, για όσα πιστεύω πια. Αλλά και τηλεοπτικό εγχείρημα, την εκπομπή «Κεραία», δηλαδή. Πάσχω από ενσυναίσθηση. Αρα, είτε έχω βιώσει στο πετσί μου μια κατάσταση είτε, αυτό κυρίως, έχω νιώσει – ακούσει με τα λόγια ή με τη φλύαρη σιωπή των βλεμμάτων ανθρώπους να μου εξομολογούνται, πάλι «βιώνω». Μέσα μου έχω πιο πολύ βλέμματα παρά νερό. Η γραφή είναι βάλσαμο αλλά και σκιά.
Στην τελευταία μου θεραπεία για τον καρκίνο μου, το 2018, πέρασαν ευτυχώς αρκετά χρόνια, η κόρη μου είπε «σήμερα είναι η αποφοίτησή σου» και με φίλησε. Οντως, ο καρκίνος είναι ένα πτυχίο. Αλλά τι το κάνεις το πτυχίο σου είναι το θέμα. Το έκανα βιβλίο, το «Ψυχόμετρο».
– Πορτρέτα ανθρώπων αλλά και φόβων: το αδιέξοδο της «ταβανονύχτας», η αγωνία της χημειοθεραπείας και του «πνιγμένου» που πιάνεται από τα μαλλιά, αυτά που «πια δεν έχει»…
– Ζόρικο πράγμα η ταβανονύχτα. Ποιος δεν την έχει περάσει. Αλλά πάντα ένα ξημέρωμα. Ανθρωπένια πράγματα, μιας ζωής ζωένιας, όπως συνηθίζω να λέω. Οπως και ο τίτλος του τραγουδιού που κάναμε με τον Τάσο Μελετόπουλο.
– Υπάρχει παντού όμως και ένα ύπουλο, διάχυτο χιούμορ. Μέσα στα πιο σκοτεινά μονοπάτια σας σαρκάζετε και αυτοσαρκάζεστε ανελέητα.
– Κλασική Ρέα, δηλαδή. Στο κλάμα, στο τέρμα της ψυχής εντοπίζω και το διαβολικό αστείο της στιγμής. Κληρονόμησα αυτή την ευεργεσία από τη μητέρα μου. Της το χρωστάω. Και νομίζω το έχω κληροδοτήσει σε παιδιά και εγγόνια.
– Ξεχωρίζει κανείς μερικά αποφθέγματα στο βιβλίο σας που θα μπορούσαν να σταθούν αυτούσια, θυμίζοντας τους «αφορισμούς» του Αντόνιο Πορτσία. Λέτε, π.χ., για την ντροπή πως «τη λούζονται όσοι δεν τη δικαιούνται και την κλοτσάνε όσοι τους αντιστοιχεί» και συλλογίζεστε «πόσες αλήθειες έχει μια αλήθεια».
– Οπως το λέτε. Στέκονται αυτούσια. Δεν χρειάζονται παραπάνω λέξεις. Συνεννοούμαστε ωραία οι άνθρωποι. Ιδίως το περί ντροπής το βιώνουμε κάθε μέρα. Ευτυχώς, ακόμα ντρέπομαι.
– Η θάλασσα φαίνεται να εμφανίζεται εδώ κι εκεί συχνά στα κείμενά σας. Κάπου γράφετε πως «νοσταλγία είναι το αταξίδευτο καράβι του ταξιδιώτη που δεν ξεκούνησε από το λιμάνι», ενώ αλλού λέτε: «Είμαι σε “καράβι” με μποφόρ, πολλά μποφόρ. Πού πας, καραβάκι, με τέτοιο καιρό;». Ακόμα και τον εαυτό σας παρομοιάζετε με «κυκλαδόδεντρο» που λυγίζει από τον βοριά.
– Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς θάλασσα. Κολυμπάω όλο τον χρόνο. Αλλά είναι και η Τήνος – νησί επιλογής εξ έρωτος, όχι εκ καταγωγής. Οι καταγραφές των ματιών μας. Εκείνα τα κυκλαδόδεντρα που γέρνουν στη φορά του ανέμου αλλά εντέλει στέκονται. Αντέχουν. Τα απαγορευτικά που βγάζει η θάλασσα για να σκύβουμε το κεφάλι στη φύση, αλλά και να ξεχυνόμαστε στη χαρά της ζωής όταν οι άνεμοι γαληνεύουν.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς θάλασσα. Κολυμπάω όλο τον χρόνο. Αλλά είναι και η Τήνος – νησί επιλογής εξ έρωτος, όχι εκ καταγωγής. Οι καταγραφές των ματιών μας. Εκείνα τα κυκλαδόδεντρα που γέρνουν στη φορά του ανέμου αλλά εντέλει στέκονται. Αντέχουν.
– Ποιοι είναι οι κεντρικοί ήρωες, οι μεγάλες μορφές που θυμάστε με αγάπη και σεβασμό μέσα στην καριέρα σας; Πρόσφατα, μετά τον θάνατο του Κώστα Καββαθά, του αποδώσατε τιμές «δασκάλου» και «πατέρα»…
– Ηταν πατρική φιγούρα. Και δεν χαμήλωσε στα χρόνια. Ξέρετε, συχνά λέω ότι ξέρω να διαλέγω «αφεντικά». Δεν γράφω για όλους τους ανθρώπους, κι ας γράφω. Στα 62 μου χρόνια γνωρίζω σε ποιον δίνω ή όχι αναφορά. Δεν έχει νόημα να γράψω ονόματα. Αλλωστε δεν είναι όλοι γνωστοί. Αλλά, σας βεβαιώνω, «το έχω» το ευχαριστώ. Και τους το λέω.
– «Μερικά δεν τελειώνουν ποτέ. Για μερικά δεν έρχεται ειρήνη στην ψυχή ποτέ», γράφετε. Το «Ψυχόμετρο», όμως, μοιάζει να δίνει μια λύτρωση και σε εσάς και στους αναγνώστες του.
– Η σωστή ψυχοθεραπεία κατευνάζει, φέρνει γαλήνη, ισορροπία, δείχνει, ανοίγει δρόμο δημιουργίας. Η σωστή, μεθοδική, με κόπο ψυχοθεραπεία. Οχι η μισιακή δουλειά των «αξίζω, αξίζω». Εχει συνέχεια να γίνει το «αξίζω» γέφυρα. Το «εγώ» να περπατήσει να γίνει «εμείς». Γι’ αυτό και στο τέλος γράφω «αχ και να υπήρχε ψυχόμετρο! Να μετρούσαμε την ψυχή ως όργανο», αλλά κλείνω με δυο λέξεις, «ασφαλώς αστειεύομαι». Θέλει έγνοια η άτιμη ψυχή, ψυχούλα μας.

