Ενα εξαιρετικό ρεσιτάλ πραγματοποίησε στις 9 Απριλίου ο πιανίστας Ιγκορ Λέβιτ στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Ο εβραϊκής καταγωγής Ρωσογερμανός παρουσίασε ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα με έργα Μπαχ, Μπραμς και Μπετόβεν σε μεταγραφή Λιστ.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη «Χρωματική Φαντασία και Φούγκα» σε ρε ελάσσονα (BWV 903) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Το αυθεντικό χειρόγραφο του έργου δεν έχει βρεθεί, ωστόσο σώζονται περίπου τριάντα διαφορετικά αντίγραφά του. Χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα και ο αριθμός τους μαρτυρά πόσο διάσημο ήταν το έργο ήδη στην εποχή του. Τα αντίγραφα έχουν μεταξύ τους διαφορές, ορισμένες από τις οποίες όχι ασήμαντες. Πιθανολογείται, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο Μπαχ συνέθεσε διαφορετικές εκδοχές του έργου. Αλλωστε, το πρώτο μέρος του μουσικού κειμένου που τελικά εκδόθηκε, η Φαντασία, είναι στην ουσία ένας καταγεγραμμένος αυτοσχεδιασμός, που αποτελεί τεκμήριο της αυτοσχεδιαστικής δεινότητας του συνθέτη. Δεν είναι σύμπτωση ότι το έργο υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές και κατά τον 19ο αιώνα, δηλαδή αφότου ο Μέντελσον επανεισήγαγε τη μουσική του Μπαχ στη μουσική ζωή της Ευρώπης. Δεξιοτέχνες πιανίστες, όπως ο Λιστ, το αξιοποιούσαν προκειμένου να επιδείξουν τις ικανότητές τους και, ταυτόχρονα, για να φανερώσουν τον αξιόπιστο ήχο και τις δυνατότητες των πιάνων, δηλαδή των τότε νέων μουσικών οργάνων που κυριάρχησαν κατά τον 19ο αιώνα.
Σε ένα σύγχρονο πιάνο απέδωσε το έργο και ο Λέβιτ. Δεν περιορίστηκε στην αυτονόητη δεξιοτεχνία, αλλά εστίασε στην εκφραστικότητα της μουσικής, αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες του οργάνου που είχε στη διάθεσή του. Ετσι, λόγου χάριν, δημιούργησε ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα αποδίδοντας απαλά, σχεδόν αέρινα, τα ταχύτατα αρπίσματα του πρώτου μέρους της Φαντασίας, αλλά επιλέγοντας πιο στιβαρό τρόπο για τη χρωματική Φούγκα προκειμένου να αναδείξει την αντιστικτική της δομή.
Ο πιανίστας δεν περιορίστηκε στην αυτονόητη δεξιοτεχνία, αλλά εστίασε εξίσου στην εκφραστικότητα της μουσικής.
Ο Λέβιτ συνέχισε το πρόγραμμά του με τις τέσσερις Μπαλάντες, έργο 10, που ο Μπραμς συνέθεσε στα 21 του χρόνια. Η μουσική τους επηρεάστηκε από τα αισθήματα του συνθέτη για την Κλάρα Σούμαν αλλά και τον θαυμασμό του προς τη μουσική του συζύγου της, Ρόμπερτ, όπως μαρτυρεί ειδικά η τελευταία Μπαλάντα. Στα γεμάτα ευαισθησία και ιδεαλισμό αυτά νεανικά έργα, ο Λέβιτ εστίασε πρωτίστως στον λυρισμό και στην τρυφερότητα της μουσικής, στην ευγένεια της έκφρασης και στο συναίσθημα. Η πλαστικότητα της μελωδικής γραμμής έδινε διαρκή κίνηση στη μουσική και άφηνε να προβληθούν η νοσταλγία και η μελαγχολία, ειδικά στις δύο τελευταίες Μπαλάντες.
Τιτάνιο έργο
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς ο Λέβιτ επιδόθηκε σε έναν άθλο, ερμηνεύοντας ένα έργο πολύ «ειδικό», με την έννοια ότι ενδιαφέρει πρωτίστως τους ακραιφνείς φίλους του πιάνου. Επρόκειτο για τη μεταγραφή της Τρίτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, της «Ηρωικής», από τον Φραντς Λιστ. Στη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του ο Λιστ μετέγραψε όλες τις Συμφωνίες του Μπετόβεν για πιάνο, έργο τιτάνιο από κάθε άποψη, με δεδομένη την πολυπλοκότητα της μουσικής σκέψης του Μπετόβεν και την τέχνη που απαιτήθηκε από μέρους του Λιστ να την αποδώσει από δύο χέρια στο πιάνο.
Παράλληλα, η ερμηνεία των μεταγραφών αυτών ζητάει από τον πιανίστα αφενός να αποδώσει την άκρως δεξιοτεχνική γραφή χωρίς να πέσει στην παγίδα της επίδειξης, αφού ο Λιστ στοχεύει στην κατά το δυνατόν πιστή μεταγραφή του μπετοβενικού έργου, και αφετέρου να αποδώσει το πνεύμα και την ουσία της μουσικής του Μπετόβεν. Ο Λέβιτ ανταποκρίθηκε και στα δύο με μια μνημειώδη ερμηνεία, η οποία διέθετε την ορμή και την ενέργεια για το πρώτο και το τέταρτο μέρος, αλλά εξίσου τη στοχαστική διάθεση για το δεύτερο. Συνολικά, πρόβαλε το επαναστατικό πνεύμα της μουσικής του Μπετόβεν μέσα από την εξαιρετικής πολυπλοκότητας γραφή του Λιστ. Επέτρεψε να θαυμάσει κανείς εξίσου τον Μπετόβεν για τη σκέψη του, όσο και τον Λιστ για την εμπνευσμένη μεταγραφή.

