«Εχω ακούσει και εκτιμήσει τη μουσική πέρα από ταμπέλες, από την απόλυτη σιωπή έως τον απόλυτο θόρυβο», έλεγε ο Γιώργος Χαρωνίτης, ο οποίος έφυγε προ ημερών στα 70 του χρόνια. Ηταν όμως η τζαζ που αγάπησε πιο πολύ – το «δώρο της Αμερικής στον κόσμο», που, μαζί με μια χούφτα πρωτοπόρους, βοήθησε να γίνει γνωστό στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Γεννημένος το 1955, με καταγωγή από την Κρήτη, μεγάλωσε στους Αγίους Αναργύρους, όπου στα 14 του έγραψε το πρώτο του δημοσιογραφικό κείμενο για τη σχολική εφημερίδα – μια κριτική για τον «Καλό, τον Κακό και τον Ασχημο» του Σέρτζιο Λεόνε. Την ίδια εποχή θα αγόραζε από το βιβλιοπωλείο «Στίγκα» της γειτονιάς του τον πρώτο του δίσκο βινυλίου, μια ελληνικής παραγωγής συλλογή με σάουντρακ από διάφορα γνωστά σπαγγέτι γουέστερν, στην οποία κυριαρχούσαν οι συνθέσεις του Ενιο Μορικόνε. Ετσι ξεκίνησε ένα εμμονικό πάθος για τον μεγάλο Ιταλό συνθέτη και το κινηματογραφικό του σύμπαν, που θα κρατούσε μια ζωή.
Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ΕΜΠ της Πάτρας («Θεωρία σημάτων και πληροφοριών, δηλαδή δημοσιογραφία», όπως θα έγραφε χρόνια αργότερα σε μια κωμική αυτοβιογραφία του στο «Αθηνόραμα) και η πρώτη του μύηση στον κόσμο της τζαζ έγινε στα 20 του, το 1975, όταν απέκτησε το βιβλίο του πιανίστα Σάκη Παπαδημητρίου «Εισαγωγή στην τζαζ» (1963) – μια έκδοση που αργότερα θα χαρακτήριζε «θεμελιακή».
Τρία χρόνια αργότερα, το 1978, συμμετέχοντας σε ένα διαγωνισμό γραφής, τράβηξε την προσοχή του Αργύρη Ζήλου ο οποίος τον προσέλαβε στον «Ηχο» του Κώστα Καββαθά. Εκεί συμπλήρωσε μια δεκαετία αρθρογραφίας, μέχρι ο Ζήλος να του ανοίξει ακόμη μία πόρτα, συστήνοντάς τον στο «Αθηνόραμα», όπου έγραφε επί 33 χρόνια. Για ένα μικρό διάστημα μεταξύ 1990-91 εργάστηκε και στο «7 Μέρες ΤV» , διατηρώντας μια στήλη ραδιοφώνου όπου υπέγραφε με ψευδώνυμο.
Φεύγοντας από τον «Ηχο», το 1992, ένιωσε, όπως θα έλεγε χρόνια μετά, «ένα μουσικογραφικό κενό» που τον οδήγησε στο να συνιδρύσει και συνεκδώσει το περιοδικό «Jazz & Τζαζ» μαζί με τη Γιούλη Μαρτίνη και τον Στέφανο Σαμακά το 1993. Για τον πρώτο ενάμιση χρόνο της κυκλοφορίας του διετέλεσε διευθυντής του, ενώ έπειτα (έως το 2013) διευθυντής σύνταξης. Γράφοντας αφειδώς για τις σελίδες του επί είκοσι χρόνια (1993-2013) στάθηκε κομβικός στην επιτυχία του εμβληματικού εντύπου να λειτουργήσει όχι απλώς ως πηγή ενημέρωσης και διάδοσης της κουλτούρας της τζαζ, αλλά και γενικότερα ως χώρος καλλιέργειας της μουσικής αντίληψης – ένα «σχολείο» ακρόασης όπως έγραψε στον δικό του δημόσιο επικήδειο ο Φοίβος Δεληβοριάς, όπου, συμπληρώνει, «δίδαξε σε πολλούς πώς να προσεγγίζουν τις δισκογραφίες, πώς να αφουγκράζονται τις δομές των έργων και πώς να συνδέονται με τους δημιουργούς».
Οταν το «Jazz & Τζαζ» κρεμάστηκε στα περίπτερα την άνοιξη του 1993, ξεχώριζε με τις ασυνήθιστες διαστάσεις του: μακρόστενο, μεγαλόσχημο, «προκαλούσε» να το αγοράσεις. Ο σχεδιασμός και η εικόνα του οφείλονταν στον γραφίστα Δημήτρη Θ. Αρβανίτη, αφοσιωμένο «τζαζόφιλο» και συλλέκτη τζαζ δίσκων που είχε σχεδιάσει μερικές ιστορικές τζαζ αφίσες (όπως εκείνες οι αριστουργηματικές για τις συναυλίες των Μάιλς Ντέιβις και Κιθ Τζάρετ στην Αθήνα στις αρχές του ’80), και που επί χρόνια είχε τζαζ εκπομπή στην ΕΡΑ 1. Σχεδίασε το περιοδικό για τα πρώτα του 150 τεύχη και στα κομψά ασπρόμαυρα δισέλιδά του –μια μεταμοντέρνα εκδοχή παλιών αμερικανικών τζαζ περιοδικών στην εποχή του πρώιμου DTP– τα απολαυστικά κείμενα του Γιώργου Χαρωνίτη και άλλων κορυφαίων μουσικών συντακτών (όπως ο Φώντας Τρούσας, αρχισυντάκτης του περιοδικού από το 1996 έως το 2013) έβρισκαν ένα οπτικό περιβάλλον γεμάτο γνώση και αγάπη για το αντικείμενο.
Οπως μας λέει η συνεκδότρια και διευθύντρια του «Jazz & Τζαζ» Γιούλη Μαρτίνη: «Ο Αρβανίτης και ο Παπαδημητρίου ήταν δύο από τους πρώτους “μέντορες” του περιοδικού, δύο άνθρωποι που επιμελήθηκαν πολύτιμα την εικόνα και το περιεχόμενό του». Οσο για τον Γ. Χαρωνίτη, δηλώνει ότι «δεν έχω συναντήσει άλλη τέτοια γραφή στον δημοσιογραφικό χώρο. Και δεν είναι μόνο πως γνώριζε μουσική, δεν είναι μόνο θέμα γνώσης. Είναι και θέμα αισθήματος. Στα κείμενά του έβγαινε κάτι πολύ βαθύ. Εβγαινε όμως και πολύ χιούμορ».
Πράγματι, το αιχμηρό χιούμορ του εμφανιζόταν εδώ και εκεί σχεδόν σε κάθε του κείμενο, ακόμη και στον τρόπο που αυτοσαρκαζόταν για την εμμονή που είχε με τον «πνευματικό δάσκαλό» του Ενιο Μορικόνε, τιτλοφορώντας τις πολυάριθμες σχετικές αναρτήσεις του στο Facebook «Morricorner» («Γωνιά Μορικόνε») ή βαπτίζοντας τον εαυτό του «Μορικο-μασόνο».
Στο μουσικό του πάνθεον, ωστόσο, δίπλα στον Ενιο, είχε βάλει και τον Τελόνιους Μονκ (για τον οποίο έγραψε έναν συγκλονιστικό επικήδειο στον «Ηχο» το 1982) αλλά και τον Ακη Πάνου, που, όπως είχε πει, «γέμισε τον κόσμο μας με τραγούδια αληθινά, όμορφα, δύσκολα να τα κουμαντάρεις». Γνωστή ήταν η αγάπη του και για τον Μίμη Πλέσσα, τον Διονύση Σαββόπουλο και την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Οσο για το ροκ εν ρολ, σε ένα καταπληκτικό κείμενο για τους Residents στο «Αθηνόραμα» το 1989 (με αφορμή τις ιστορικές συναυλίες που είχαν δώσει εκείνη την εποχή στην Αθήνα) είχε γράψει πως «είναι το πιο συναρπαστικό παραμύθι που έχουμε ακούσει ποτέ».
Η πένα του έφτανε έως και τα εξώφυλλα, με το περιεχόμενο του τεύχους να ανακοινώνεται σε αυτά περιφραστικά, με πρόζα, λες και το έντυπο ήθελε να μιλήσει στον αναγνώστη πριν καν εκείνος το ξεφυλλίσει. Στο εξώφυλλο του «Αθηνοράματος» της τελευταίας εβδομάδας του Μαρτίου του 1993 (μια ιδέα του διευθυντή του Τέλη Σαμαντά και κάτι που μας θυμίζει με σχετική ανάρτηση ένας από τους μαθητές του Γ. Χαρωνίτη, ο δημοσιογράφος Νικόλας Φωτάκης, ο οποίος έγραψε επί σειράν ετών στο «Jazz & Τζαζ»), μια φωτογραφία του Ακη Πάνου συνοδεύεται από παχιά πεζά γράμματα που λένε αποφθεγματικά –και πολύ συγκινητικά– τα εξής: «Καθαρός στις πράξεις του, ισορροπημένος στον κόσμο του, ντόμπρος στις σχέσεις του, φιλοσοφημένος στις επιλογές του, διορατικός στη δράση του, δημιουργικός στην τέχνη του, μάγκας στις συνήθειές του, ξεχωριστός στη φύση του, αποτραβηγμένος για πάρτη του, απόλυτος άρχων του τραγουδιού, δικός μας – αλλά, κυρίως, δικός του».
Λίγους μήνες μετά, στο εξώφυλλο του «Jazz & Τζαζ» του Νοεμβρίου 1993, κάνει ένα πέρασμα πάνω από τη θεματολογία του τεύχους και στήνει μια παρέλαση από «αγαπημένα πράγματα», προλαβαίνοντας στο τέλος να μας θυμίσει ότι η μουσική («μια ερωμένη που αγαπάμε ακόμα και όταν μας απατά») δεν γνωρίζει όρια και ενοχές: «Street Beat και loosers, οι Page One γυρίζουν σελίδα, o Μάρκος Αλεξίου μιλάει για αγάπη, η Diamanda Galas παίζει στα όρια, ο Michael Nyman δίνει εξηγήσεις, το διαιτολόγιο του Fats Navarro και τα άπαντα του Sun Ra – συγγνώμη, κύριε Adorno, καμία μουσική δεν είναι ταμπού…».

